Του Λεωνίδα Γ. Θεοχάρη
Γεννήθηκε στο Σουλιμά το έτος 1862. Ήταν γόνος αρχοντικής οικογένειας και έφερε επάξια την οικογενειακή κληρονομιά μέχρι θανάτου του.
Δεν ήταν πολύ μορφωμένος, είχε τελειώσει μόνο το Δημοτικό σχολείο. Παρά την ανεπαρκή του μόρφωση ήταν ένας απλοϊκός, τέλειος λειτουργός του υψίστου.
Ήταν θαυμάσιος άνθρωπος και κληρικός. Πάντοτε συγκαταβατικός, υποχωρητικός, μειλίχιος, αλλά εκεί που χρειαζόταν ανυποχώρητος (αδιάλλακτος). Τύπος δίκαιος και ταπεινός, δραστήριος και εχέμυθος. Πάντοτε γελαστός και αστείος στους συγχωριανούς του με τα ωραιότερα αστεία και ανέκδοτα της εποχής εκείνης.
Αξέχαστη έχει μείνει η ρήση του στη Αρβανίτικη διάλεκτο: «όσο ρων Αντώνη, χαν πιν - εδέ κντων - πα άμα βντικ Αντώνη, μιρ τραστ, εδώ κντων», δηλαδή σε ελληνική μετάφραση: «όσο καιρό ζει ο παπα - Αντώνης, φάτε πιέτε και γλεντάτε, γιατί αν πεθάνει, τότε πάρτε σακούλια, ζητάτε (φαγητό επιβίωσης)»!!!
Ο παπα - Αντώνης έπαιρνε μέρος στα κοινά του χωριού και λάμβανε πρωτοβουλία για την επίλυση δύσκολων προβλημάτων της κοινότητας. Έπαιξε σπουδαίο ρόλο στη συμφιλίωση των συγχωριανών του.
Άνθρωπος που διακατεχόταν από πραγματική αγάπη για το Χριστό και απεχθανόταν το μίσος, την κακία και την συκοφαντία.
Η ζωή του και όλη η δράση του υπήρξε υποδειγματική. Από την ημέρα που ντύθηκε με το ράσο υπήρξε ένα αληθινό πρότυπο αρετής και αγιότητας.
Η τροφή του η λιτή και ο ύπνος του λίγος, η καθαριότητά του απερίγραπτη και η εμφάνισή του άψογη. Συνδύαζε και συνέδεε την καθαριότητα του σώματος με την καθαριότητα της ψυχής.
Οι αρετές του τον ανέδειξαν σαν τον καλύτερο κληρικό και τον κατέταξαν μεταξύ των εκλεκτών του Θεού που δοκιμάζουν τη γεύση της ουράνιας μακαριότητας. Υπηρετούσε με ανιδιοτέλεια χωρίς οικονομικό συμφέρον και χωρίς αξιόλογη αμοιβή.
Του έδιναν οι χωριανοί (όσοι του έδιναν) δυόμισι (2,5) οκάδες σιτάρι το χρόνο (να σημειώσουμε πως τον καιρό εκείνο οι ιερείς δεν είχαν μισθό και δεν πληρώνονταν από το ελληνικό δημόσιο). Γύριζε ο ίδιος και το μάζευε από τα σπίτια και σε όσους διαπίστωνε ότι δεν είχαν να του δώσουν, τους έδινε και αυτό που είχε μαζέψει.
Αλήθεια, ποιός από τους σημερινούς ιερείς θα ήταν διατεθειμένος να το κάνει, έναντι και δεκαπλάσιας ακόμη αμοιβής των ιερέων της εποχής εκείνης;;;
Έκανε βίωμα και ζωή του τη ρήση του Απόστολου Παύλου: «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί ο Χριστός».
Ο γιος του Γεώργιος υπήρξε ένας άριστος δάσκαλος, υπηρέτησε στη Σκάλα Μεσσηνίας, στην Αθήνα ως βοηθός επιθεωρητού, διευθυντής των ορφανοτροφείων: Φλώρινας, Γρεβενών, Καλαμάτας, Λαμίας και Σιδηροκάστρου. Επίσης όταν εγκαταστάθηκε στην Αθήνα εξεδήλωσε πάντοτε θερμό ενδιαφέρον για την γενέτειρά του διατελέσας και Πρόεδρος του Συλλόγου Άνω και Κάτω Δωριτών "ΤΟ ΣΟΥΛΙΜΑ", για το οποίο ζωηρώς ενδιαφερόταν.
Γεννήθηκε στο Σουλιμά το έτος 1862. Ήταν γόνος αρχοντικής οικογένειας και έφερε επάξια την οικογενειακή κληρονομιά μέχρι θανάτου του.
Δεν ήταν πολύ μορφωμένος, είχε τελειώσει μόνο το Δημοτικό σχολείο. Παρά την ανεπαρκή του μόρφωση ήταν ένας απλοϊκός, τέλειος λειτουργός του υψίστου.
Ήταν θαυμάσιος άνθρωπος και κληρικός. Πάντοτε συγκαταβατικός, υποχωρητικός, μειλίχιος, αλλά εκεί που χρειαζόταν ανυποχώρητος (αδιάλλακτος). Τύπος δίκαιος και ταπεινός, δραστήριος και εχέμυθος. Πάντοτε γελαστός και αστείος στους συγχωριανούς του με τα ωραιότερα αστεία και ανέκδοτα της εποχής εκείνης.
Αξέχαστη έχει μείνει η ρήση του στη Αρβανίτικη διάλεκτο: «όσο ρων Αντώνη, χαν πιν - εδέ κντων - πα άμα βντικ Αντώνη, μιρ τραστ, εδώ κντων», δηλαδή σε ελληνική μετάφραση: «όσο καιρό ζει ο παπα - Αντώνης, φάτε πιέτε και γλεντάτε, γιατί αν πεθάνει, τότε πάρτε σακούλια, ζητάτε (φαγητό επιβίωσης)»!!!
Ο παπα - Αντώνης έπαιρνε μέρος στα κοινά του χωριού και λάμβανε πρωτοβουλία για την επίλυση δύσκολων προβλημάτων της κοινότητας. Έπαιξε σπουδαίο ρόλο στη συμφιλίωση των συγχωριανών του.
Άνθρωπος που διακατεχόταν από πραγματική αγάπη για το Χριστό και απεχθανόταν το μίσος, την κακία και την συκοφαντία.
Η ζωή του και όλη η δράση του υπήρξε υποδειγματική. Από την ημέρα που ντύθηκε με το ράσο υπήρξε ένα αληθινό πρότυπο αρετής και αγιότητας.
Η τροφή του η λιτή και ο ύπνος του λίγος, η καθαριότητά του απερίγραπτη και η εμφάνισή του άψογη. Συνδύαζε και συνέδεε την καθαριότητα του σώματος με την καθαριότητα της ψυχής.
Οι αρετές του τον ανέδειξαν σαν τον καλύτερο κληρικό και τον κατέταξαν μεταξύ των εκλεκτών του Θεού που δοκιμάζουν τη γεύση της ουράνιας μακαριότητας. Υπηρετούσε με ανιδιοτέλεια χωρίς οικονομικό συμφέρον και χωρίς αξιόλογη αμοιβή.
Του έδιναν οι χωριανοί (όσοι του έδιναν) δυόμισι (2,5) οκάδες σιτάρι το χρόνο (να σημειώσουμε πως τον καιρό εκείνο οι ιερείς δεν είχαν μισθό και δεν πληρώνονταν από το ελληνικό δημόσιο). Γύριζε ο ίδιος και το μάζευε από τα σπίτια και σε όσους διαπίστωνε ότι δεν είχαν να του δώσουν, τους έδινε και αυτό που είχε μαζέψει.
Αλήθεια, ποιός από τους σημερινούς ιερείς θα ήταν διατεθειμένος να το κάνει, έναντι και δεκαπλάσιας ακόμη αμοιβής των ιερέων της εποχής εκείνης;;;
Έκανε βίωμα και ζωή του τη ρήση του Απόστολου Παύλου: «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί ο Χριστός».
Ο γιος του Γεώργιος υπήρξε ένας άριστος δάσκαλος, υπηρέτησε στη Σκάλα Μεσσηνίας, στην Αθήνα ως βοηθός επιθεωρητού, διευθυντής των ορφανοτροφείων: Φλώρινας, Γρεβενών, Καλαμάτας, Λαμίας και Σιδηροκάστρου. Επίσης όταν εγκαταστάθηκε στην Αθήνα εξεδήλωσε πάντοτε θερμό ενδιαφέρον για την γενέτειρά του διατελέσας και Πρόεδρος του Συλλόγου Άνω και Κάτω Δωριτών "ΤΟ ΣΟΥΛΙΜΑ", για το οποίο ζωηρώς ενδιαφερόταν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου