Από τα παλιά χρόνια, από τότε που εγκαταστάθηκαν οι πρόγονοί μας στην περιοχή του Σουλιμά, οι κύριες ασχολίες των κατοίκων του χωριού ήταν του γεωργού και του κτηνοτρόφου. Αυτά κυρίως απορροφούσαν όλες τις δραστηριότητές τους και από τις απασχολήσεις τους με αυτά ανέμεναν ν’ αντιμετωπίσουν τη ζωή τους, τη δύσκολη διαβίωσή τους στα ορεινά και άγονα εδάφη του χωριού τους.
Η κάθε οικογένεια είχε χωράφια, που είναι η βασική πηγή των γεωργικών προϊόντων. Τα χωράφια τους εκτείνονται σε διάφορες περιοχές και θέσεις του χωριού και μπορούν να διακριθούν σε γόνιμες, ημιγόνιμες και άγονες περιοχές, λόγω του πετρώδους εδάφους.
Άνδρες και γυναίκες ασχολούνταν στην καλλιέργεια των αγρών τους και με τα εισοδήματα αυτών των εργασιών τους κάλυπταν τις δαπάνες συντηρήσεων αυτών και των οικογενειών τους.
Τα κύρια γεωργικά προϊόντα ήταν: σιτάρι, βρώμη, κριθάρι, βίκος, κουκιά, φακή κλπ.
Οι γεωργοί μετά το θέρισμα των σιτηρών για να βγάλουν τον καρπό τα αλώνιζαν κατά τον μήνα Ιούλιο, γι’ αυτό και ο μήνας αυτός ονομάζεται αλωνάρης. Τα αλώνιζαν στα «πετράλωνα» αλώνια γιατί ήσαν στρωμένα με επίπεδες πλάκες κατασκευασμένα από Λαγκαδινούς και ντόπιους μαστόρους. Αυτό βοηθούσε να συγκεντρώνεται καλύτερα ο καρπός και να τρίβονται καλά τα στάχυα.
Τα αλώνια κατά κανόνα ήταν στρογγυλά κι έπρεπε να είναι φτιαγμένα σε ξάγναντο μέρος, που να το πιάνει ο αέρας, ώστε να διευκολύνεται το λίχνισμα. Ήταν όλα ιδιωτικά. Όσοι δεν είχαν δικό τους αλώνι, ζητούσαν την άδεια ν’ αλωνίσουν σε κάποιο φιλικό ή συγγενικό πρόσωπο.
Στο μέσον του κύκλου του αλωνιού ήταν καρφωμένος ένας στύλος από σκληρό ξύλο, κυρίως πουρνάρι και λεγόταν στυγερό. Στο στυγερό είχαν φτιαγμένο ένα στεφάνι από σχοινί και από το κολωνάκι αυτό είχαν δέσει ένα στερεό σχοινί με κόμπους στην άκρη. Ο κόμπος αυτός στερεωνόταν σε μικρή θηλιά, που υπήρχε στις δύο άκρες της λαιμαργιάς, που βρισκόταν στην άκρη των αλόγων των εσωτερικών και εξωτερικών. Στην κουλούρα από τη μία άκρη και στο επάνω μέρος του στυγερού από την άλλη είχαν δεμένο ένα σχοινί τριών (3) μέτρων ανάλογα με το αλώνι. Το φτιάξιμο της λαιμαργιάς απαιτούσε τέχνη, για να μην συγκρούονται τα άλογα και να γυρίζουν με άνεση στο αλώνι. Ένας ήταν κοντά στο στυγερό για να φροντίζει τα άλογα. Στεκόταν κοντά στο στυγερό και φώναζε με το καμτσίκι χτυπώντας στον αέρα «άπλααα - άπλααα». Τα άλογα γνώριζαν τα συνθήματα και εκτελούσαν αμέσως τις εντολές. Το σχοινί μαζευόταν στον στυγερό και την κουλούρα με τις περιστροφές των αλόγων και τα άλογα μαζί στο στυγερό. Τότε έβγαζε τη θηλιά της τριχιάς με τον κόμπο, που πέρναγε στη λαιμαριά και γινόταν μεταβολή και το εξωτερικό άλογο έπαιρνε εσωτερική θέση και αντιστρόφως. Τα νέα και δυνατά άλογα τα έβαζαν στις άκρες, γιατί οι κύκλοι ήσαν μεγαλύτεροι και έπρεπε ν’ αντέχουν σε σύγκριση με τ’ αδύνατα που ήσαν στη μέση.
Για τα ζώα πρόσεχαν να είναι πεταλωμένα, να μην είναι «μεστά» και «κρεμάνε», να πηγαίνουν στο αλώνι και κυρίως να μην είναι τσινιάρικα. Μα και τα αφεντικά τους, τους αγωγιάτες, τους ήθελαν εργατικούς και όχι να κάθονται στον ίσκιο και να μπεκροπίνουν.
Με το τρέξιμο των αλόγων και τη ζέστη έσπαζαν και τρίβονταν οι καλαμιές και ο καρπός ανακατευόταν με τα άχυρα. Όταν τριβόταν καλά το στάχυ συγκέντρωναν το γέννημα στο μισό αλώνι κι άρχιζαν μετά το λίχνισμα. Με αυτή την εργασία χώριζαν τα άχυρα από τον καρπό. Αυτό επιτυγχανόταν με τη βοήθεια του ανέμου.
Το αλώνισμα ήταν ομολογουμένως μία πολύ κοπιαστική εργασία μέσα στο κατακαλόκαιρο και το λιοπύρι του Ιουλίου. Παρ’ όλα αυτά, επειδή το αλώνισμα ήταν η τελευταία εργασία κι ο γεωργός μετρούσε τη σοδειά του, το ψωμί της φαμελιάς του για όλο τον χρόνο, αψηφούσε την κούραση. Κατά το αλώνισμα επικρατούσε ατμόσφαιρα ευφορίας και χαράς.
Με το πέρασμα του χρόνου η εργασία αυτή γινόταν με αλωνιστικές μηχανές. Όλα εκείνα που γνώρισαν μέρες ευτυχίας και δόξας με το «αγαθά κόποις κτώνται» ξεχάστηκαν, αχρηστεύτηκαν, αγνοήθηκαν. Τα λίγα πετράλωνα που θα βρεις θα σου μιλήσουν με νοσταλγία και παράπονα για το παρελθόν.
Από ένα πρόχειρο λογαριασμό που έκανα, το Σουλιμά πρέπει να είχε 57 αλώνια, ήτοι:
Αλώνια στο Άνω Δώριο
Η κάθε οικογένεια είχε χωράφια, που είναι η βασική πηγή των γεωργικών προϊόντων. Τα χωράφια τους εκτείνονται σε διάφορες περιοχές και θέσεις του χωριού και μπορούν να διακριθούν σε γόνιμες, ημιγόνιμες και άγονες περιοχές, λόγω του πετρώδους εδάφους.
Άνδρες και γυναίκες ασχολούνταν στην καλλιέργεια των αγρών τους και με τα εισοδήματα αυτών των εργασιών τους κάλυπταν τις δαπάνες συντηρήσεων αυτών και των οικογενειών τους.
Τα κύρια γεωργικά προϊόντα ήταν: σιτάρι, βρώμη, κριθάρι, βίκος, κουκιά, φακή κλπ.
Οι γεωργοί μετά το θέρισμα των σιτηρών για να βγάλουν τον καρπό τα αλώνιζαν κατά τον μήνα Ιούλιο, γι’ αυτό και ο μήνας αυτός ονομάζεται αλωνάρης. Τα αλώνιζαν στα «πετράλωνα» αλώνια γιατί ήσαν στρωμένα με επίπεδες πλάκες κατασκευασμένα από Λαγκαδινούς και ντόπιους μαστόρους. Αυτό βοηθούσε να συγκεντρώνεται καλύτερα ο καρπός και να τρίβονται καλά τα στάχυα.
Τα αλώνια κατά κανόνα ήταν στρογγυλά κι έπρεπε να είναι φτιαγμένα σε ξάγναντο μέρος, που να το πιάνει ο αέρας, ώστε να διευκολύνεται το λίχνισμα. Ήταν όλα ιδιωτικά. Όσοι δεν είχαν δικό τους αλώνι, ζητούσαν την άδεια ν’ αλωνίσουν σε κάποιο φιλικό ή συγγενικό πρόσωπο.
Στο μέσον του κύκλου του αλωνιού ήταν καρφωμένος ένας στύλος από σκληρό ξύλο, κυρίως πουρνάρι και λεγόταν στυγερό. Στο στυγερό είχαν φτιαγμένο ένα στεφάνι από σχοινί και από το κολωνάκι αυτό είχαν δέσει ένα στερεό σχοινί με κόμπους στην άκρη. Ο κόμπος αυτός στερεωνόταν σε μικρή θηλιά, που υπήρχε στις δύο άκρες της λαιμαργιάς, που βρισκόταν στην άκρη των αλόγων των εσωτερικών και εξωτερικών. Στην κουλούρα από τη μία άκρη και στο επάνω μέρος του στυγερού από την άλλη είχαν δεμένο ένα σχοινί τριών (3) μέτρων ανάλογα με το αλώνι. Το φτιάξιμο της λαιμαργιάς απαιτούσε τέχνη, για να μην συγκρούονται τα άλογα και να γυρίζουν με άνεση στο αλώνι. Ένας ήταν κοντά στο στυγερό για να φροντίζει τα άλογα. Στεκόταν κοντά στο στυγερό και φώναζε με το καμτσίκι χτυπώντας στον αέρα «άπλααα - άπλααα». Τα άλογα γνώριζαν τα συνθήματα και εκτελούσαν αμέσως τις εντολές. Το σχοινί μαζευόταν στον στυγερό και την κουλούρα με τις περιστροφές των αλόγων και τα άλογα μαζί στο στυγερό. Τότε έβγαζε τη θηλιά της τριχιάς με τον κόμπο, που πέρναγε στη λαιμαριά και γινόταν μεταβολή και το εξωτερικό άλογο έπαιρνε εσωτερική θέση και αντιστρόφως. Τα νέα και δυνατά άλογα τα έβαζαν στις άκρες, γιατί οι κύκλοι ήσαν μεγαλύτεροι και έπρεπε ν’ αντέχουν σε σύγκριση με τ’ αδύνατα που ήσαν στη μέση.
Για τα ζώα πρόσεχαν να είναι πεταλωμένα, να μην είναι «μεστά» και «κρεμάνε», να πηγαίνουν στο αλώνι και κυρίως να μην είναι τσινιάρικα. Μα και τα αφεντικά τους, τους αγωγιάτες, τους ήθελαν εργατικούς και όχι να κάθονται στον ίσκιο και να μπεκροπίνουν.
Με το τρέξιμο των αλόγων και τη ζέστη έσπαζαν και τρίβονταν οι καλαμιές και ο καρπός ανακατευόταν με τα άχυρα. Όταν τριβόταν καλά το στάχυ συγκέντρωναν το γέννημα στο μισό αλώνι κι άρχιζαν μετά το λίχνισμα. Με αυτή την εργασία χώριζαν τα άχυρα από τον καρπό. Αυτό επιτυγχανόταν με τη βοήθεια του ανέμου.
Το αλώνισμα ήταν ομολογουμένως μία πολύ κοπιαστική εργασία μέσα στο κατακαλόκαιρο και το λιοπύρι του Ιουλίου. Παρ’ όλα αυτά, επειδή το αλώνισμα ήταν η τελευταία εργασία κι ο γεωργός μετρούσε τη σοδειά του, το ψωμί της φαμελιάς του για όλο τον χρόνο, αψηφούσε την κούραση. Κατά το αλώνισμα επικρατούσε ατμόσφαιρα ευφορίας και χαράς.
Με το πέρασμα του χρόνου η εργασία αυτή γινόταν με αλωνιστικές μηχανές. Όλα εκείνα που γνώρισαν μέρες ευτυχίας και δόξας με το «αγαθά κόποις κτώνται» ξεχάστηκαν, αχρηστεύτηκαν, αγνοήθηκαν. Τα λίγα πετράλωνα που θα βρεις θα σου μιλήσουν με νοσταλγία και παράπονα για το παρελθόν.
Από ένα πρόχειρο λογαριασμό που έκανα, το Σουλιμά πρέπει να είχε 57 αλώνια, ήτοι:
Ιδιοκτησία: Αθ. Κόλλιας (Ν. Λυμπερόπουλος) |
Αλώνια στο Άνω Δώριο
- Μέσα στο χωριό: Ανδριόπουλου Νικολάου, Δεδεμάδη Διονυσίου, Δεδεμάδη Ιωάννη, Θεοχάρη Νικολάου, Κόλλια Ιωάννη.
- Βυρτάτσι (Βουρντάτσι): Ανδριόπουλου Δήμου.
- Γκούρι Κούκι: Παπαδόπουλου Νικόλαου.
- Γρηγόραινα: Δεδεμάδη Δημητρίου, Θεοχαρόπουλου Ιωάννη, Κόλλια Περικλή, Λυμπερόπουλου Δημητρίου, Ντρέκου Χρήστου, Πάλλα Βασιλείου, Πάλλα Παναγιώτη.
- Δημινέζα: Γκιώνη Προκοπίου, Κόλλια Γεωργίου, Ντρέκου Χρήστου.
- Δριμή: Πάλλα Παναγιώτη, Τασιγιώργου Σωτηρίου, Τσίγκα Κωνσταντίνου.
- Δρόμος προς Μάλιζα (πάνω Λάπη): Γεωργίου Τσώρη.
- Κάννα: Γκιώνη Προκοπίου, Σιφούρα Αριστείδη.
- Καρασιάφκα: Αδαμόπουλου Θεμιστοκλή, Σιφούρα Αριστείδη.
- Κατουνοτόπι: Παπαδόπουλου Δημητρίου.
- Κιάφα Γρηγόραινας: Λαμπρόπουλου Παναγιώτη.
- Κιάφα Δριμή: Ανδριόπουλου ΌΘωνα, Δεδεμάδη Γεωργίου.
- Κοκορεβυθιά: Σπυρόπουλου Ορέστη.
- Κουρώρα: Αγνώστου, αγνώστου, Κόλλια Φωτίου.
- Κρόνιζα: Λυμπερόπουλου Νικόλαου.
- Λάκα Κλάδη: Δεδεμάδη Ηλία.
- Λάκα Κώστα πρίφτη: Δεδεμάδη Γεωργίου.
- Λούτσα: Τασιγιώργου Αθανασίου.
- Μακελειό: Ανδριόπουλου Όθωνα, Σμυρνή Αντωνίου.
- Μάλιζα: Κόλλια Αθανασίου (Λυμπερόπουλου Νικολάου), Κόλλια Μιχαήλ.
- Μερέτι: Αναγνωστόπουλου Αναστασίου, Γκιώνη Προκοπίου.
- Πινοσάβες: Κόλλια Νικολάου, Σταμάτη Φώντα.
- Πολυγένι: Ανδριόπουλου Δήμου, Ανδριόπουλου Παναγιώτη, Σμυρνή Κωνσταντίνου.
- Ράπι: Κόντου Αριστείδη.
- Σιέσι: Ανδριόπουλου Ανδρέα, Αντωνόπουλου Κανέλλου, Κόλλια Αθανασίου, Σιφούρα Δημητρίου,.
- Σιέσιζα: Αδαμόπουλου Θεμιστοκλή.
- Συργιάννη: Αναγνωστόπουλου Γεωργίου.
- Συρ-Θανάση: Θεοχάρη Γεωργίου, Παπαδόπουλου Θεόδωρου, Στρίγγλου Κων/νου.
Έρευνα: Λεωνίδας Γ. Θεοχάρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου