Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2010

Ρεπορτάζ της εφημερίδας ''Ελευθερία'' στο χωριό μας

ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΠΟΥ ΟΡΚΙΣΤΗΚΑΝ ΟΙ ΝΤΡΕΔΕΣ
ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΜΕΝΑ ΣΠΙΤΙΑ ΜΕ ΕΛΑΧΙΣΤΟΥΣ ΚΑΤΟΙΚΟΥΣ
Μπορεί άλλοτε να ήταν ένα από τα κεφαλοχώρια της ευρύτερης περιοχής, έχοντας μάλιστα μια ένδοξη ιστορία στα δρώμενα αυτού του τόπου και να έσφυζε από ζωή. Σήμερα όμως δεν έχει παρά ελάχιστους μόνιμους κατοίκους, που τον χειμώνα ίσα που φτάνουν τους 35. Ο λόγος για το Άνω Δώριο, ή Σουλιμά όπως είναι γνωστότερο στους παλαιότερους: το χωριό στο οποίο ορκίστηκαν οι Ντρέδες παίρνοντας τα άρματα στην επανάσταση του 1821 και ξεκινώντας να ελευθερώσουν την πατρίδα, ενώνοντας τις δυνάμεις τους με τους άλλους αγωνιστές και γράφοντας χρυσές σελίδες στο βιβλίο της Ιστορίας.
Σήμερα όμως το χωριό, παρόλο που διατηρείται σε πάρα πολύ καλή κατάσταση, με το σύνολο σχεδόν των σπιτιών του ανακαινισμένα, δεν συναντά κανείς παρά ελάχιστους κατοίκους - οι οποίοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι συνταξιούχοι. Και μόνο ελάχιστοι, μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού, ασχολούνται με την κτηνοτροφία. Το Άνω Δώριο όμως έχει εξαιρετικό φυσικό περιβάλλον και κλίμα, που αφού όπως μας είπαν χαρακτηριστικά... «ζωντανεύει ακόμη και νεκρούς».
Η ζωή τώρα τους χειμερινούς μήνες με τον λιγοστό κόσμο κυλά απολύτως ήρεμα και ήσυχα. Τα πράγματα αλλάζουν βέβαια κάπως το καλοκαίρι, αλλά και τις γιορτές όπως το Πάσχα και τα Χριστούγεννα, όπου το χωριό αποκτά ζωή.
Πολλοί από αυτούς που έχουν φύγει επιστρέφουν για να περάσουν τις διακοπές τους, φροντίζοντας να κρατάνε πάντα ζωντανούς τους δεσμούς με το χωριό τους, αλλά και να περνάνε αυτή τη νοοτροπία στις νεότερες γενιές.
Επισκεπτόμε
νοι πάντως το Άνω Δώριο πριν από λίγες μέρες, ενώ περιμέναμε ότι στο καφενεδάκι που είναι στην πλατεία του χωριού θα υπήρχε κόσμος, διαπιστώσαμε ότι ήταν κλειστό και δεν υπήρχε κανείς.
Κάνοντας μια βόλτα στους δρόμους, συναντήσαμε έναν κάτοικο, τον Νικόλαο Λυμπερόπουλο, ο οποίος μας εξήγησε ότι δεν έχει κόσμο τώρα το χειμώνα... γι' αυτό και δεν ανοίγει όλες τις ώρες το καφενείο. Μας είπε ότι ο ίδιος έχει εγκατασταθεί εδώ και 12 χρόνια μόνιμα στο χωριό με τη σύζυγο του.
Από εδώ είχε φύγει το 1958 για τη Βενεζουέλα. «Τότε», μας είπε, «είχε 740 άτομα και όταν γύρισα το 1998 βρήκα 38 άτομα μόνιμους κατοίκους... και σήμερα είμαστε περίπου 35. Μόνο στις γιορτές και το καλοκαίρι έχει κόσμο πλέον.
Εμένα το χωριό είναι που με τραβάει. Μάλιστα ήρθα λόγω της γυναίκας μου, η οποία είχε αρρωστήσει και οι γιατροί μας είχαν πει ότι θα τελείωνε. Έτσι αποφασίσαμε να έρθουμε εδώ και πλέον οι γυναίκα μου είναι μια χαρά! Αφού ο ένας γιατρός που την παρακολουθούσε από τη Βενεζουέλα εξεπλάγη και ήρθε να τη δει εδώ! Είναι ένα χωριό που έχει πολύ καλό κλίμα - και πεθαμένος να έρθεις ανασταίνεσαι. Και δεν το λέω μόνο εγώ, όλος ο κόσμος το λέει. Από ό,τι βλέπω όμως εδώ, όσο πάει το χωρίο και ερημώνει. Καταστράφηκε λόγω του ρεύματος και του δρόμου: Όταν έγινε ο μεγάλος σεισμός οι περισσότεροι σηκώθηκαν κι έφυγαν - ενώ αν υπήρχε τότε δρόμος και ρεύμα, δεν θα έφευγε κανείς. Εδώ τώρα τα πράγματα είναι ήσυχα, ήσυχα περνά η ζωή μας. Τον χειμώνα ειδικά θα έλεγα έχουμε ερημιά. Κάνω καμιά βόλτα στο χωριό και όλη μέρα ασχολούμαστε γύρω από το σπίτι, αφού όλοι είμαστε συνταξιούχοι. Δεν υπάρχουν πλέον οι καλλιέργειες που ήταν παλιά. Το χωριό μας είναι ένα από τα ιστορικά χωριά της περιοχής, αφού από εδώ ξεκίνησε η Επανάσταση, αλλά δυστυχώς δεν το βλέπουμε γραμμένο στην Ιστορία. Είναι ένα όμορφο χωριό και τώρα από την άνοιξη και μετά έχει περισσότερο κόσμο. Εγώ προσωπικά δεν το αλλάζω με τίποτα. Είχα πάρει σπίτι στην Αθήνα για να ζήσω αλλά το έδωσα... δεν μπορούσα να καθίσω».
Η επόμενη κάτοικος που συναντήσαμε ήταν η Σπυριδούλα Αλλαγιάννη, ιδιοκτήτρια του καφενείου, που μας είπε:
«Τώρα το χειμώνα υπάρχει μοναξιά. Παλιά είχε ζωή εδώ πέρα, τώρα μόνο καμία 35αριά είμαστε. Εγώ θυμάμαι που πηγαίναμε σχολείο και είχε 100 παιδιά! Μόνο ηλικιωμένους έχει τώρα το χωριό, κι αυτοί κάθονται μέσα στα σπίτια τους - αν έχει κανένας, ασχολείται και με τις κατσίκες ή τίποτα τέτοιο.
Στο καφενείο που έχω, αν θα βγουν θα είναι 5-6 άτομα. Είναι ένα καφενείο που είναι 400 χρόνια... 4 γενιές το έχουμε. Ήταν από τον παππούλη του πατέρα μου - και τώρα το έχω εγώ.
Τα παλιά χρόνια εδώ είχε πολλή ζωή αλλά εμείς σαν παιδιά δεν είχαμε τις ευκολίες που έχουν σήμερα τα παιδιά. Τότε το κάθε σπίτι είχε από 8 παιδιά και σήμερα μόνο γέροντες είναι. Τότε έσπερναν σιτάρια, καλαμπόκια αλλά έβαζαν και ποτιστικά κάτω στο Αϊ-Γιώργη.
Είχαν κτηνοτροφία και πολλά βόδια, με όλα αυτά ζούσαν. Σήμερα δεν έχουμε πάρα 3 κτηνοτρόφους.
Πάντως για να περνάς τη ζωή σου καλά είναι εδώ, ήρεμα. Το καλοκαίρι το χωριό γεμίζει, όπως και το Πάσχα αλλά και τα Χριστούγεννα. Όπως πάει όμως το χωριό θα ερημώσει. Αν φύγουμε και εμείς οι ηλικιωμένοι θα έρθουν να μείνουν οι νεότεροι; Δεν το νομίζω. Τα σπίτια βέβαια έχουν φτιαχτεί και φτιάχνονται συνέχεια... αλλά δύσκολα νομίζω θα γυρίσουν πίσω οι νέοι».
Ένας από τους νεότερους κατοίκους του χωριού, που ασχολείται με την κτηνοτροφία, είναι ο Αντώνης Αναγνωστόπουλος που μας είπε:
«Εμείς έχουμε 50 πρόβατα και οι άλλοι κτηνοτρόφοι ακόμη περισσότερα. Εδώ το χειμώνα είναι πολύ ήσυχα τα πράγματα, δραματικά θα έλεγα... αφού δεν υπάρχει κάτι να κάνεις πέρα από τις δουλειές σχετικά με την κτηνοτροφία.
Τώρα το χωριό δεν έχει πάνω από 35 άτομα που μένουν εδώ. Εγώ το έχω θυμηθεί παλιότερα με περισσότερο κόσμο, κι όπως έχω ακούσει, παλιά ήταν γεμάτο ζωή με σχολεία, ειρηνοδικείο και πολλή ζωή.
Τώρα, μόνο το καλοκαίρι είναι κάπως καλύτερα τα πράγματα, που έχει κόσμο, αφού ξεπερνά τα 300 άτομα».


Ρεπορτάζ: Κώστας Μπούρας

Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2010

Kανένας κάτοικος πια στο παλιό Άνω Ψάρι

Σε σωρούς από πέτρες έχουν μετατραπεί τα περισσότερα σπίτια στο παλιό χωριό Άνω Ψάρι - κι όσα δεν έχουν ακόμη καταρρεύσει, στέκουν λαβωμένα έχοντας χάσει τα στηρίγματά τους, τα αγκωνάρια τους απ' τις γωνιές των τοίχων.
Βλέπετε, έπεσαν κι αυτά θύματα της «νέας σύγχρονης ζωής» κι έγιναν λιθαράκια για να ομορφύνουν κάποιες από τις βίλες σε παράλιες περιοχές, σε νεόχτιστα σπίτια.
Όταν λίγο παλιότερα ανηφόριζε κανείς στο όμορφο αυτό μέρος, που θυμίζει κάτι από το παλιό χωριό, συναντούσε τον μοναδικό του κάτοικο: έναν κτηνοτρόφο που σε πείσμα των καιρών έμενε μόνος του εκεί. Από ό,τι πληροφορηθήκαμε όμως ο συγκεκριμένος κτηνοτρόφος έφυγε για πάντα από το χωριό του.
Έτσι πλέον κανείς δεν συναντά κανέναν. Μόνο τα βελάσματα από τα κατσίκια και τα πρόβατα στις γύρω στάνες σπάνε την σιωπή, μαζί με τα γαβγίσματα των σκυλιών που οσμίζονται ότι κάποιος ξένος βρίσκεται στον τόπο τους.
Το Άνω Ψάρι είναι ένα χωριό που είχε όλες τις δυνατότητες να γίνει παραδοσιακός οικισμός - αφού ούτε τα κτίσματα και η παραδοσιακή αρχιτεκτονική τού λείπουν, ούτε φυσικά η Ιστορία που είναι πλούσια, αν και ακόμη δεν έχει περάσει στα διδακτικά βιβλία.
Είναι το χωριό του Γιαννάκη Γκρίτζαλη, είναι το χωριό που ξεκίνησε η Μεσσηνιακή Επανάσταση, αλλά αν εξαιρέσει κανείς την ετήσια γιορτή που γίνεται εκεί, δεν υπάρχει τίποτα άλλο να στο θυμίζει.
Στο χωριό συναντά κανείς έντονο το παραδοσιακό στοιχείο, με τις πέτρινες σκεπές των σπιτιών - τις ελάχιστες που έχουν απομείνει -, την παλιά εκκλησία η οποία προϋπήρχε της Επανάστασης του 1821, και ακριβώς δίπλα της τα χαλάσματα και τους 4 τοίχους από το πρώτο δημοδιδασκαλείο του ελεύθερου ελληνικού κράτους.
Στην άλλη άκρη του χωριού βρίσκεται γκρεμισμένο το σπίτι του Γιαννάκη Γκρίτζαλη. Κι αν δεν είχαν μπει οι ενημερωτικές μαρμάρινες επιγραφές, τίποτα δε θα σ' έκανε πια να καταλάβεις την ιδιαιτερότητά τους.
Όλα αυτά είναι τόσο κρίμα να χάνονται έτσι, στο πέρασμα του χρόνου και να μην γίνεται τίποτα, καμία προσπάθεια, κανένα βήμα για την ανάδειξη και την διατήρησή τους.
Κάτι τέτοιο, όπως τόνισε στην ''Ε'' ο πρόεδρος του Προοδευτικού Συλλόγου Ψαραίων Διονύσιος Αθανασόπουλος, θα μπορούσαν να γίνουν με την ανάδειξη του χωριού ως παραδοσιακού οικισμού και την ένταξή του σε έναν ευρύτερο ιστό αξιόλογων ιστορικών μνημείων και τόπων - όπως είναι οι θολωτοί μυκηναϊκοί τάφοι στο Μετσίκι ακριβώς κάτω από το χωριό, η Μάλθη, ο Επικούριος, ακόμη και η Αρχαία Μεσσήνη. Μας εξήγησε δε ότι είχαν ξεκινήσει μια προσπάθεια, αλλά δεν υπήρξε ανταπόκριση από την Πολιτεία και δεν προχώρησε:
«Είχαμε κάνει κάποιες προσπάθειες για το χαρακτηρισμό του χωριού ως παραδοσιακού οικισμού, αλλά δυστυχώς δεν έγινε τίποτα, καμία κίνηση, όσο κι αν επιμείναμε. Αυτό ξεκίνησε από τον σύλλογό μας μαζί με την Ομοσπονδία Ορεινών Χωριών το 1998. Τότε είχαμε κάνει και ένα ψήφισμα με όλους τους φορείς της περιοχής, ζητώντας αυτό το πράγμα, αλλά μέχρι σήμερα δεν έγινε τίποτα.
Θα μπορούσε να είναι ένα από τα αξιοθέατα της Μεσσηνίας και να συμβάλει σημαντικά στην τουριστική ανάπτυξη της ορεινής Μεσσηνίας, σε συνδυασμό με τις αρχαιότητες στο Μετσίκι, το ναό του Επικούριου Απόλλωνα, τη Μάλθη απέναντι αλλά και την Αρχαία Μεσσήνη. Θα μπορούσε να ενταχθεί σε ένα ευρύτερο πλαίσιο ανάπτυξης.
Δυστυχώς όμως δεν έχει γίνει τίποτα και το χωριό έχει σήμερα αυτή την εικόνα - όπου από τα περισσότερα σπίτια λείπουν και τα αγκωνάρια. Ευτυχώς με την δημοσιοποίηση που πήρε το θέμα τότε, σταμάτησαν αυτές οι κλοπές, όμως μέχρι να σταματήσουν είχαν ρημάξει όλα τα σπίτια. Και η μεγαλύτερη ζημιά είχε γίνει στο παλιό δημοδιδασκαλείο, που ήταν το πρώτο δημόσιο δημοδιδασκαλείο - ενώ λειτούργησε και ως Γυμνάσιο Θηλέων του Δήμου Ηλεκτρίδος που είχε έδρα το Ψάρι.
Η εικόνα σήμερα είναι εικόνα ερήμωσης και εγκατάλειψης. Δείχνει ότι λείπει κάποια προσπάθεια που θα δώσει μια ελπίδα, έναν τόνο ζωής, που θα αλλάξει κάτι...».

Πηγή: Ελευθερία

Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2010

Τα κουπάρια

Τα κουπάρια ήταν ένα από τα καλύτερα έθιμα του χωριού μας. Η λέξη «κουπάρια» και μόνο θύμιζε σε όλους τα μεγάλα γλέντια κι όλα τα ευχάριστα γεγονότα της ζωής τους.

Στους αρραβώνες, στους γάμους, στα βαφτίσια, στις γιορτές και γενικά στις εκδηλώσεις χαράς οι χωριανοί μας είχαν το έθιμο και «όριζαν, διέταζαν» κουπάρια. Το έθιμο αυτό συνέβαλε στη δημιουργία και τη διατήρηση για ατέλειωτες ώρες του κεφιού και του γλεντιού. Έδινε την ευκαιρία, αλλά και ταυτόχρονα δημιουργούσε την υποχρέωση συμμετοχής όλων των μελών της παρέας στο γλέντι.

Στις χαρούμενες αυτές εκδηλώσεις, σε κατάλληλη στιγμή κι όταν το φαγοπότι είχε αρχίσει για τα καλά, κάποιος από τη συντροφιά, ανάλογα την περίσταση «όριζε» τα κουπάρια. Στους αρραβώνες, στο γάμο και στα βαφτίσια τα κουπάρια, συνήθως τα όριζε ο προξενητής, ο κουμπάρος και ο νονός αντίστοιχα και στα πανηγύρια ή γενικά στα τραπέζια ένα σεβαστό ηλικιωμένο πρόσωπο.

Το κουπάρι είχε τη δική του σειρά και τάξη, τους δικούς του κανόνες και τα λόγια ήταν γεμάτα εγκαρδιότητα και ζεστασιά. Κάποιος έπρεπε «να διατάξει» το κουπάρι για να το πιουν όλοι με ορισμένη σειρά εις υγείαν ενός άλλου. Αυτός, στην υγεία του οποίου έπιναν το κουπάρι, ήταν το τιμώμενο πρόσωπο, τιμώμενα δε πρόσωπα ήταν άλλα κάθε φορά.

Εκείνος που θα διέταζε το κουπάρι, ζητούσε ένα πιάτο, γέμιζε ξέχειλο ένα ποτήρι κρασί και το έβαζε στο πιάτο, χτυ­πούσε με ένα πιρούνι το πιάτο για να γίνει ησυχία. Σηκωνόταν όρ­θιος κρατώντας με το αριστερό χέρι το πιάτο και με το δεξί το πο­τήρι και άρχιζε την πρόποση ως εξής: «Ορισμός» ενώ οι άλλοι κρατούσαν ησυ­χία. «Του Θεού» απαντούσαν όλοι. «Αγα­πητοί συγγενείς και φίλοι. Αυτό το κουπαράκι θα σας παρακαλέ­σω να το πιούμε όλοι εις υγείαν (έλεγε ποίου) και να του ευχηθού­με (οι ευχές ήταν ανάλογες με την περίπτωση). Σας ευχαριστούμε που ήρθατε στο σπίτι μας να μας τιμήσετε (έλεγε για ποιο γεγονός). Εύχομαι σε όλους σας ότι ποθείτε, να είσαστε καλά και στα δικά σας σπίτια να κάμουμε τέτοια τραπέζια...». Τελείωνε την πρόποση, έπινε λίγο από το κρασί και λέγοντας «γεια σου (τά­δε)» έβρισκε εκείνον που θα συνέχιζε το κουπάρι. Έπινε τότε και το υπόλοιπο κρασί και καθόταν.

Αυτό ίσχυε για όλους που θα έπιναν το κουπάρι. Το πιάτο με το κουπάρι πήγαινε μετά στο δεύτερο. Αλλά στο μεταξύ εκείνος που το είχε διατάξει, είχε αρχίσει το πρώτο «τραπεζίτικο» τραγούδι.Το έλεγε μόνος του ή τον συντρόφευε και η παρέα του. Συνήθως οι μετέχοντες στο γλέντι χωριζόντουσαν σε δύο μέρη, σε δύο παρέες . Κάθε στροφή του τραγουδιού την έλεγε πρώτα η μια παρέα και μετά την επαναλάμβανε η άλλη.

Όταν τελείωνε το τραγούδι, σηκωνόταν ο δεύτερος, γέμιζε το ποτήρι κρασί, τον ευχαριστούσε για την τιμή που του 'κανε να τον βρει πρώτον και όρθιος πάντοτε και κρατώντας το πιάτο με το κουπάρι άρχιζε την πρόποση λέγοντας :«Ο αγαπητός συγγενής μας υποχρέωσε να πιούμε αυτό το κουπαράκι εις υγείαν του... Το πίνω στην υγεία του και του εύχομαι...», έλεγε ευχές για το γεγονός που γινόταν το τραπέ­ζι και για όλους κι έπινε το μισό ποτήρι, έβρισκε άλλον και καθόταν.

Κατ' αυτό τον τρόπο γύριζε το κουπάρι από τον ένα στον άλλο και έφθανε στο τιμώμενο πρόσωπο, που το έπινε τελευταίος. Το πρώτο κουπάρι στα μεγάλα τραπέζια, γάμους, βαφτίσια κλπ, διαρκούσε μία περίπου ώρα, τα επόμενα λιγότερη ώρα. Στο διάστημα που γύριζε έτρωγαν, έπιναν γεμάτα ποτήρια κρασί και το ένα τραγούδι διαδεχόταν το άλλο.

Ερχόταν η σειρά του τιμώμενου προσώπου να χαιρετίσει το κουπάρι. Γινόταν ησυχία, σηκωνόταν όρθιος, γέμιζε κρασί το ποτήρι και άρχιζε την πρόποση: «0 αγαπητός μας... σας υποχρέωσε όλους και ήπιατε ένα κουπάρι στην υγειά μου. Σας ευχαριστώ για την τιμή που μου κάματε και για τα καλά σας λόγια. Ας είστε καλά. Πίνω και εγώ με τη σειρά μου το κουπάρι στην υγεία όλων σας και σας εύχομαι...». Έπινε όλο το κρασί και καθόταν κι ερχόταν η σειρά του δεύτερου κουπαριού.

Ο ίδιος τώρα, το τιμώμενο κάθε φορά πρόσωπο, ήταν υποχρεω­μένος να διατάξει και δεύτερο κουπάρι. Κι αυτό γινόταν με την ί­δια σειρά και τάξη όπως το πρώτο και έφτανε η σειρά του τρίτου, τέταρτου κ.λ.π. Στην περίπτωση που ήθελαν να τιμήσουν πολλά πρόσωπα, 2 - 3 και η ώρα φυσικά δεν επαρκούσε, έβαζαν στο πιάτο δύο και τρία ποτήρια και τα έπιναν το ένα μετά το άλλο, στην υγειά των προσώπων αυτών. Αποφεύγονταν, όμως τα πολλά ποτήρια, γιατί μεθούσε ο κόσμος, γινόταν φασαρία και διαλυόταν γρήγορα το τραπέζι. Όταν η ώρα περνούσε και έπρεπε να διαλυ­θεί το τραπέζι, εκείνος που είχε το κουπάρι δε διέταζε άλλο για, πρόσωπο, αλλά για τη διάλυση. Το κουπάρι της διάλυσης έπιναν όλοι μαζί, τσουγκρίζοντας τα ποτήρια και ύστερα λίγοι - λίγοι αποχωρούσαν.

Δεν έπιναν μόνο αυτά τα κουπάρια, αλλά έπιναν και κουπάρια «σταυρωτά». Αυτά τα έπιναν συνήθως σε διαφορετικό χρόνο από τα «κατά διαταγήν». Γέμιζαν τα ποτήρια τους, εύχονταν ο ένας στην υγειά του άλλου και αφού σταύρωναν τα δεξιά τους χέρια (φέροντας ο καθένας το δεξί του χέρι εσωτερικά στο δεξί χέρι του άλλου) έπιναν τα κουπάρια, τα οποία έπιναν και κατά τη διάρκεια του χορού. Όποιος ήθελε, πήγαινε και έπινε σταυρωτά με αυτόν που χόρευε μπροστά.

Το έθιμο των κουπαριών, μεταξύ άλλων, ήταν ένας τρόπος μετάδοσης από γενιά σε γενιά των δημοτικών μας τραγουδιών, τα οποία αναμφισβήτητα αποτελούν την κιβωτό των εθνικών μας παραδόσεων. Στην εποχή μας αυτό το έθιμο έχει σβήσει μαζί με άλλα έθιμα του τόπου μας γιατί η εξέλιξη της κοινωνίας άλλαξε τον τρόπο διασκέδασης στις εκδηλώσεις.

Σημ: Οι πληροφορίες είναι από το βιβλίο «Δημοτικά Τραγούδια της Ορεινής Τριφυλίας» του Λεωνίδα Γ. Θεοχάρη και το ιστολόγιο του χωριού Αυλώνα Τριφυλίας.

Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2010

Καθίζηση του δρόμου Παραδείσια - Τσακώνα στο Δερβένι

Από μια “κλωστή” κρέμεται η οδική πρόσβαση της Μεσσηνίας με τον υπόλοιπο κόσμο, μετά την πτώση του δρόμου στην Τσακώνα. Ο παλιός δρόμος στην ίδια περιοχή πριν το Δερβένι είναι κυριολεκτικά στον αέρα και θα είναι μεγάλη τύχη αν τις επόμενες ημέρες δεν φύγει, αποκόπτοντας οδικά τη Μεσσηνία.
Προβλήματα με καθιζήσεις και κατολισθήσεις υπάρχουν και στους εθνικούς δρόμους Καλαμάτας - Σπάρτης, στον Ταΰγετο και Καλαμάτας - Τρίπολης, στις στροφές της Μεγαλόπολης.
Το υπουργείο Υποδομών έχει δώσει εντολή για άμεση αποκατάσταση των ζημιών στο Δερβένι και στη Μεγαλόπολη.
Το σοβαρό πρόβλημα στον παλιό εθνικό δρόμο Τσακώνα - Παραδείσια ήταν γνωστό εδώ και χρόνια, αλλά στη λογική της προσωρινότητας αφέθηκε στην τύχη του, με αποτέλεσμα να υπάρχει πλέον κίνδυνος ο δρόμος να φύγει μαζί με το βουνό.
Στο συγκεκριμένο σημείο υπήρχε υψομετρική διαφορά, είχε δημιουργηθεί ένα σκαλοπάτι μέσα στο δρόμο, λόγω της ρωγμής, που αντιμετωπιζόταν κάθε φορά με στρώση ασφάλτου.
Τις τελευταίες μέρες, λόγω της βροχής, η κατάσταση χειροτέρεψε. Στο οδόστρωμα δημιουργήθηκε ρωγμή μεγαλύτερου πλάτους και σε μεγαλύτερο μήκος, ενώ ρωγμή προκλήθηκε και στον τοίχο αναχαίτισης από την πλευρά του βουνού.
Εκφράζονται φόβοι ότι ο δρόμος μπορεί να φύγει μαζί με το βουνό.
Τη σοβαρότητα της κατάστασης επεσήμανε στην “Ε” ο προϊστάμενος της ΔΕΚΕ Γιώργος Παπαηλιού, που σημείωσε:
«Άνοιξε ο δρόμος. Υπάρχει ρωγμή που την καλύψαμε με άσφαλτο. Βάλαμε σήμανση και τα αυτοκίνητα πρέπει να περνούν με το μαλακό. Δώσαμε εντολή στον εργολάβο του αυτοκινητόδρομου (στο νέο τμήμα Παραδείσια - Τσακώνα), και ήδη άρχισε να ξεφορτώνει το πρανές για να κρατήσουμε το βουνό, για να μη φύγει όλο μαζί με το δρόμο. Αν όμως συνεχίσουν οι βροχές, δεν ξέρουμε τι θα γίνει»

Πηγή: Ελευθερία

Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2010

Το σφάξιμο των χοιρινών

Το σφάξιμο των χοιρινών, είναι ένα έθιμο πολύ παλιό, μια γιορτή για το χωριό μας, που γινόταν με την αρχή του Τριωδίου, τις απόκριες.
Από την προηγούμενη ημέρα, είχαν γίνει οι ετοιμασίες και είχαν ειδοποιηθεί οι συγγενείς και οι γείτονες να μη λείψει κανένας την επόμενη ημέρα που θα έσφαζαν τα χοιρινά τους.
Πριν καλά φωτίσει το πρωί, είχαν έτοιμο ένα καζάνι με θερμό νερό, έξω στην αυλή του σπιτιού. Όταν όλα είχαν ετοιμαστεί, η νοικοκυρά την οποία εμπιστευόταν το χοιρινό λόγω της καθημερινής φροντίδας, έφερνε το χοιρινό έξω στην αυλή και οι πιο νέοι το έπιαναν από τα πόδια και το έριχναν κάτω. Αμέσως, ένας καθόταν πάνω στην κοιλιά του και με το μαχαίρι του έκοβε το λαιμό, αφού προηγουμένως το σταύρωνε με το μαχαίρι, λέγοντας «καλοφάγωτο και του χρόνου μεγαλύτερο και με υγεία». Συνήθιζαν να βάζουν στο στόμα του χοιρινού ένα λεμόνι, για να υπάρχει μεγαλύτερη νοστιμιά στο κρέας του.
Μετά την σφαγή έβγαζαν τον καρούτζο (καρωτίδα) και το έδιναν στην νοικοκυρά να το ψήσει, στα κάρβουνα. Όταν ψηνόταν, το έκοβε στο πιάτο και έδινε μεζέ στους ανθρώπους που μαδούσαν το γουρούνι. Στη συνέχεια γιόμιζαν τα ποτήρια κρασί από τη μποτίλια και έπιναν χαιρετίζοντας.
Το σφαγμένο γουρούνι το ξάπλωναν πάνω σ΄ένα πρόχειρο χαμηλό τραπέζι που είχαν φτιάξει με σανίδες και άρχιζαν το μάδημα. Ένας έριχνε πάνω στο γουρούνι θερμό νερό, με ένα μικρό δοχείο και αμέσως το σκέπαζαν με ένα σακί για να μην κρυώσει από τον αέρα. Ύστερα με κοφτερά μαχαίρια άρχιζαν να ξυρίζουν τις τρίχες σύρριζα. Όταν τελείωνε η εργασία αυτή, έπλεναν καλά το χοιρινό και ο πιο ειδικός, το άνοιγε και του έβγαζε όλα τα εντόσθια.
Στο τέλος της διαδικασίας η νοικοκυρά τηγάνιζε το συκώτι του γουρουνιού με κρασί, για να γίνει πιο νόστιμο και όλοι όσοι συμμετείχαν έτρωγαν μπομπότα (ψωμί από καλαμπόκι) κι έπιναν κρασί λέγοντας ευχές.
Σειρά μετά είχε το επόμενο γουρούνι σε άλλο σπίτι, όπου γινόταν η ίδια διαδικασία.
Τα μικρά παιδιά που παρευρίσκονταν στη σφαγή, περίμεναν με ανυπομονησία να πάρουν από το νοικοκύρη τη φούσκα του γουρουνιού για να την κάνουν μπάλα να παίξουν. Μέσα της έριχναν μερικά σπυριά καλαμποκιού, ώστε με το κούνημα να κάνει κάποιο θόρυβο. Επίσης σε όλα τα παιδιά, έβαζαν στο κούτελο τους ένα σταυρό από το αίμα του σφαγμένου γουρουνιού, για να δείξουν πως στο σπίτι τους έσφαξαν γουρούνι και «για να μην τους τρώνε τα κουνούπια το καλοκαίρι».
Το σφαγμένο γουρούνι το κρεμούσαν στον πάτερο του σπιτιού κι έβγαζαν την πυτιά, την έβαζαν σ΄ένα πιάτο και την έκοβαν κομμάτια, της έριχναν ξύδι, σκόρδο, αλάτι και κατόπιν την έβαζαν στον ήλιο, ώσπου να ξεραθεί. Όταν έπαιρναν τη γουρουνοπυτιά την έβαζαν στη σακούλα. Μετά θα την κρέμαγαν στην καπνιά του παραγωγού, για να έριχναν απ΄αυτή όταν έπηζαν το τυρί. Μετά ο νοικοκύρης ξεπέτσιαζε το κρεμασμένο σφαγμένο χοιρινό, να το αλατίσει για να το βράσουν την τσικνοπέμπτη και να φτιάξουν το ωραίο χωριάτικο παστό και λουκάνικα.
Την άλλη μέρα, όλοι θα έτρωγαν τη νόστιμη και καλοψημένη στο φούρνο οματιά. Η οματιά είναι το παχύ έντερο του γουρουνιού, γεμισμένο με κομμένο σιτάρι (μπουλουγούρι) και διάφορα μυρουδικά τις λεγόμενες λέχουρδες. Τις επόμενες μέρες γέμιζαν τα λουκάνικα, ψιλά έντερα, με μικρά – μικρά κομμάτια κρέας, μαζί με ψιλοκομμένες πορτοκαλόφλουδες και διάφορα μπαχαρικά. Το υπόλοιπο κρέας το αλάτιζαν και κομμάτια – κομμάτια το έβαζαν σε μεγάλα κοφίνια να σιτέψει.
Τη δεύτερη εβδομάδα και ιδίως την τσικνοπέμπτη έφτιαχναν το παστό, ξύγκι το λέμε στα χωριά μας, έβραζαν το κρέας σε φρεσκογανωμένα λεβέτια. Την πρωτοβουλία την είχαν οι γέροντες, που με την πείρα τους ήξεραν να κανονίζουν τη φωτιά, για να βράσει και να τσιγαρισθεί καλά το κρέας. Τους μεζέδες τους ανακάτευαν με ένα μεγάλο ξύλο για να θερμανθούν και να λιώσουν, αλλά και να ψηθούν όλα κανονικά.
Σαν μισόβραζε έβγαζαν μεζέδες και δοκίμαζαν, όσοι ήταν μαζεμένοι στην διαδικασία του παστού, έπιναν κρασί κι εύχονταν στον νοικοκύρη καλοφάγωτο και του χρόνου.
Όταν τελείωνε το λιώσιμο, κατέβαζαν το καζάνι από τη φωτιά και τοποθετούσαν τους μεζέδες μέσα στα κιούπια. Με το παστό η οικογένεια είχε εξασφαλισμένο το κρέας της και σε κάθε έκτακτη περίπτωση περιποιούνταν τους μουσαφίρηδες που θα έρχονταν στο σπίτι.
Στις μέρες μας ελάχιστοι είναι αυτοί που διατηρούν αυτό το έθιμο, παραμένοντας όσο πιο πιστοί γίνεται στις παραδόσεις.

Σημ: Οι πληροφορίες είναι από την εφημερίδα "ΤΑ ΝΕΑ ΤΩΝ ΣΟΥΛΙΜΑΙΩΝ", του Λεωνίδα Γ. Θεοχάρη.

Η αποκριάτικη γιορτή του Δήμου Δωρίου στις 14/2/2010

ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ & ΑΘΛΗΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
ΔΗΜΟΥ ΔΩΡΙΟΥ
ΚΥΡΙΑΚΗ 14 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ
Από τις 11 π.μ. η γιορτή ξεκινά!!!
Τον κόσμο υποδέχονται 1 κλόουν για προσωποζωγραφική, 2 ξυλοπόδαροι με μπαλονοκατασκευές, ο Μίκυ Μάους και η Μίνι Μάους, για τραγούδι, χορό, μαγικά παιχνίδια, καραόκε. Τέσσερις μαγικοί καθρέφτες που παραμορφώνουν προκαλούν τρελά γέλια.
Επίσης ΠΑΙΔΟΤΟΠΟΣ με τέσσερα γιγάντια φουσκωτά για να παίξουν τα παιδιά (φουσκωτό κάστρο, πύργος αναρρίχησης, τσουλήθρα, τραμπολίνο).
ΕΝΑΡΞΗ ΠΑΡΕΛΑΣΗΣ: ώρα 4.30 μ.μ.
Άφιξη βασιλιά Καρνάβαλου
Παρέλαση μασκαράδων και αρμάτων
Κάψιμο Καρνάβαλου και ρίψη βεγγαλικών
Βράβευση γκρουπ
Θα βραβευθούν 3 γκρουπ ως εξής:
ΒΡΑΒΕΙΟ ΣΤΟ ΠΙΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ ΘΕΜΑ = 200 €
ΒΡΑΒΕΙΟ ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΑΠΟΚΡΙΑΤΙΚΗ ΣΤΟΛΗ = 200 €
ΒΡΑΒΕΙΟ ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ = 200 €
Γκρουπ καρναβαλιστών, άρματα και 40 επαγγελματίες ψυχαγωγοί, θα σας οδηγήσουν σε μια τρελή- τρελή Αποκριά.
ΔΗΛΩΣΤΕ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΗΜΕΡΑ!!! Τηλ.: 27653 60124
Διοργάνωση: Πολιτιστικό & Αθλητικό Κέντρο Κοινωνικής Ανάπτυξης Δήμου Δωρίου σε συνεργασία: με συλλόγους, σχολεία, πολίτες.

Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2010

Αποκριάτικα έθιμα

Του Λεωνίδα Γ. Θεοχάρη

Οι ψυχούδες:
Ένα παλιό τοπικό θρησκευτικό έθιμο, το οποίο τηρούσαν οι πρόγονοί μας και οι γονείς μας μέχρι πριν λίγα χρόνια, ήταν οι Ψυχούδες.

Σύμφωνα με το έθιμο αυτό την περίοδο των Απόκρεω και συγκεκριμένα την Παρασκευή πριν την Καθαρή Δευτέρα το «Ψυχοπαράσκευο», όπως ονομάζεται, έλεγαν διάφορες ευχές «για τις ψυχές των πεθαμένων τους». Οι ευχές αυτές ονομάζονταν Ψυχούδες. Αυτές αποτελούσαν την εισαγωγή στις μεγαλύτερες επιμνημόσυνες εκδηλώσεις της επόμενης ημέρας του Ψυχοσάββατου, που ήταν ημέρα των νεκρών.
Tα χαράματα της παρασκευής οι νοικοκυρές ήσαν έτοιμες να υποδεχτούν τα παιδιά. Το λιβάνι μοσχομύριζε μέσα κι έξω από το σπιτικό.
Όταν έμπαιναν τα παιδιά στα σπίτια οι νοικοκυραίοι τα υποδέχονταν με πολύ αγάπη και διάχυτη εγκαρδιότητα.
Στη συνέχεια, αφού τους έδιναν κι άναβαν από ένα κερί, ο αρχηγός έδινε το σύνθημα στην ομάδα του στη χορωδία του κι εκείνη έλεγε τρεις φορές δυνατά τους παρακάτω στίχους:

«Τους ξέρουμε, δεν τους ξέρουμε, Θεός σχωρέστους, τους πέρσινους, τους φέτινους τους αλησμονημένους, Θεός σχωρέστους. Πάππων προσπάππων μέχρι των εσχάτων, Θεός σχωρέστους».

Αποκριάτικο δείπνο:
Το Σάββατο το βράδυ, παραμονή της τελευταίας Κυριακής της αποκριάς, για δείπνο ήταν η στραγγιχτή χειροποίητη μακαρονάδα και από ένα ψητό αυγό στη χόβολη, για όλα τα μέλη της οικογένειας. Το αυγό είχε τη σημασία να ψηθεί στη χόβολη. Θα «προάγγελε» τη μελλοντική πορεία της υγείας εκείνου του μέλους της οικογένειας, για το οποίο είχε μελετηθεί να το φάει.Όταν ίδρωνε κατά το ψήσιμο κάποιο αυγό, ο τρώγων αυτό που ήταν μελετημένο στο όνομά του θα είχε να αντιμετωπίσει κατά την πορεία του χρόνου κάποια αρρώστια.

Καλός οιωνός:
Όταν το βράδυ εκείνο μετά το φαγητό σήκωναν το τραπέζι τα παιδιά κοίταγαν, μήπως και δούνε κάποιο μυρμήγκι. Το μυρμήγκι σύμφωνα με το έθιμο θεωρείτο καλός οιωνός. Σήμαινε ότι η σοδειά θα πήγαινε καλά.

Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2010

Στην κυκλοφορία το Μάρτιο το τμήμα Αθήναιο - Λεύκτρο με τις σήραγγες Ραψομάτη

«Μέσα στο Μάρτιο, εκτός απροόπτου, θα παραδοθεί το τμήμα Αθήναιο - Λεύκτρο με τις σήραγγες στο Ραψομμάτη, με το οποίο θα αποφεύγονται οι στροφές της Μεγαλόπολης.
Η Ολυμπία Οδός θα φθάνει στην Τσακώνα. Με την ενίσχυση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων θα ξεπεραστούν οι καθυστερήσεις στο τμήμα Παραδείσια - Τσακώνα».
Αυτά σημείωσε ο υπουργός Υποδομών Δημήτρης Ρέππας, σε δηλώσεις του για τους αυτοκινητόδρομους Κόρινθος - Τρίπολη - Καλαμάτα και Πάτρα - Πύργος - Τσακώνα(Ολυμπία Οδός), ανήμερα της Υπαπαντής στην Καλαμάτα, όπου παρέστη στις εκδηλώσεις ως εκπρόσωπος της κυβέρνησης. Συγκεκριμένα, ο κ. Ρέππας είπε:
Για τον αυτοκινητόδρομο: «Η Καλαμάτα συνδέεται με δύο μεγάλα έργα που είναι σε εξέλιξη. Το τμήμα Τρίπολη - Καλαμάτα του αυτοκινητοδρόμου από την Κόρινθο (του πρώτου μεγάλου έργου) σε πολλά σημεία του έχει προοδεύσει σημαντικά, είναι εντός των χρονοδιαγραμμάτων. Πιστεύω ότι κάποια τμήματα θα δοθούν μέσα στο Μάρτιο και πάντως πριν το καλοκαίρι. Ο δρόμος θα ολοκληρωθεί εντός των χρονοδιαγραμμάτων. Έχουμε υιοθετήσει αυτόν τον αυτοκινητόδρομο και θέλουμε μέσα στους στόχους που έχουν τεθεί εξαρχής, όταν υπογράφηκε η σύμβαση, να φανούμε απολύτως συνεπείς».
Για την Ολυμπία Οδό: «Αντιμετωπίζουμε τα περιβαλλοντικά προβλήματα στην περιοχή του Καϊάφα. Αυτό δε θα μας εμποδίσει να ενισχύσουμε την προσπάθεια που κάνει ο παραχωρησιούχος, ώστε και το έργο αυτό εντός των προβλεπόμενων χρονοδιαγραμμάτων να εξελιχθεί και να ολοκληρωθεί με τις απαραίτητες προσαρμογές και παρεμβάσεις. Θα γίνουν όλα με τέτοιον τρόπο, ώστε η Καλαμάτα να συνδέεται μέσω Τρίπολης και μέσω Πάτρας - Πύργου με το εθνικό κέντρο και αυτό θα είναι πολλαπλά ωφέλιμο για την Καλαμάτα και τη Μεσσηνία».
Για το Παραδείσια - Τσακώνα: «Έχει δοθεί ένα σημαντικό ποσοστό της προβλεπόμενης αρχικά χρηματοδότησης. Ασφαλώς αντιμετωπίζουμε γενικότερα προβλήματα σ’ όλη την Ελλάδα όσον αφορά τη χρηματοδοτική στήριξη των δημοσίων έργων. Σ’ αυτή την περίπτωση τις επόμενες ημέρες είναι βέβαιο ότι με την ενίσχυση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων θα τα ξεπεράσουμε. Και το συγκεκριμένο με πολύ ικανοποιητικό τρόπο, ώστε να μην οδηγηθούμε και στην παραμικρή καθυστέρηση. Πιστεύω ότι όλα θα εξελιχθούν πολύ καλά».

Πηγή: Ελευθερία

Μείωση στα διόδια Κορίνθου - Τρίπολης από τις 3 Μαρτίου

Μειώνονται κατά 4% έως 7% τα διόδια στον εθνικό δρόμο Κορίνθου - Τρίπολης, από τις 3 Μαρτίου.
Με τη νέα ρύθμιση οι οδηγοί θα πληρώνουν στους σταθμούς Νεστάνης και Σπαθοβουνίου και στις δύο κατευθύνσεις.
Ειδικότερα, σύμφωνα με ενημέρωση από το “Μορέας”:
Τα Ι.Χ. και όλα τα οχήματα έως 2,20 μέτρα ύψος θα πληρώνουν 2,70 ευρώ, 1,40 στο Σπαθοβούνι και 1,30 στη Νεστάνη, από 2,90 ευρώ που είναι σήμερα. Τα δίκυκλα και τα τρίκυκλα θα πληρώνουν 1,90 ευρώ, 1 στο Σπαθοβούνι και 90 λεπτά στη Νεστάνη, από 2 ευρώ που είναι σήμερα. Τα οχήματα με 2 και 3 άξονες και ύψος μεγαλύτερο από 2,20 μέτρα θα πληρώνουν 6,80 ευρώ, 3,50 στο Σπαθοβούνι και 3,30 στη Νεστάνη, από 7,20 ευρώ που είναι σήμερα. Τα οχήματα με 4 ή περισσότερους άξονες και ύψος μεγαλύτερο από 2,20 μέτρα θα πληρώνουν 9,70 ευρώ, 5 στο Σπαθοβούνι και 4,70 στη Νεστάνη, από 10,10 ευρώ που είναι σήμερα.
Ο “Μορέας” υπενθυμίζει ότι στο δρόμο Κορίνθου - Τρίπολης γίνεται δεκτός ο πομποδέκτης e-PASS της Αττικής οδού, ο οποίος προσφέρει ευκολία και εξοικονόμηση χρόνου, ενώ μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για διελεύσεις στην Αττική οδό.

Πηγή: Ελευθερία