Στους αρραβώνες, στους γάμους, στα βαφτίσια, στις γιορτές και γενικά στις εκδηλώσεις χαράς οι χωριανοί μας είχαν το έθιμο και «όριζαν, διέταζαν» κουπάρια. Το έθιμο αυτό συνέβαλε στη δημιουργία και τη διατήρηση για ατέλειωτες ώρες του κεφιού και του γλεντιού. Έδινε την ευκαιρία, αλλά και ταυτόχρονα δημιουργούσε την υποχρέωση συμμετοχής όλων των μελών της παρέας στο γλέντι.
Στις χαρούμενες αυτές εκδηλώσεις, σε κατάλληλη στιγμή κι όταν το φαγοπότι είχε αρχίσει για τα καλά, κάποιος από τη συντροφιά, ανάλογα την περίσταση «όριζε» τα κουπάρια. Στους αρραβώνες, στο γάμο και στα βαφτίσια τα κουπάρια, συνήθως τα όριζε ο προξενητής, ο κουμπάρος και ο νονός αντίστοιχα και στα πανηγύρια ή γενικά στα τραπέζια ένα σεβαστό ηλικιωμένο πρόσωπο.
Το κουπάρι είχε τη δική του σειρά και τάξη, τους δικούς του κανόνες και τα λόγια ήταν γεμάτα εγκαρδιότητα και ζεστασιά. Κάποιος έπρεπε «να διατάξει» το κουπάρι για να το πιουν όλοι με ορισμένη σειρά εις υγείαν ενός άλλου. Αυτός, στην υγεία του οποίου έπιναν το κουπάρι, ήταν το τιμώμενο πρόσωπο, τιμώμενα δε πρόσωπα ήταν άλλα κάθε φορά.
Εκείνος που θα διέταζε το κουπάρι, ζητούσε ένα πιάτο, γέμιζε ξέχειλο ένα ποτήρι κρασί και το έβαζε στο πιάτο, χτυπούσε με ένα πιρούνι το πιάτο για να γίνει ησυχία. Σηκωνόταν όρθιος κρατώντας με το αριστερό χέρι το πιάτο και με το δεξί το ποτήρι και άρχιζε την πρόποση ως εξής: «Ορισμός» ενώ οι άλλοι κρατούσαν ησυχία. «Του Θεού» απαντούσαν όλοι. «Αγαπητοί συγγενείς και φίλοι. Αυτό το κουπαράκι θα σας παρακαλέσω να το πιούμε όλοι εις υγείαν (έλεγε ποίου) και να του ευχηθούμε (οι ευχές ήταν ανάλογες με την περίπτωση). Σας ευχαριστούμε που ήρθατε στο σπίτι μας να μας τιμήσετε (έλεγε για ποιο γεγονός). Εύχομαι σε όλους σας ότι ποθείτε, να είσαστε καλά και στα δικά σας σπίτια να κάμουμε τέτοια τραπέζια...».
Αυτό ίσχυε για όλους που θα έπιναν το κουπάρι. Το πιάτο με το κουπάρι πήγαινε μετά στο δεύτερο. Αλλά στο μεταξύ εκείνος που το είχε διατάξει, είχε αρχίσει το πρώτο «τραπεζίτικο» τραγούδι.Το έλεγε μόνος του ή τον συντρόφευε και η παρέα του. Συνήθως οι μετέχοντες στο γλέντι χωριζόντουσαν σε δύο μέρη, σε δύο παρέες . Κάθε στροφή του τραγουδιού την έλεγε πρώτα η μια παρέα και μετά την επαναλάμβανε η άλλη.
Όταν τελείωνε το τραγούδι, σηκωνόταν ο δεύτερος, γέμιζε το ποτήρι κρασί, τον ευχαριστούσε για την τιμή που του 'κανε να τον βρει πρώτον και όρθιος πάντοτε και κρατώντας το πιάτο με το κουπάρι άρχιζε την πρόποση λέγοντας :
Κατ' αυτό τον τρόπο γύριζε το κουπάρι από τον ένα στον άλλο και έφθανε στο τιμώμενο πρόσωπο, που το έπινε τελευταίος. Το πρώτο κουπάρι στα μεγάλα τραπέζια, γάμους, βαφτίσια κλπ, διαρκούσε μία περίπου ώρα, τα επόμενα λιγότερη ώρα. Στο διάστημα που γύριζε έτρωγαν, έπιναν γεμάτα ποτήρια κρασί και το ένα τραγούδι διαδεχόταν το άλλο.
Ερχόταν η σειρά του τιμώμενου προσώπου να χαιρετίσει το κουπάρι. Γινόταν ησυχία, σηκωνόταν όρθιος, γέμιζε κρασί το ποτήρι και άρχιζε την πρόποση:
Ο ίδιος τώρα, το τιμώμενο κάθε φορά πρόσωπο, ήταν υποχρεωμένος να διατάξει και δεύτερο κουπάρι. Κι αυτό γινόταν με την ίδια σειρά και τάξη όπως το πρώτο και έφτανε η σειρά του τρίτου, τέταρτου κ.λ.π. Στην περίπτωση που ήθελαν να τιμήσουν πολλά πρόσωπα, 2 - 3 και η ώρα φυσικά δεν επαρκούσε, έβαζαν στο πιάτο δύο και τρία ποτήρια και τα έπιναν το ένα μετά το άλλο, στην υγειά των προσώπων αυτών. Αποφεύγονταν, όμως τα πολλά ποτήρια, γιατί μεθούσε ο κόσμος, γινόταν φασαρία και διαλυόταν γρήγορα το τραπέζι. Όταν η ώρα περνούσε και έπρεπε να διαλυθεί το τραπέζι, εκείνος που είχε το κουπάρι δε διέταζε άλλο για, πρόσωπο, αλλά για τη διάλυση. Το κουπάρι της διάλυσης έπιναν όλοι μαζί, τσουγκρίζοντας τα ποτήρια και ύστερα λίγοι - λίγοι αποχωρούσαν.
Δεν έπιναν μόνο αυτά τα κουπάρια, αλλά έπιναν και κουπάρια «σταυρωτά». Αυτά τα έπιναν συνήθως σε διαφορετικό χρόνο από τα «κατά διαταγήν». Γέμιζαν τα ποτήρια τους, εύχονταν ο ένας στην υγειά του άλλου και αφού σταύρωναν τα δεξιά τους χέρια (φέροντας ο καθένας το δεξί του χέρι εσωτερικά στο δεξί χέρι του άλλου) έπιναν τα κουπάρια, τα οποία έπιναν και κατά τη διάρκεια του χορού. Όποιος ήθελε, πήγαινε και έπινε σταυρωτά με αυτόν που χόρευε μπροστά.
Το έθιμο των κουπαριών, μεταξύ άλλων, ήταν ένας τρόπος μετάδοσης από γενιά σε γενιά των δημοτικών μας τραγουδιών, τα οποία αναμφισβήτητα αποτελούν την κιβωτό των εθνικών μας παραδόσεων.
Σημ: Οι πληροφορίες είναι από το βιβλίο «Δημοτικά Τραγούδια της Ορεινής Τριφυλίας» του Λεωνίδα Γ. Θεοχάρη και το ιστολόγιο του χωριού Αυλώνα Τριφυλίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου