Η αποτίναξη του Τουρκικού ζυγού, πέρα από τα ρίγη ενθουσιασμού για την δικαίωση του Ιερού Αγώνα, δεν σήμαινε και το τέλος των δοκιμασιών, στην προσπάθεια συγκρότησης ενός σύγχρονου ευνομούμενου Κράτους.
Το τραγικό τέλος του Καποδίστρια (27 Φεβρουαρίου 1831) ενδεικτικό του πλήθους των σχεδόν ανυπέρβλητων προβλημάτων, άφησε ημιτελές το έργο, που μόλις είχε ξεκινήσει.
Τα πράγματα δεν άλλαξαν με την άφιξη του Όθωνα (20 Ιανουαρίου 1833) και το καθεστώς της Αντιβασιλείας, που είχε συμφωνηθεί να ισχύει μέχρι της ενηλικίωσής του.
Ακολούθησε σειρά ατυχών ενεργειών των Βαυαρών αξιωματούχων, που ανεξάρτητα από τις προθέσεις τους, δημιούργησαν ένα χάσμα αντιθέσεων με τον απλό κόσμο και τους Αγωνιστές. Έτσι άφησαν ανοικτό το πεδίο δράσης στους Πρεσβευτές των Προστάτιδων Δυνάμεων να εδραιώσουν τα δικά τους συμφέροντα, ιδρύοντας τα τρία αντίστοιχα φιλικά προς αυτούς κόμματα, και διχάζοντας έτσι τον απλό κόσμο.
Εκείνο που προξένησε μεγάλη αντίδραση ήταν τα μέτρα της Βαυαρικής Αντιβασιλείας για την περιστολή της επιρροής της Εκκλησίας.
Ο Κολοκοτρώνης που είχε ταχθεί με το φιλορωσσικό Κόμμα (Ναππαίους) το οποίο λόγω της Ορθοδοξίας συγκέντρωνε τη μεγαλύτερη αποδοχή, είχε εκφράσει επανειλημμένα την αντίθεσή του σε αυτή την πολιτική, με σκληρή γλώσσα.
Αυτό οδήγησε στην σύλληψή του από την κυβέρνηση του παλαιού αντιπάλου του, του Ιωάννη Κωλέτη, που εκπροσωπούσε το φιλογαλλικό κόμμα.
Κρατήθηκε σε πλήρη απομόνωση για ένα εξάμηνο στο Ιτς - Καλέ (Παλαμήδι) και τελικά καταδικάστηκε στην εσχάτη των ποινών, ύστερα από μια σκηνοθετημένη δίκη και παρά την αντίθεση των δύο τίμιων δικαστών Γ. Τσερτσέτη και Α. Πολυζωίδη.
Την τύχη του μοιράστηκε και σε αυτό το οδυνηρό στάδιο ο πιστός συμπολεμιστής του Δημήτρης Κολιόπουλος, γιος του γνωστού από τα προηγούμενα Σουλιμαίου Κόλια Πλαπούτα.
Η απόφαση αυτή δημιούργησε κύματα αγανάκτησης στην περιοχή της Μεσσηνίας και ιδιαίτερα στα Σουλιμοχώρια που είχαν ταχθεί με το μέρος των καταδικασθέντων κατά την περίοδο του εμφυλίου 1822-1825.
Η αγανάκτηση συνοδευόμενη και από τη γενικότερη δυσαρέσκεια για την πολιτική της Κυβέρνησης που είχε οδηγήσει το λαό σε αβάσταχτη φτώχεια, ήταν η αιτία για την εξέγερση της 27 Ιουλίου 1834.
Πρωτεργάτες ήταν ο γνωστός ορμητικός αγωνιστής Γιαννάκης Γκρίτζαλης από το Ψάρι , ο πεθερός του Μητροπέτροβας από τη Γαράτζα (Μέλπεια), οι ανιψιοί του Δημήτρη Κολιόπουλου Μήτρος και Πέτρος και ο ανιψιός του Κολοκοτρώνη Νικήτας Ζερμπίνης.
Ήταν μια ατελέστατα οργανωμένη επιχείρηση, κάτι σαν αυθόρμητο ξέσπασμα αγανάκτησης.
Εισέβαλαν χωρίς ουσιαστική αντίσταση στις 29 Ιουλίου στην Κυπαρισσία, που ήταν τότε πρωτεύουσα του Νομού Μεσσηνίας και συλλάβανε τον Νομάρχη Δ. Χριστίδη, που κράτησαν υπό περιορισμό στο Ψάρι.
Όλα όμως κατέρρευσαν με την εμφάνιση ενός Βαυαρικού Τάγματος, ενισχυμένου και με ένα κυβερνητικό σώμα από 500 Μανιάτες.
Έγιναν μερικές αψιμαχίες κατά την κάθοδο στο Δερβένι της Μεγαλόπολης στις 11 Αυγούστου και όλα τελείωσαν στη σύντομη σύγκρουση κοντά στο χωριό Ασλάναγα (Άρης) της Μεσσηνίας.
Συνελήφθησαν όλοι οι πρωταίτιοι και ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης καταδικάστηκε σε θάνατο από δικαστήριο που συγκροτήθηκε για το σκοπό αυτό στην Κυπαρισσία.
Εκτελέστηκε με τυφεκισμό την ίδια ημέρα (19 Σεπτ. 1834) αφού πρόλαβε να πει «Αδίκως πεθαίνω αδέλφια. Αγωνίστηκα για την Ελλάδα».
Ήταν μόλις 42 ετών, από τους πρωτοπόρους του Μεγάλου Αγώνα.
Πολλοί θεωρούν ότι η εξέγερση του 1834, πέρα από το αίτημα για την κατάργηση της Αντιβασιλείας και την απελευθέρωση των εγκλείστων του Παλαμηδίου (που αθωώθηκαν από τον Όθωνα με την ενηλικίωση του) αποσκοπούσε και στην απαλλαγή της Ελλάδος από την κοινωνική καταπίεση της ξενοκρατίας, καθώς και στην προστασία της Ορθοδοξίας.
Με αυτή την προσέγγιση το κίνημα θεωρήθηκε σαν μία πρώιμη έκφραση, έστω και ατελή, του πνεύματος της Επανάστασης του 1843, που ο Όθωνας υποχρεώθηκε να παραχωρήσει το Σύνταγμα.
Οι συνέπειες της εξέγερσης ήταν αρκετά δυσάρεστες για την Τριφυλία και ιδιαίτερα για τα Σουλιμοχώρια που πρωτοστάτησαν.
Παρά τη μεγάλη προσφορά και το κύρος που είχε αποκτηθεί κατά τη διάρκεια του αγώνα, επικράτησε μια τάση περιθωριοποίησης, που διατηρήθηκε για πάρα πολλά χρόνια σε πολλά επίπεδα.
Όμως το πέρασμα από τότε πλέον του ενάμιση περίπου αιώνα δεν έχει ξεθωριάσει τη μνήμη της αυθόρμητης λαϊκής αυτής εξέγερσης, που στην ουσία της αποτέλεσε το προανάκρουσμα του ξεσηκωμού του 1843.
Εκτός από την προτομή στην είσοδο του κάστρου της Κυπαρισσίας και το Ηρώο στο Ψάρι, τη γενέτειρα του Γιαννάκη Γκρίτζαλη, κάθε Σεπτέμβρη συγκεντρώνεται εκεί πλήθος κόσμου από τα γύρω χωριά, αλλά και την υπόλοιπη Μεσσηνία μαζί με εκπροσώπους των πολιτικών και στρατιωτικών Αρχών, για να τιμήσουν τη μνήμη ενός αγνού αγωνιστή της ελευθερίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Το νόημα αυτό εκφράζουν και οι τελευταίοι στίχοι του δημοτικού τραγουδιού της εποχής εκείνης, για το Γιαννάκη Γκρίτζαλη …
Στο εγκαταλελειμμένο τώρα Πάνω Ψάρι υπάρχει ακόμα το ερειπωμένο σπίτι που γεννήθηκε ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης.
Με μέριμνα του Δήμου Οιχαλίας και των τοπικών συλλόγων κάποτε πρέπει να ανακαινιστεί και να χρησιμεύσει σαν μουσείο της τοπικής Ιστορίας τιμώντας τον Αγώνα για Ελευθερία και Κοινωνική Δικαιοσύνη. Η χρηματοδότηση, εάν τελικά απαιτηθεί μπορεί να γίνει και από το Κράτος, ύστερα από κατάλληλη προβολή της ιερής αυτής υποχρέωσης.
Το τραγικό τέλος του Καποδίστρια (27 Φεβρουαρίου 1831) ενδεικτικό του πλήθους των σχεδόν ανυπέρβλητων προβλημάτων, άφησε ημιτελές το έργο, που μόλις είχε ξεκινήσει.
Τα πράγματα δεν άλλαξαν με την άφιξη του Όθωνα (20 Ιανουαρίου 1833) και το καθεστώς της Αντιβασιλείας, που είχε συμφωνηθεί να ισχύει μέχρι της ενηλικίωσής του.
Ακολούθησε σειρά ατυχών ενεργειών των Βαυαρών αξιωματούχων, που ανεξάρτητα από τις προθέσεις τους, δημιούργησαν ένα χάσμα αντιθέσεων με τον απλό κόσμο και τους Αγωνιστές. Έτσι άφησαν ανοικτό το πεδίο δράσης στους Πρεσβευτές των Προστάτιδων Δυνάμεων να εδραιώσουν τα δικά τους συμφέροντα, ιδρύοντας τα τρία αντίστοιχα φιλικά προς αυτούς κόμματα, και διχάζοντας έτσι τον απλό κόσμο.
Εκείνο που προξένησε μεγάλη αντίδραση ήταν τα μέτρα της Βαυαρικής Αντιβασιλείας για την περιστολή της επιρροής της Εκκλησίας.
Ο Κολοκοτρώνης που είχε ταχθεί με το φιλορωσσικό Κόμμα (Ναππαίους) το οποίο λόγω της Ορθοδοξίας συγκέντρωνε τη μεγαλύτερη αποδοχή, είχε εκφράσει επανειλημμένα την αντίθεσή του σε αυτή την πολιτική, με σκληρή γλώσσα.
Αυτό οδήγησε στην σύλληψή του από την κυβέρνηση του παλαιού αντιπάλου του, του Ιωάννη Κωλέτη, που εκπροσωπούσε το φιλογαλλικό κόμμα.
Κρατήθηκε σε πλήρη απομόνωση για ένα εξάμηνο στο Ιτς - Καλέ (Παλαμήδι) και τελικά καταδικάστηκε στην εσχάτη των ποινών, ύστερα από μια σκηνοθετημένη δίκη και παρά την αντίθεση των δύο τίμιων δικαστών Γ. Τσερτσέτη και Α. Πολυζωίδη.
Την τύχη του μοιράστηκε και σε αυτό το οδυνηρό στάδιο ο πιστός συμπολεμιστής του Δημήτρης Κολιόπουλος, γιος του γνωστού από τα προηγούμενα Σουλιμαίου Κόλια Πλαπούτα.
Η απόφαση αυτή δημιούργησε κύματα αγανάκτησης στην περιοχή της Μεσσηνίας και ιδιαίτερα στα Σουλιμοχώρια που είχαν ταχθεί με το μέρος των καταδικασθέντων κατά την περίοδο του εμφυλίου 1822-1825.
Η αγανάκτηση συνοδευόμενη και από τη γενικότερη δυσαρέσκεια για την πολιτική της Κυβέρνησης που είχε οδηγήσει το λαό σε αβάσταχτη φτώχεια, ήταν η αιτία για την εξέγερση της 27 Ιουλίου 1834.
Πρωτεργάτες ήταν ο γνωστός ορμητικός αγωνιστής Γιαννάκης Γκρίτζαλης από το Ψάρι , ο πεθερός του Μητροπέτροβας από τη Γαράτζα (Μέλπεια), οι ανιψιοί του Δημήτρη Κολιόπουλου Μήτρος και Πέτρος και ο ανιψιός του Κολοκοτρώνη Νικήτας Ζερμπίνης.
Ήταν μια ατελέστατα οργανωμένη επιχείρηση, κάτι σαν αυθόρμητο ξέσπασμα αγανάκτησης.
Εισέβαλαν χωρίς ουσιαστική αντίσταση στις 29 Ιουλίου στην Κυπαρισσία, που ήταν τότε πρωτεύουσα του Νομού Μεσσηνίας και συλλάβανε τον Νομάρχη Δ. Χριστίδη, που κράτησαν υπό περιορισμό στο Ψάρι.
Όλα όμως κατέρρευσαν με την εμφάνιση ενός Βαυαρικού Τάγματος, ενισχυμένου και με ένα κυβερνητικό σώμα από 500 Μανιάτες.
Έγιναν μερικές αψιμαχίες κατά την κάθοδο στο Δερβένι της Μεγαλόπολης στις 11 Αυγούστου και όλα τελείωσαν στη σύντομη σύγκρουση κοντά στο χωριό Ασλάναγα (Άρης) της Μεσσηνίας.
Συνελήφθησαν όλοι οι πρωταίτιοι και ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης καταδικάστηκε σε θάνατο από δικαστήριο που συγκροτήθηκε για το σκοπό αυτό στην Κυπαρισσία.
Εκτελέστηκε με τυφεκισμό την ίδια ημέρα (19 Σεπτ. 1834) αφού πρόλαβε να πει «Αδίκως πεθαίνω αδέλφια. Αγωνίστηκα για την Ελλάδα».
Ήταν μόλις 42 ετών, από τους πρωτοπόρους του Μεγάλου Αγώνα.
Πολλοί θεωρούν ότι η εξέγερση του 1834, πέρα από το αίτημα για την κατάργηση της Αντιβασιλείας και την απελευθέρωση των εγκλείστων του Παλαμηδίου (που αθωώθηκαν από τον Όθωνα με την ενηλικίωση του) αποσκοπούσε και στην απαλλαγή της Ελλάδος από την κοινωνική καταπίεση της ξενοκρατίας, καθώς και στην προστασία της Ορθοδοξίας.
Με αυτή την προσέγγιση το κίνημα θεωρήθηκε σαν μία πρώιμη έκφραση, έστω και ατελή, του πνεύματος της Επανάστασης του 1843, που ο Όθωνας υποχρεώθηκε να παραχωρήσει το Σύνταγμα.
Οι συνέπειες της εξέγερσης ήταν αρκετά δυσάρεστες για την Τριφυλία και ιδιαίτερα για τα Σουλιμοχώρια που πρωτοστάτησαν.
Παρά τη μεγάλη προσφορά και το κύρος που είχε αποκτηθεί κατά τη διάρκεια του αγώνα, επικράτησε μια τάση περιθωριοποίησης, που διατηρήθηκε για πάρα πολλά χρόνια σε πολλά επίπεδα.
Όμως το πέρασμα από τότε πλέον του ενάμιση περίπου αιώνα δεν έχει ξεθωριάσει τη μνήμη της αυθόρμητης λαϊκής αυτής εξέγερσης, που στην ουσία της αποτέλεσε το προανάκρουσμα του ξεσηκωμού του 1843.
Εκτός από την προτομή στην είσοδο του κάστρου της Κυπαρισσίας και το Ηρώο στο Ψάρι, τη γενέτειρα του Γιαννάκη Γκρίτζαλη, κάθε Σεπτέμβρη συγκεντρώνεται εκεί πλήθος κόσμου από τα γύρω χωριά, αλλά και την υπόλοιπη Μεσσηνία μαζί με εκπροσώπους των πολιτικών και στρατιωτικών Αρχών, για να τιμήσουν τη μνήμη ενός αγνού αγωνιστή της ελευθερίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Το νόημα αυτό εκφράζουν και οι τελευταίοι στίχοι του δημοτικού τραγουδιού της εποχής εκείνης, για το Γιαννάκη Γκρίτζαλη …
"Και οι πρόκριτοι μου λέγανε και οι πρόκριτοι μου λένε
μαρτύρα τον Κολιόπουλο και τον Κολοκοτρώνη
παιδιά πώς με περάσατε να ψευδομαρτυρήσω;
Μονάχος μου το σήκωσα (τo μπαϊράκι) με την παλιά καπότα
Ξήντα παράδες το σφακτό, δύο γρόσια το μοσχάρι
και τρία γρόσια τ’ άλογο, ποιος θες να υποφέρει;"
μαρτύρα τον Κολιόπουλο και τον Κολοκοτρώνη
παιδιά πώς με περάσατε να ψευδομαρτυρήσω;
Μονάχος μου το σήκωσα (τo μπαϊράκι) με την παλιά καπότα
Ξήντα παράδες το σφακτό, δύο γρόσια το μοσχάρι
και τρία γρόσια τ’ άλογο, ποιος θες να υποφέρει;"
Στο εγκαταλελειμμένο τώρα Πάνω Ψάρι υπάρχει ακόμα το ερειπωμένο σπίτι που γεννήθηκε ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης.
Με μέριμνα του Δήμου Οιχαλίας και των τοπικών συλλόγων κάποτε πρέπει να ανακαινιστεί και να χρησιμεύσει σαν μουσείο της τοπικής Ιστορίας τιμώντας τον Αγώνα για Ελευθερία και Κοινωνική Δικαιοσύνη. Η χρηματοδότηση, εάν τελικά απαιτηθεί μπορεί να γίνει και από το Κράτος, ύστερα από κατάλληλη προβολή της ιερής αυτής υποχρέωσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου