Γεννήθηκε το 1914 στη θρυλική πρωτεύουσα των Ντρέδων, το Σουλιμά (σήμερα Άνω Δώριο), και απήλθε του μάταιου τούτου κόσμου το 2015 σε ηλικία 101 ετών, πλήρης ημερών!
Γονείς του ο Αναστάσιος Αλλαγιάννης και η Σπυριδούλα Αλλαγιάννη, το γένος Αθανασίου Σμυρνή. Είχε δύο αδέλφια, τον Γεώργιο και την Κωνσταντίνα.
Οι μεγαλύτεροι τον γνώρισαν και τον θυμούνται, οι μικρότεροι πρέπει να τον γνωρίσουν από εμάς τους μεγαλύτερους. Τα παιδικά του χρόνια δύσκολα, σκληρά, με πολλές στερήσεις. Από μικρό παιδί, όντας ορφανό, στερήθηκε την αγάπη και τη φροντίδα του πατέρα του.
Τελείωσε το Δημοτικό σχολείο του χωριού του και στη συνέχεια το Σχολαρχείο. Όσοι είχαν φοιτήσει σ’ αυτό, ήταν περήφανοι για τις σπουδές τους. Είχαν μάθει... πολλά γράμματα και τους θεωρούσαν σπουδαίους. Γνώριζαν καλά όλους τους γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες. Ήξεραν όλα τα αρχαία ρητά, τα γνωμικά και τις παροιμίες κι έλεγαν απ’ έξω ολόκληρα κείμενα στα αρχαία ελληνικά. Κι όταν μίλαγαν, νόμιζες ότι άκουγες πραγματικούς ρήτορες να αγορεύουν.
Άνδρας με ανοιχτά χρώματα, ψηλός, ευθυτενής, γεροδεμένος, επιβλητικός. Σοβαρός, λιγομίλητος με άριστη αφηγηματική ικανότητα, ψύχραιμος και αποφασιστικός. Ενέπνεε σεβασμό και πάντοτε η άποψή του, η γνώμη του και οι συμβουλές του λαμβάνονταν σοβαρά υπόψη. Ο λόγος του συμβόλαιο κι όταν τον γνώριζες γρήγορα τον εμπιστευόσουν. Είχε μόνο φίλους και μάλιστα ένθερμους και εγκαρδίους και όχι εχθρούς. Πάντα αλληλέγγυος σε συγγενείς και φίλους και θυσιαστική η προσφορά του στην πατρική του οικογένεια.
Σε πρωτοβουλίες για βοήθεια αναξιοπαθούντων έδινε πάντα το παρόν γενναιόδωρα. Μάλιστα οι περισσότερες από αυτές τις πρωτοβουλίες ξεκινούσαν από τον ίδιο.
Ο μπάρμπα-Γιάννης ήταν άτομο κοινωνικό, ήταν παρών σε σοβαρά κοινωνικά γεγονότα (λύπες, χαρές κλπ). Ήταν γλεντζές και καλός χορευτής. Γνώριζε πολλά παλιά τραγούδια, τα οποία τραγουδούσε με λεβεντιά και μεγάλο κέφι. Ήταν γνώστης της τοπικής ιστορίας των Σουλιμοχωρίων και μας διηγιόταν παλιά περιστατικά της περιοχής, άγνωστα σε εμάς.
Ασχολιόταν με γεωργικές εργασίες. Εργαζόταν σκληρά στα κτήματά του και παράλληλα όπου έβρισκε μεροκάματο δεν το άφηνε να πάει χαμένο. Άριστος τεχνίτης της πέτρας.
Αγαπούσε το χωριό και τον ενδιέφεραν τα κοινωνικά δρώμενα. Ασχολήθηκε με τα κοινά και ήταν από τους μακροβιότερους κοινοτικούς συμβούλους. Ως αντιπρόεδρος εργάστηκε με όλες του τις δυνάμεις για την επίλυση των προβλημάτων του χωριού του, μολονότι τα οικονομικά της Κοινότητάς μας ήταν πενιχρά. Συνέχισε όμως να ενδιαφέρεται για κοινωνικά δρώμενα σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Διετέλεσε για πολλά χρόνια πρόεδρος του αγροτικού συνεταιρισμού και ανταποκριτής του ΟΓΑ.
Ήταν θερμός υποστηρικτής του Ομίλου Γυναικών του χωριού, τις οποίες αγαπούσε και προστάτευε. Όταν μερικοί κάτοικοι του χωριού προσπάθησαν να τον διαλύσουν, τους είπε: «Αφήστε τις γυναίκες να κάνουν τη δουλειά τους, γιατί και η σκόνη που φέρνουν με τα παπούτσια τους είναι χρήσιμη για το χωριό». Λίγα χρόνια αργότερα ικανοποιημένος από τα έργα που έκαναν έγραψε στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ ΤΩΝ ΣΟΥΛΙΜΑΙΩΝ» εγκωμιαστικά λόγια για τον όμιλο κι αφιέρωσε σε αυτές δικό του τραγούδι που εξυμνούσε το έργο τους.
Ήταν παρών στις δύσκολες στιγμές της πατρίδας. Δεν απομακρύνθηκε ποτέ από το χωριό του παρά μόνο όταν υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία ως κληρωτός το 1940 κι έλαβε μέρος σε πολλές μάχες στον ελληνοϊταλικό πόλεμο.
Παντρεύτηκε τη συγχωριανή του Ελένη Πάλλα του Κωνσταντίνου. Οι δυο τους δημιούργησαν σπιτικό και νοικοκυριό κι απέκτησαν τέσσερα παιδιά, τον Δημήτριο, την Αντωνία, τον Παναγιώτη και τον Αναστάσιο, τα οποία σε καταστάσεις δυσχείμερων και δύσθερων καιρών (πόλεμος, κατοχή, εμφύλιος στη συνέχεια κ.α) τα μεγάλωσαν, τα σπούδασαν και τα παρέδωσαν στην κοινωνία ως καλούς και αγαθούς πολίτες, όπως τους ήθελαν οι αρχαίοι.
Ο μπάρμπα-Γιάννης στέκεται ψηλά στη συνείδηση όσων τον γνώρισαν για την προσφορά του.
Γονείς του ο Αναστάσιος Αλλαγιάννης και η Σπυριδούλα Αλλαγιάννη, το γένος Αθανασίου Σμυρνή. Είχε δύο αδέλφια, τον Γεώργιο και την Κωνσταντίνα.
Οι μεγαλύτεροι τον γνώρισαν και τον θυμούνται, οι μικρότεροι πρέπει να τον γνωρίσουν από εμάς τους μεγαλύτερους. Τα παιδικά του χρόνια δύσκολα, σκληρά, με πολλές στερήσεις. Από μικρό παιδί, όντας ορφανό, στερήθηκε την αγάπη και τη φροντίδα του πατέρα του.
Τελείωσε το Δημοτικό σχολείο του χωριού του και στη συνέχεια το Σχολαρχείο. Όσοι είχαν φοιτήσει σ’ αυτό, ήταν περήφανοι για τις σπουδές τους. Είχαν μάθει... πολλά γράμματα και τους θεωρούσαν σπουδαίους. Γνώριζαν καλά όλους τους γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες. Ήξεραν όλα τα αρχαία ρητά, τα γνωμικά και τις παροιμίες κι έλεγαν απ’ έξω ολόκληρα κείμενα στα αρχαία ελληνικά. Κι όταν μίλαγαν, νόμιζες ότι άκουγες πραγματικούς ρήτορες να αγορεύουν.
Άνδρας με ανοιχτά χρώματα, ψηλός, ευθυτενής, γεροδεμένος, επιβλητικός. Σοβαρός, λιγομίλητος με άριστη αφηγηματική ικανότητα, ψύχραιμος και αποφασιστικός. Ενέπνεε σεβασμό και πάντοτε η άποψή του, η γνώμη του και οι συμβουλές του λαμβάνονταν σοβαρά υπόψη. Ο λόγος του συμβόλαιο κι όταν τον γνώριζες γρήγορα τον εμπιστευόσουν. Είχε μόνο φίλους και μάλιστα ένθερμους και εγκαρδίους και όχι εχθρούς. Πάντα αλληλέγγυος σε συγγενείς και φίλους και θυσιαστική η προσφορά του στην πατρική του οικογένεια.
Σε πρωτοβουλίες για βοήθεια αναξιοπαθούντων έδινε πάντα το παρόν γενναιόδωρα. Μάλιστα οι περισσότερες από αυτές τις πρωτοβουλίες ξεκινούσαν από τον ίδιο.
Ο μπάρμπα-Γιάννης ήταν άτομο κοινωνικό, ήταν παρών σε σοβαρά κοινωνικά γεγονότα (λύπες, χαρές κλπ). Ήταν γλεντζές και καλός χορευτής. Γνώριζε πολλά παλιά τραγούδια, τα οποία τραγουδούσε με λεβεντιά και μεγάλο κέφι. Ήταν γνώστης της τοπικής ιστορίας των Σουλιμοχωρίων και μας διηγιόταν παλιά περιστατικά της περιοχής, άγνωστα σε εμάς.
Ασχολιόταν με γεωργικές εργασίες. Εργαζόταν σκληρά στα κτήματά του και παράλληλα όπου έβρισκε μεροκάματο δεν το άφηνε να πάει χαμένο. Άριστος τεχνίτης της πέτρας.
Αγαπούσε το χωριό και τον ενδιέφεραν τα κοινωνικά δρώμενα. Ασχολήθηκε με τα κοινά και ήταν από τους μακροβιότερους κοινοτικούς συμβούλους. Ως αντιπρόεδρος εργάστηκε με όλες του τις δυνάμεις για την επίλυση των προβλημάτων του χωριού του, μολονότι τα οικονομικά της Κοινότητάς μας ήταν πενιχρά. Συνέχισε όμως να ενδιαφέρεται για κοινωνικά δρώμενα σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Διετέλεσε για πολλά χρόνια πρόεδρος του αγροτικού συνεταιρισμού και ανταποκριτής του ΟΓΑ.
Ήταν θερμός υποστηρικτής του Ομίλου Γυναικών του χωριού, τις οποίες αγαπούσε και προστάτευε. Όταν μερικοί κάτοικοι του χωριού προσπάθησαν να τον διαλύσουν, τους είπε: «Αφήστε τις γυναίκες να κάνουν τη δουλειά τους, γιατί και η σκόνη που φέρνουν με τα παπούτσια τους είναι χρήσιμη για το χωριό». Λίγα χρόνια αργότερα ικανοποιημένος από τα έργα που έκαναν έγραψε στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ ΤΩΝ ΣΟΥΛΙΜΑΙΩΝ» εγκωμιαστικά λόγια για τον όμιλο κι αφιέρωσε σε αυτές δικό του τραγούδι που εξυμνούσε το έργο τους.
Ήταν παρών στις δύσκολες στιγμές της πατρίδας. Δεν απομακρύνθηκε ποτέ από το χωριό του παρά μόνο όταν υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία ως κληρωτός το 1940 κι έλαβε μέρος σε πολλές μάχες στον ελληνοϊταλικό πόλεμο.
Παντρεύτηκε τη συγχωριανή του Ελένη Πάλλα του Κωνσταντίνου. Οι δυο τους δημιούργησαν σπιτικό και νοικοκυριό κι απέκτησαν τέσσερα παιδιά, τον Δημήτριο, την Αντωνία, τον Παναγιώτη και τον Αναστάσιο, τα οποία σε καταστάσεις δυσχείμερων και δύσθερων καιρών (πόλεμος, κατοχή, εμφύλιος στη συνέχεια κ.α) τα μεγάλωσαν, τα σπούδασαν και τα παρέδωσαν στην κοινωνία ως καλούς και αγαθούς πολίτες, όπως τους ήθελαν οι αρχαίοι.
Ο μπάρμπα-Γιάννης στέκεται ψηλά στη συνείδηση όσων τον γνώρισαν για την προσφορά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου