Δευτέρα 3 Ιουνίου 2024

Δημήτριος Παν. Τόρβας: Ευτράπελα και σοβαρά του χωριού

ΕΥΤΡΑΠΕΛΑ ΚΑΙ ΣΟΒΑΡΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

Όλα του κόσμου τα χωριά, καλά κι αγαπημένα,
μα "το δικό μου" το χωριό δεν μοιάζει με κανένα.
Έτσι το βλέπει πάντοτε, ο Έλληνας χωριάτης:
τ' αγκάθια του, παράδεισος κ' οι πέτρες του, "Αχάτης!"

Όμως, ετούτα τα χωριά, που λεν Σουλιμοχώρια,
σαν κάπως είν' αλλιώτικα, σαν κάπως στέκουν χώρια.
Αν ανεβείς στο Σουλιμά, όλα μπροστά σου βγαίνουν,
γερμένα στις βουνοπλαγιές εφτά αιώνες μένουν.

Εύρισκαν τρόπους να γλεντούν, τρόπους να διασκεδάζουν,
πειράγματα και ζαβολιές, πάντα να σχεδιάζουν
στο μαγαζί, στην εκκλησιά, στο δρόμο, στο χωράφι,
σε γάμους και σε βάφτιση. Κατάλληλο σινάφι

από γνωστούς "κογιόνηδες" φτιαχνόταν τάκα- τάκα
και με ταχύ συντονισμό αρχίζανε την πλάκα.
Μονάχα με συμπάθεια, χωρίς καμιά κακία
σατιρικά σχολίαζαν, πάντα με μαεστρία,

πρόσωπα "κάπως ειδικά" και πράξεις...τραβηγμένες,
συνταίριαζαν αστεϊσμούς με φράσεις προσεγμένες.
Στους γάμους επρυτάνευαν της νύφης τα... σημάδια
ύμνοι της παρθενίας της ή πίκρες και...ρημάδια

άμα τυχόν η καψερή, την παρθενιά είχε χάσει,
προτού προλάβει ο γαμπρός πρώτος να την...«χαλάσει!!»
Και αν αργούσε ο γαμπρός, την "πύλη" να διαρρήξει,
η μάνα του, που από καιρό ήδη τον είχε πρήξει,

περπάταγε αμήχανα τριγύρω μ' αγωνία,
ως που σεντόνια πορφυρά δείξουν την παρθενία!
Τούλεγε: "ακόμα ρε παιδί, τι κάνεις τόση ώρα,
αν δεν μπορείς χαθήκαμε, θα βγουν πολλά στη φόρα...

Στους μακαρίτες πούφευγαν, μαζί με μοιρολόγια
θυμόντουσαν ευτράπελα κι όσα ωραία λόγια
ο μακαρίτης είχε 'πει και μ' όσα είχε κάνει
καλά, και χιουμοριστικά τούπλεκαν το στεφάνι

και τούδιναν παραγγελιές να πάει στους πεθαμένους
στους περσυνούς, στους φετεινούς, στους...αλησμονισμένους!!!
"Θανάση μου εκεί που πας, να βρεις και το Σωτήρη
να θυμηθείτε τα παλιά, να πιείτε ένα ποτήρι,

απ' το κρασί που πίνατε μαζί με το Μανώλη,
κεράστε, δίπλα, το Χριστό, να φύγουν οι διαβόλοι!!!"
Κάποτε, μια γερόντισσα, λέγεται, πως κηδεύαν
κ' ήταν χιονιάς και κατοχή κι ο δρόμος που οδεύαν,

ήταν πετρώδης και στενός και μέσα σε πουρνάρια...
ΚΑΙ την γριά κουβάλαγαν τέσσερα παλικάρια.
Κάποιος από τους μπροστινούς, γλιστράει και δεν "φρενάρει"
κι η άτυχη γερόντισσα χώθηκε στο πουρνάρι!!

Τα δώρα που κουβάλαγε, σύκα και πορτοκάλια,
σκορπίστηκαν και τη γριά την ανασύραν χάλια,
γεμάτη γρατσουνίσματα. Και μερικά παιδάκια
βρήκαν την ευκαιρία τους, μαζέψαν τα δωράκια.

Ήταν μετά τον πόλεμο, Πάσχα. Στην ενορία,
ο Παπαπάνος άρρωστος κι αργούσε η εκκλησία.
Ερχόταν απ' το Σουλιμά, μετά την λειτουργία,
να λειτουργήσει ο παπάς, να κάνει κοινωνία.

Πέρασαν τα μεσάνυχτα, η εκκλησία "ντίγκα",
αηδόνι στ' αναλόγιο είχαμε τον Τασ-Τσίγκα.
Κι όταν στο τέλος οι πιστοί πήγαν να μεταλάβουν
τότε ο παπάς εξήγησε κ' είπε, να καταλάβουν,

ότι στο δισκοπότηρο το νάμα είχε τελειώσει...
Τον Ντρικοντίνο φώναξε, λίγο κρασί να δώσει.
Ήταν γιορτή του Αγιωργιού, σ' ένα μικρό χαντάκι,
είχε γλιστρίσει ο Ντρουτσαλής κι ήταν μεσ’ στο...νεράκι.

Τότε δυο φίλοι πέρασαν κι αντί να τον βοηθήσουν
σκύψανε μες στη λασπουργιά να τονε χαιρετήσουν:
Γιώργη μου, χρόνια σου πολλά, κι' όταν θα ξεμεθύσεις,
στου Δημο - Ντρίκου θα μας βρεις. Κοίτα να μην αργήσεις...

Στην κατοχή, που λαϊκά στηθήκαν δικαστήρια,
άσχετους 'βάλαν δικαστές και.... για τα πανηγύρια...
Τον Μπάρμπα Στάθη ομόφωνα εισαγγελέα βάνουν,
μα κείνος τους επρότεινε, γιατρό να τονε κάνουν.

Άπειρα τα ευτράπελα, χιλιάδες οι ατάκες,
όπως τα διηγήθηκε κάποτε ο Σωτήρ Τάκες,
πού 'ταν κι εκείνος δικαστής, στου Κόρου τα αλώνια,
εκεί που συνεδρίαζαν με τρύπια παντελόνια

κι εδίκαζαν αγροζημιές σ' αμπέλια και σταφίδες,
τις αποφάσεις έγραφαν σε...παλιο-εφημερίδες...
Για αστυνόμο όρισαν τον Μπουζουνή το Μήτρο
σ' ένα κατηγορούμενο που χάλασε το φύτρο

μες στο χωράφι πού 'σπειρε πρόσφατα ο Λιάκο Ψύρρος
και μπήκαν τα γουρνόπουλα κι ένας μεγάλος χοίρος.
Για "προς νερού της" βιαστικά κατέβαινε τη σκάλα
πρωί πρωί και τα 'βλεπε στον κήπο η Παρδάλα,

αφύλαχτα να ψάχνουνε να βρουν λίγο χορτάρι
κι έσκαβαν και χαλάγανε το νιόφυτρο κριθάρι.
Κάποιου, γαλιά που μπήκανε τον Αύγουστο σ' αμπέλι
κι έφαγαν τα σταφύλια του, ώριμο κοκκινέλι,

το δικαστήριο δίκασε: "τρεις ντενεκέδες λάδι",
μα ο κατηγορούμενος, τους είπε: " ήταν βράδυ
και τα γαλιά δεν έβλεπαν, πώς τρώγαν το σταφύλι;
ξεκουμπιστείτε, φύγετε, μη γίνεστε ρεζίλι..."

Μετά από τον πόλεμο, οι φίλοι Αμερικάνοι,
τότε που ο εμφύλιος τη χώρα είχε ξεκάνει,
στείλαν ρούχα και τρόφιμα, δώρα στους πειναλέους,
σ' αυτούς που χαρακτήρισαν ήρωες και γενναίους

σ' Ελ Αλαμέιλ, Οχυρά, στ' Αλβανικό τους θάμα
όταν η Ευρώπη ολόκληρη πνιγότανε στο κλάμα!

Μέσω της ΟΥΝΔΡΑ στέλνανε, όλα τους τ' αποφόρια
μέχρι μοντέρνα νυχτικά και νάυλον μισοφόρια.

Θυμάμαι, κάποιου τούλαχε, ένα λαμπρό κουστούμι:
μία μπιτζάμα παρδαλή, του ταίριαζε...λουκούμι!
Τη φόρεσε την Κυριακή, καμάρωνε με χάρη,
πέρασε από την εκκλησιά και πήγε... στο παζάρι!

Γιατί, μπιτζάμες στα χωριά δεν...χρησιμοποιούσαν
μον’ νυχτικά ολόσωμα στον ύπνο αν... φορούσαν...
Έστελναν και φαγώσιμα, κονσέρβες και τυράκια..
Όμως μια θεια μου νόμισε πως ήταν ποντικάκια

τα καλαμάρια πούβγαλε, κι ως τάβαλε στα πιάτα,
με αηδία περισσή τα πρόσφερε στη γάτα.
Βλέπετε, τα θαλασσινά, δεν τα πολυ-γνωρίζαν
μόνον οι γάτες ξέρανε... πόσο πολύ αξίζαν!

Μ' αυτά τα λίγα, σοβαρά κι ευτράπελα θα κλείσω
πιστεύοντας ότι πολλά και σ' άλλους θα θυμίσω...
Εικόνες μας παρθενικές στα βήματα τα πρώτα
να μείνουν δείγματα καιρών, μνήμες σε γεγονότα.

Αθήνα, Φεβρουάριος 2021
Δημήτριος Παν. Τόρβας
Αντιστράτηγος ε.α/ Επίτιμος Διοικητής ΙΧης Μεραρχίας Πεζικού.
Msci in OR from Cranfield Univ.( England) - Electronic Engineer

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου