Όταν έγινε
τον Απρίλιο του 1941 η εισβολή των Γερμανών κατακτητών, το βρετανικό σώμα (Άγγλοι,
Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί) που είχε την ευθύνη της συνέχισης του αγώνα,
σφυροκοπούμενο από τη Γερμανική Αεροπορία, κατευθύνθηκε νότια προς τα κύρια
λιμάνια αποχώρησης, τη Μονεμβασιά, το Ναύπλιο, το Γύθειο και κυρίως την
Καλαμάτα. Μέρος της δύναμης του βρετανικού σώματος κατόρθωσε τη νύχτα 26 προς
27 Απριλίου να φύγει με πολεμικά σκάφη, αλλά πάρα πολλοί
δεν πρόλαβαν κι έμειναν στο λιμάνι της Καλαμάτας μαζί με άλλους
συμμάχους. Οι Γερμανοί στις 29 Απριλίου συνέλαβαν 7.000 αιχμαλώτους, ενώ πολλοί κατόρθωσαν να διαφύγουν.
Πρώτη
ενέργεια των κατακτητών ήταν να εντοπίσουν τους Βρετανούς Στρατιώτες, που
κατόρθωσαν να διαφύγουν και να βρουν προσωρινό καταφύγιο στα σπίτια των
χωρικών που τους φιλοξένησαν, παρά τον θανάσιμο κίνδυνο των συνεπειών που είχαν
προαναγγελθεί για τις περιπτώσεις αυτές. Το σύνολο σχεδόν των φυγάδων
στρατιωτικών κατόρθωσε να διασωθεί χάρη στην πολύ καλή οργάνωση των αγγλικών
μυστικών υπηρεσιών και την εθελοντική συνεργασία των απλών Ελλήνων, που
βοήθησαν στην προώθηση τους στην Μέση Ανατολή, κυρίως μέσω Τουρκίας.
Μεταπολεμικά δόθηκαν από την αγγλική κυβέρνηση ονομαστικά διπλώματα
ευγνωμοσύνης σ’ αυτούς, που κατά οποιοδήποτε τρόπο βοήθησαν. Στην ίδια
κατεύθυνση ήταν και οι προσπάθειες ανεύρεσης των οχημάτων, που εγκατέλειψαν οι
Βρετανοί και πολλά από αυτά κρύφτηκαν στα διάφορα χωριά για μελλοντική χρήση.
Τέτοιο
περιστατικό υπήρξε και στο Δώριο. Ο Νίκος Κατσαμπάνης (γνωστός ως Ντοκώνης),
αδελφός του Παύλου, μετέπειτα επί σειράν ετών προέδρου της κοινότητας, είχε
κατορθώσει να πάρει ένα τέτοιο μεγάλο καμιόνι και να το αποκρύψει κάπου
ανάμεσα στις φραγκοσυκιές στην περιοχή Τραγάνας, βορείως του χωριού. Στην
προσπάθεια, προφανώς μιας τέτοιας αναζήτησης, ήταν η εικόνα της πρώτης
εμφάνισης των Γερμανών στο χωριό μας. Ήταν το πέρασμα ενός μεμονωμένου
μοτοσικλετιστή που είχε έλθει από το Μελιγαλά, με το όπλο χιαστή, και το
ιδιότυπο κράνος που κάλυπτε με τα γυαλιά όλο το πρόσωπο του, αποξενώνοντάς τον
έτσι από κάθε ανθρώπινη αίσθηση. Πέρασε από τον κεντρικό δρόμο και έφυγε χωρίς
να μιλήσει σε κανέναν, αφήνοντας μια βαθιά αίσθηση απόρριψης και φόβου.
Το καμιόνι
το βρήκαν και το πήραν, ύστερα από λίγες μέρες. Εν τω μεταξύ, με τα φορτηγά
τρένα που περνούσαν αδιάκοπα, άρχισαν να φθάνουν σκόρπιοι οι στρατιώτες
πολεμιστές της Αλβανίας, φορώντας ακόμα στις κνήμες τους τις παράξενες γκέτες,
καταπονημένοι από τις ατελείωτες ώρες πορείας, την έλλειψη τροφής και την
έλλειψη καθαριότητας (είχαν πολλές ψείρες). Ταυτόχρονα σχεδόν έφθαναν και
τραυματίες από τα πεδία των μαχών και οι πολυάριθμοι ακρωτηριασμένοι, λόγω των
κρυοπαγημάτων στον τραχύ χειμώνα 1940 -1941. Γίνονταν όλοι δεκτοί με δάκρυα
από τους δικούς τους, αλλά και με πικρά αγωνιώδη ερωτήματα για κείνους που ακόμα
αγνοούνταν. Δεν υπήρχε καμία σύγκριση με τις εικόνες που αναφέρθηκαν στον ίδιο
χώρο το πρωινό της 28ης Οκτωβρίου, προ επταμήνου, όταν όλοι τραγουδούσαν σαν να
πήγαιναν σε γάμο.
Σ’ όλους
που έφταναν μπορούσε κάποιος να διακρίνει στο βλέμμα τους την οργή για τη Νίκη
που είχαν κατακτήσει και από το πλάι τους την έκλεψαν οι Γερμανοί. Ήταν μια
ανέντιμη βλάσφημη εισβολή στον ιερό χώρο του ίδιου του σπιτιού τους με ό,τι
αυτό συνεπάγεται για έναν λαό με βαθειά προσήλωση στις παραδόσεις του. Και αυτή ακριβώς
η οργή ήταν το έναυσμα και η κινητήρια δύναμη για τα γεγονότα που επρόκειτο να
ακολουθήσουν.
Τους
Γερμανούς, σχεδόν αμέσως, περί τα μέσα Μαΐου 1941, ακολούθησαν οι Ιταλοί, στην ευθύνη των οποίων, σύμφωνα με το
μοίρασμα της Ελλάδας σε τρεις κατοχικές ζώνες
(Γερμανική, Ιταλική Βουλγαρική), υπαγόταν ολόκληρη η Πελοπόννησος, από πλευράς
διοίκησης και εσωτερικής ασφάλειας. Και μόνο η θέα των Ιταλών, μέχρι προ ολίγων εβδομάδων αξιοθρήνητων
ηττημένων, δημιουργούσε, πέρα από τα συναισθήματα οργής, μια διάθεση εμπαιγμού
και γελοιοποίησης, που δύσκολα μπορούσε να συγκρατηθεί.
Η ιταλική
διοίκηση για την Τριφυλία είχε έδρα την Κυπαρισσία και είχε παράρτημα στο
Κοπανάκι υπό μορφή Φρουραρχείου. Από εκεί και εν ονόματι της διορισμένης από
τους Γερμανούς κυβέρνησης υπό τον στρατηγό Τσολάκογλου, ελέγχονταν όλες οι
υπηρεσίες, με κύριο κριτήριο την εξυπηρέτηση των κατοχικών συμφερόντων. Ο έλεγχος
και η αμείλικτη καταστολή οποιωνδήποτε αντιστασιακών κινήσεων, αποτελούσε την
κύρια προτεραιότητά τους, παράλληλα με τη βαριά φορολόγηση και δέσμευση των παραγόμενων
αγαθών για τις δικές τους ανάγκες. Από την Κυπαρισσία και το Κοπανάκι
στέλνονταν σχεδόν καθημερινά, αυτοκίνητα με ομάδες των 3-4 ατόμων με σκοπό να
γίνεται αισθητή η παρουσία τους αλλά και τη λαφυραγώγηση (τρόφιμα, κοτόπουλα,
αυγά, κ.λπ.). Πάντοτε αντιμετωπίζονταν, ακόμα και από τους μικρούς, με διάθεση
χλευασμού και καμιά φορά, έστω και ψιθυριστά, ξέφευγε από το στόμα τους το
γνωστό τραγούδι «Κορόιδο Μουσολίνι...». Σ’ αυτές τις εξόδους συνοδεύονταν τις
πιο πολλές φορές και από άτομα με πολιτική περιβολή που χρησίμευαν σαν
μεταφραστές, αλλά είχαν απόλυτη συμμετοχή στις ενέργειες των Ιταλών. Ο ρόλος
τους ήταν ο πιο μισητός. Αυτοί ήταν κυρίως μέλη ιταλικών οικογενειών που
ζούσαν από πριν στην Πάτρα και μερικοί έσπευσαν να συνεργαστούν με κίνητρο,
κυρίως την ιδιοτέλεια.
Αλλά οι
Ιταλοί είχαν αναλάβει και μια ακόμα αποστολή, ιδιαίτερα μετά την έναρξη του
πολέμου Γερμανίας - Ρωσίας (21 Ιουνίου 1941). Συνεχίζοντας το έργο της
Δικτατορίας Μεταξά και με στοιχεία που είχαν πάρει από τις Αρχές της
Χωροφυλακής, που συνέχιζε να υπάρχει και να λειτουργεί με την ίδια στελέχωση,
επιδόθηκαν σε ένα κυνήγι για την σύλληψη κουμουνιστών, πρώην έγκλειστων στις
φυλακές, που δραπέτευσαν με την είσοδο των Γερμανών. Τα στελέχη αυτά είχαν ευθύς εξ αρχής οδηγίες και εμπειρία να προετοιμάσουν
μυστικούς πυρήνες για την Εθνική Αντίσταση, σε συνδυασμό με τις απώτερες
ιδεολογικές επιδιώξεις. Αλλά υπήρχαν και από πριν ασύλληπτα άτομα στο στόχαστρο
της Χωροφυλακής, ιδιαίτερα στα χωριά Ψάρι και Αετός. Γι’ αυτό ήταν πολύ συνηθισμένη
η κίνηση ιταλικών ομάδων προς τη κατεύθυνση αυτή, χωρίς όμως εμφανή
αποτελέσματα.
Καθώς
περνούσαν οι πρώτοι μήνες της Κατοχής και άρχισαν να φθάνουν από τα διεθνή
πολεμικά μέτωπα σκόρπιες οι πρώτες ενθαρρυντικές πληροφορίες για τις
αλλεπάλληλες ήττες των δυνάμεων του Άξονα (Ελ Αλαμέιν, Στάλινγκραντ, απόβαση
στην Σικελία) σταδιακά άρχισε να υποβαθμίζεται και να περιορίζεται η παρουσία
και η δραστηριότητα των Ιταλών με αντίστοιχη αύξηση του ρόλου των Γερμανών που
φαίνεται ότι δεν εμπιστεύονταν τους συμμάχους τους από επιχειρησιακή άποψη.
Αυτό έγινε αισθητό ιδιαίτερα από τις αρχές του 1943, όταν υπήρξε προσπάθεια
εξαπάτησης των Γερμανών με σχετική επιτυχία, ότι δηλαδή η απόβαση των Συμμάχων
θα γινόταν στην Πελοπόννησο και όχι στη Σικελία. Μεταφέρθηκαν λοιπόν από άλλα
μέτωπα πρόσθετες γερμανικές δυνάμεις στην Πελοπόννησο. Στο Δώριο εγκαταστάθηκε
μηχανοκίνητο τμήμα μεγέθους Τάγματος Πεζικού, που καθημερινά ασχολιόταν με εντατική
εκπαίδευση, με χρήση πραγματικών πυρών στους γύρω λόφους. Λέγεται ότι αυτή η προετοιμασία
ήταν για την αντιμετώπιση πιθανής συμμαχικής αεροαπόβασης στην ανοικτή περιοχή
γύρω από το Δώριο, που αναμενόταν να γίνει σε συνδυασμό με κανονική απόβαση
στον Κυπαρισσιακό κόλπο. Εκεί, κατά μήκος της παραλίας είχαν εγκαταστήσει
αρκετά πολυβολεία από οπλισμένο σκυρόδεμα, τέλεια καμουφλαρισμένα.
Για την
διαμονή τους οι Γερμανοί είχαν επιτάξει όλα σχεδόν τα σπίτια του χωριού
περιορίζοντας τους ιδιοκτήτες στα ισόγεια και στα καλύβια, που χρησιμοποιούσαν για αποθήκες και στάβλους. Η
συμπεριφορά τους ήταν απόλυτα ελεγχόμενη και η πειθαρχία τους υποδειγματική.
Δεν υπήρξε γνωστό περιστατικό προσβολής σε γυναίκα ή έλλειψης σεβασμού σε
ηλικιωμένους. Αυτοί που έμειναν στα ίδια σπίτια με τους ιδιοκτήτες αντάλλασσαν
τυπικό χαιρετισμό και έπαιζαν καμιά φορά με τα παιδιά, νοσταλγώντας προφανώς τα
δικά τους παιδιά. Υπήρχαν δυσκολίες στην τήρηση των κανόνων υγιεινής γιατί όλο
το χωριό έπαιρνε πόσιμο νερό από ένα μοναδικό πηγάδι. Όμως έδιναν οι ίδιοι το
παράδειγμα για την ατομική καθαριότητα και ευπρέπεια των κοινόχρηστων χώρων.
Έχουν
μείνει ολοζώντανες οι εικόνες των κατά τριάδες συντεταγμένων τμημάτων που με
απόλυτη ακρίβεια πήγαιναν για ασκήσεις ή συσσίτιο, τραγουδώντας εντυπωσιακά
εμβατήρια. Ήταν ένα επιβλητικό θέαμα που ταυτόχρονα εξέπεμπε ένα σκληρό μήνυμα
που τους έκανε απόμακρους και ανεπιθύμητους. Λόγοι δικαιοσύνης επιβάλλουν να
μη ξεχνάμε και τις περιπτώσεις ανθρώπινης συμπαράστασης και βοήθειας κυρίως σε
ό,τι αφορά τα θέματα υγείας. Στο Ιατρείο της Μονάδας, οι εκεί υπεύθυνοι δεν
ξεχνούσαν τον Όρκο του Ιπποκράτη και ποτέ δεν έδιωχναν όσους από το χωριό
πήγαιναν να ζητήσουν βοήθεια για κάποια ασθένεια ή ατύχημα. Επίσης, επειδή η
ελονοσία στην περιοχή αποτελούσε μόνιμο πρόβλημα, τότε δεν ήταν σπάνιο να
πηγαίνουν οι γονείς να παίρνουν χάπια (αντεμπρίνες) για τα παιδιά.
Στην περίοδο αυτής της συγκατοίκησης στο Δώριο, βοήθησε πάρα πολύ, στην διευθέτηση των καθημερινών προβλημάτων, η παρουσία από πλευράς Ελλήνων του διορισμένου τότε προέδρου της κοινότητας Γεωργίου Σμυρνή. Επειδή είχε κάνει μετανάστης στην Αμερική, γνώριζε τα αγγλικά και ήταν ο μόνος που μπορούσε να συνεννοηθεί με τον Γερμανό Διοικητή. Είχε αναπτύξει μια ειδική σχέση και δεν δίσταζε να προβάλλει οποιοδήποτε πρόβλημα, εξασφαλίζοντας έτσι ευνοϊκή τις πιο πολλές φορές λύση. Οι κάτοικοι στο σύνολο τους, ανεξάρτητα από την ιδεολογική τους τοποθέτηση, το εξετίμησαν αυτό πάρα πολύ και κανένας δεν τόλμησε να του προσάψει τη γνώριμη κατηγορία του «συνεργάτη». Αντίθετα, μετά την απελευθέρωση, εξακολουθούσαν να τον τιμούν και να τον σέβονται και το καφενείο που άνοιξε στον κεντρικό δρόμο του Δωρίου ήταν ένας φιλόξενος χώρος.
Η σχετικά ανεκτή ατμόσφαιρα μεταξύ των κατοίκων του χωριού και των Γερμανών, απρόσκλητων φιλοξενούμενων, γινόταν μέρα με την ημέρα όλο και πιο ψυχρή καθώς από τα γύρω χωριά έφθαναν συγκαλυμμένες πληροφορίες για τις κινήσεις της Εθνικής Αντίστασης και τις αναμενόμενες εξελίξεις. Για τα γεγονότα αυτά οπωσδήποτε πληροφορούνταν και οι Γερμανοί, ιδιαίτερα για την άφιξη των Άγγλων Συνδέσμων από το Σ.Μ.Α. (Στρατηγείο Μέσης Ανατολής) και τις αλλεπάλληλες ρίψεις όπλων σε περιοχές που δεν μπορούσαν να ελέγξουν.
Στην περίοδο αυτής της συγκατοίκησης στο Δώριο, βοήθησε πάρα πολύ, στην διευθέτηση των καθημερινών προβλημάτων, η παρουσία από πλευράς Ελλήνων του διορισμένου τότε προέδρου της κοινότητας Γεωργίου Σμυρνή. Επειδή είχε κάνει μετανάστης στην Αμερική, γνώριζε τα αγγλικά και ήταν ο μόνος που μπορούσε να συνεννοηθεί με τον Γερμανό Διοικητή. Είχε αναπτύξει μια ειδική σχέση και δεν δίσταζε να προβάλλει οποιοδήποτε πρόβλημα, εξασφαλίζοντας έτσι ευνοϊκή τις πιο πολλές φορές λύση. Οι κάτοικοι στο σύνολο τους, ανεξάρτητα από την ιδεολογική τους τοποθέτηση, το εξετίμησαν αυτό πάρα πολύ και κανένας δεν τόλμησε να του προσάψει τη γνώριμη κατηγορία του «συνεργάτη». Αντίθετα, μετά την απελευθέρωση, εξακολουθούσαν να τον τιμούν και να τον σέβονται και το καφενείο που άνοιξε στον κεντρικό δρόμο του Δωρίου ήταν ένας φιλόξενος χώρος.
Η σχετικά ανεκτή ατμόσφαιρα μεταξύ των κατοίκων του χωριού και των Γερμανών, απρόσκλητων φιλοξενούμενων, γινόταν μέρα με την ημέρα όλο και πιο ψυχρή καθώς από τα γύρω χωριά έφθαναν συγκαλυμμένες πληροφορίες για τις κινήσεις της Εθνικής Αντίστασης και τις αναμενόμενες εξελίξεις. Για τα γεγονότα αυτά οπωσδήποτε πληροφορούνταν και οι Γερμανοί, ιδιαίτερα για την άφιξη των Άγγλων Συνδέσμων από το Σ.Μ.Α. (Στρατηγείο Μέσης Ανατολής) και τις αλλεπάλληλες ρίψεις όπλων σε περιοχές που δεν μπορούσαν να ελέγξουν.
Οι
σχέσεις των κατοίκων με τους Γερμανούς έφτασαν στο απόλυτο μηδέν μετά την εκτέλεση των τριών πατριωτών του Δωρίου σαν αντίποινα για την εξουδετέρωση του Γερμανικού
Τμήματος που είχε αποσταλεί στον Αετό στις 10 Σεπτεμβρίου 1943.
Πηγή: βιβλίο
του Χρήστου Ανδρ. Τάκη «Η Αντίσταση 1941-1944 στην Ορεινή Τριφυλία - Ολυμπία -
Το οδυνηρό ξεκίνημα του νέου διχασμού», έκδοση 2014.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου