Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010

Γιαννάκης Μέλιος

O Γιαννάκης Μέλιος του Λυμπέρη, γεννήθηκε στις 22 Νοεμβρίου 1770 στο Άνω Κούβελα, όπου σώζεται μέχρι σήμερα το σπίτι των Μέλιων σε ερείπια.
Κατά τη παράδοση, ο Γ. Μέλιος, έφηβος ακόμη, εφόνευσε με την πιστόλα του τον Τούρκο Αγά της περιοχής, που αποπειράθηκε για πρώτη φορά να πατήσει τα χώματα του Χωριού του και κατέφυγε στο Ζαχαρία Μπαρμπιτσιώτη, που τότε δρούσε ως πρωτοκλέφτης στο Μοριά. Στο σώμα του Ζαχαριά διακρίθηκε για τα ηγετικά του προσόντα και γρήγορα έγινε κλεφταρχηγός με δικό του μπαϊράκι. Κοντά του πήγαν ως κλέφτες οι αδελφοί του Κωσταντής και Δημήτρης καθώς και ο επ’ αδελφή γαμπρός του Παν. Ντούφας, από το Κουβελαίϊκο Μαυρομάτι.
Ο ιστορικός Τάκης Κανδηλώρος, αναφέρει ότι ο Μέλιος ήταν μέλος της Ομοσπονδίας Κλεφταρματωλών του Μοριά, που είχε δημιουργήσει ο Ζαχαριάς, η οποία είχε νικήσει τους Τούρκους σε επανειλημμένες συγκρούσεις και είχε αναγκά­σει την τουρκική διοίκηση να τους αναγνωρίσει ως έμμισθους αρματωλούς. Ο Γρηγοριάδης γράφει ότι ο Μέλιος διετέλεσε γενικός αρματωλός του Νομού Μεσσηνίας και τον περιγρά­φει ως Ομηρικό ήρωα. Μεταξύ των άλλων αναφέρει ότι ήταν εγγράμματος, έξυπνος, ανδρείος, μαχητικός και απαράμιλ­λος στον κλεφτοπόλεμο, γι’ αυτό και όλοι οι σύγχρονοι του τον αποκαλούσαν «δάσκαλο του κλεφτοπόλεμου». Οι Τούρκοι όμως δεν μπορούσαν ν’ ανεχθούν επί πολύ την δράση των κλεφτών στο Μοριά και με σουλτανικό φιρμάνι εξαπέλυσαν άγριο διωγμό εναντίον τους την περίοδο 1804-1806. Το φιρμάνι συνοδεύτηκε και από Πατριαρχικό αφορισμό κατά των κλεφτών, ύστερα από πιέσεις που ασκήθηκαν στον Πατριάρχη από τον σουλτάνο, γεγονός που λειτούργησε ως καταλύτης για την εξόντωσή τους. Έτσι εξοντώθηκαν μεμονωμένα ο Ζαχαριάς, ο Πετμεζάς και άλλοι διάσημοι κλέφτες.
Κατά την περίοδο του διωγμού ο Γιαννάκης Μέλιος έπαιξε ηγετικό ρόλο μεταξύ των κλεφτών του Μοριά, όπως αναφέρουν ο Γρηγοριάδης, ο Βασ. Πετμεζάς, ο Κανδηλώρος, ο καθηγητής Ν. Βέης, αλλά και κλέφτικο τραγούδι της εποχής εκείνης. Τελικά, μετά από συνεχή διωγμό ο Γ. Μέλιος κατέφυγε στην Ζάκυνθο μαζί με τους αδελφούς του, τον Παν. Ντούφα και αρκετούς μαχητές του, περί τα μέσα Μαρτίου 1805. Ο Οσμάν πασάς του Μοριά, επικήρυξε τον Γ. Μέλιο και τους αδελφούς του Δημήτρη και Κωνσταντή με το ποσό των 150 φλουριών τον καθένα και ζήτησε από τις αρχές των Ιονίων νήσων την σύλληψη και παράδοση τους, αίτημα όμως που δεν ικανοποιήθηκε. Προφανώς για λόγους ασφαλείας ο Γ. Μέλιος και τα αδέλφια του άλλαξαν το επώνυμό τους σε Λυμπερόπουλους, κατά την παραμονή τους στα Επτάνησα, από το όνομα του πατέρα τους που ήταν Λυμπέρης.
Τα Επτάνησα την εποχή εκείνη κατείχαν οι Ρώσοι, που στρατολογούσαν Έλληνες μισθοφόρους για να πολεμήσουν τους Γάλλους. Και ο Γ. Μέλιος με τα αδέλφια του και τον Ντούφα, εντάχθηκε ως λοχαγός στα μισθοφορικά αυτά σώματα και πολέμησε κατά των Γάλλων στην Νεάπολη της Ιταλίας. Τους Ρώσους διαδέχθηκαν οι Γάλλοι στην κατοχή των Επτανήσων το 1807 και τους τελευταίους οι Άγγλοι το 1809. Τόσο οι Γάλλοι όσο και οι Άγγλοι, δέχθηκαν τους Έλληνες ως μισθοφόρους στην υπηρεσία τους. Ο Γιαννάκης Μέλιος ήταν πάντοτε διοικητής λόχου. Οι Έλληνες υπηρετούσαν τους ξένους με την προσδοκία ότι θα τους βοηθήσουν να ελευθερώσουν την Πατρίδα τους. Οι ξένοι όμως είχαν τα δικά τους συμφέροντα. Έτσι οι Άγγλοι χρησιμοποιούσαν τους Έλληνες κατά των Γάλλων για την κατάληψη της Λευκάδας και των Παξών και στην συνέχεια τους έστειλαν προς υπεράσπιση της Σικελίας μέχρι το 1814. Ο Μέλιος για τις ανδραγαθίες του στις μάχες προήχθη τελικώς σε μαγγιόρο (Ταγ/ρχη). Το 1816 διαλύθηκαν από τους Άγγλους τα μισθοφορικά σώματα των Ελλήνων και οι αξ/κοί τους αποστρατεύτηκαν.
Το 1817 ο Γιαννάκης Μέλιος, τα αδέλφια του και ο Ντούφας επανήλθαν κρυφά στον Μοριά. Στις 20 Σ/βρίου 1818 ο Αναγνωσταράς πέρασε από το Κούβελα και μύησε το Γ. Μέλιο στη Φιλική Εταιρεία. Από το αρχείο φιλικών του Παν. Σέκερη προκύπτει ότι ο Μέλιος μυήθηκε ως Γιαν. Λυμπερόπουλος Κουβελιώτης, χρονών 45, καπετάνιος των αρμά­των δια Αναγ. Παπαγεωργίου. Όπως αναφέρει στην αίτησή της η χήρα του Δημητρίου Μέλιου, ο Γιαννάκης Μέλιος μύησε στην συνέχεια τους αδελφούς του Δημήτρη και Κωνσταντή, τον Παν. Ντούφα και πολλούς άλλους, περιερχόμενος τους νομούς Ηλείας, Μεσσηνίας και Λακωνίας. Ο αγωνιστής και φιλικός Παν. Παπαθανασόπουλος από το Γεωργίτσι της Σπάρτης αναφέρει σε αίτησή του ότι ως φιλικός πήγε στην Κων/πολη τις παραμονές της Επαναστάσεως και ότι η εκεί η ηγεσία της Εταιρείας, του παρέδωσε να μεταφέρει έγγραφη πρόσκληση προς τον Θ. Κολοκοτρώνη και Γ. Μέλιο για να ηγηθούν του ένοπλου αγώνα στην Πελοπόννησο. Παράλλη­λα ο Μέλιος στρατολόγησε έγκαιρα τους Ντρέδες του και φρόνησε για τον εξοπλισμό τους, ώστε να είναι έτοιμοι κατά την έναρξη του αγώνα. Πέρα απ’ όσα διασώζει η παράδοση για το θέμα αυτό, έχουμε και τη γραπτή μαρτυρία του αγωνιστή Παπαπολυζώη Κουτουμάνου από τη Νέδουσα Αλαγονίας, ο οποίος αναφέρει στα απομνημονεύματά του ότι τη νύκτα της 17/18 Μαρτίου 1821 βρίσκονταν στη Μονή Μανδρακίου Καλαμάτας ο Γ. Μέλιος, ο Νικηταράς, ο Κεφάλας κ.α., που με 94 μουλάρια και εκατό νοματαίους κουβαλούσαν όλη νύκτα μπαρουτόβολα από το πλοίο του Μέξη που είχε έρθει από τις Κυδωνιές της Σμύρνης στον Αλμυρό Καλαμάτας. Ο ίδιος αγωνιστής αναφέρει ότι το βράδυ της 22ας Μαρτίου 1821 μαζί με τους άλλους καπεταναίους (Μαυρομιχάλη, Παπαφλέσσα, Κολοκοτρώνη κ.λ.π.) βρίσκονταν στη Μονή Βελανιδιάς και ο Γ. Μέλιος με 200 παλικάρια και ότι όλοι μαζί την επομένη μπήκαν στην Καλαμάτα και την κατέλαβαν αναίμακτα. Δεν είναι γνωστό πότε αναχώρησε ο Μέλιος από την Καλαμάτα και ποιο ακριβώς δρομολόγιο ακολούθησε. Πάντως δεν βρισκόταν στο Κεφαλάρι του Σουλιμά στις 25 Μαρτίου, όπου ο Πρωτοσύγκελος Αμβρόσιος Φραντζής συνάντησε τους υπόλοι­πους Ντρέδες υπό τον Παπατσώρη και λοιπούς καπεταναίους. Μας τον παρουσιάζει όμως να μπαίνει πρώτος το πρωί της 26ης Μαρτίου 1821 στην πόλη της Αρκαδιάς μαζί με τους Παν. Ντούφα, Γεωρ. Συράκο και τους 250 Ντρέδες και να σπεύδει προς την καταδίωξη των Τούρκων που βρίσκονταν στα Φιλιατρά. Οι Τούρκοι όμως σαν έμαθαν την είσοδο των Ελλήνων στην Κυπαρισσία, αναχώρησαν εσπευ­σμένα για το Νιόκαστρο. Έτσι ο Μέλιος παρέμεινε στα Φιλιατρά, ώσπου την επομένη κατέφθασαν και άλλες επαναστατικές δυνάμεις υπό τους Παπατσώρη, Γρηγοριάδη και λοιπούς και όλοι μαζί εξεστράτευσαν κατά των Μεσσηνιακών φρουρίων.
Οι Τούρκοι, αφού ασφάλισαν τις οικογένειές τους στο Νεόκαστρο, επέστρεφαν προς Κυπαρισσία, για ν' αντιμε­τωπίσουν τους επαναστάτες και να προστατεύσουν τις περιουσίες τους. Η συνάντηση των Τούρκων και Ελλήνων έγινε κοντά στη Λιγούδιστα (Χώρα), κατά τον Γρηγοριάδη στις 27 Μαρτίου, κατά δε τον Φραντζή στις 29 Μαρτίου. Εκεί δόθηκε η πρώτη κατά μέτωπο νικηφόρα μάχη του αγώνα. Οι Έλληνες υπό την στρατιωτική ηγεσία του Μέλιου νίκησαν 600 περίπου Οθωμανούς και τους έτρεψαν σε φυγή. Και καταδιώκοντάς τους, τους έκλεισαν στα φρούρια Νεοκάστρου και Μεθώνης, όπου και τους πολιόρκησαν στενά. Η πρώτη αυτή νίκη κατά των Τούρκων, ενίσχυσε το ηθικό και την αυτοπεποίθηση των απειροπόλεμων Ελλήνων.
Το στρατόπεδο των επαναστατών, ενισχύθηκε και από Πύλιους αγωνιστές υπό τον Επίσκοπο Μεθώνης Γρηγόριο, τον οποίο οι πολιορκητές ανεγνώρισαν ως στρατοπεδάρχη τους, τιμής ένεκεν. Ο Μέλιος όρισε ως υπεύθυνο της πολιορκίας του φρουρίου της Μεθώνης τον Παν. Ντούφα, ενώ ο ίδιος διατήρησε την ευθύνη για την πολιορκία του Νεοκάστρου. Ωστόσο, οι Επαναστατημένοι Έλληνες δεν είχαν συνειδητοποιήσει το μέγεθος του εγχειρήματος που είχαν αναλάβει και έτσι το Πάσχα (10 Απριλίου) αναχώρη­σαν οι περισσότεροι για τα σπίτια τους, προκειμένου να συνεορτάσουν με τις οικογένειές τους. Βλέποντας οι έγκλειστοι Τούρκοι του Νεοκάστρου ότι το στρατόπεδο των πολιορκητών είχε αδυνατίσει, πραγματοποίησαν την Δευτέρα του Πάσχα αποφασιστική έξοδο, προκειμένου να λύσουν την πολιορκία. Οι λίγοι πολιορκητές υπό τον Γιαννάκη Μέλιο και τους λοιπούς οπλαρχηγούς, κράτησαν τις θέσεις τους, ωσότου κατέφθασε ο Παν. Ντούφας με ολίγους αγωνιστές που διέθετε από την πολιορκία της Μεθώνης και με συνεχείς πυροβολισμούς και αλαλαγμούς ανάγκασε τους Τούρκους να σπεύσουν να κλειστούν στο κάστρο, πιστεύοντας ότι είχαν φτάσει μεγάλες ενισχύσεις στους πολιορκητές.
Όταν εδραιώθηκε η πολιορκία των φρουρίων, ο Μέλιος απέστειλε στις αρχές Μαΐου τον αδελφό του Δημήτριο με 200 Ντρέδες για την ενίσχυση της πολιορκίας της Τριπολιτσάς. Ο Δημ. Μέλιος έλαβε μέρος στη νικηφόρα μάχη του Βαλτετσίου και στη συνέχεια συμμετείχε ως εκπρόσωπος των Καπεταναίων της Αρκαδιάς στην Συνέλευση των Καλτετζών, όπου συνεστήθη η Πελοποννησιακή Γερουσία. Τον άλλο αδελφό του Κων. Μέλιο με 300 Ντρέδες, έστειλε κατά των Τουρκαλβανών του Λάλα Ηλείας, που αποτελού­σαν σοβαρή εστία κινδύνου για την Επανάσταση. Και ο Κωνσταντής Μέλιος με τους Ντρέδες του, συνέβαλε ουσιαστικά στην εκδίωξη των Λαλαίων, όπως ομολογείται από τους Γρηγοριάδη, Φρατζή, Κων. Μεταξά κ.α.
Από τα μέσα Μαΐου 1821 το Νεόκαστρο αποκλείστηκε και από τη θάλασσα με δύο Σπετσιώτικα πλοία. Έτσι η ζωή των πολιορκημένων έγινε πιο δύσκολη, αφού δεν μπορούσαν πλέον να ανεφοδιαστούν. Στις 16 Ιουλίου 1821 ο Γιαννάκης Μέλιος με προσωπικό του εγχείρημα κατέλαβε το υδραγω­γείο του φρουρίου, αποστερώντας από τους πολιορκημέ­νους και το νερό. Το γεγονός τούτο έσπευσε την παράδοση του Νεοκάστρου στις 7 Αυγούστου 1821, που αναμφίβολα ήταν μία από τις πρώτες μεγάλες επιτυχίες του αγώνα, στην οποία η συμβολή του Μέλιου ήταν αποφασιστική. Δυστυχώς, μετά την πτώση του Νεοκάστρου συνέβησαν δυσάρεστα γεγονότα. Οι περισσότεροι από τους παραδοθέντες Τούρ­κους σφάγηκαν. Τα λάφυρα, στα οποία όλοι οι αγωνιστές προσέβλεπαν, μεταφέρθηκαν δήθεν για ασφαλή διανομή στα Σπετσιώτικα πλοία και τα πήραν οι Σπετσιώτες και έφυγαν. Έτσι, οι αγωνιστές της ξηράς και ιδιαίτερα οι Ντρέδες δεν πήραν απολύτως τίποτε, γεγονός που δημιούργησε δυσα­ρέσκεια και γκρίνια. Και το χειρότερο μέσα σ' ένα κλίμα αντιπαλότητας και αντιδικίας, μεταξύ ορεινών και πεδινών αγωνιστών, φονεύθηκε στην Πύλο ο αρχηγός των Ντρέδων Γιαννάκης Μέλιος από τον Φιλιατρινό καπετάνιο Παπαναστάση. Η τραγωδία ολοκληρώθηκε με το φόνο στη συνέχεια του Ντούφα και του Παπαναστάση. Αναμφίβολα, η απώλεια για το αγωνιζόμενο Έθνος και την περιοχή μας τριών σημαντι­κών οπλαρχηγών ήταν τεράστια. Ειδικότερα όπως ο χαμός του Γιαννάκη Μέλιου άφησε δυσαναπλήρωτο κενό, αφού αυτός ήταν ο φυσικός ηγέτης, ο πολέμαρχος που ενέπνεε εμπιστοσύνη, εμψύχωνε και οδηγούσε σε νίκες τους μαχητικούς Ντρέδες. Κατά την παράδοση, τα παλικάρια του Μέλιου μετέφε­ραν τον νεκρό αρχηγό τους στο Κούβελα και τον ενταφίασαν μπροστά στην είσοδο της Εκκλησίας του Αγ. Νικολάου, που ήταν και το νεκροταφείο του Χωριού του. Το 1992 έγινε εκσκαφή στο σημείο που υποδείκνυαν οι γέροντες ως τον τάφο του Μέλιου και πράγματι βρέθηκαν τα οστά του. Στο σημείο εκείνο κατασκευάστηκε λιθόκτι­στος τάφος, όπου σε επίσημη τελετή ο μακαριστός μητρο­πολίτης κ.κ. Στέφανος εναπέθεσε τα λείψανα του Γιαννάκη Μέλιου στις 21 Αυγούστου 1993.
Ο Γιαννάκης Μέλιος μέχρι και τον θάνατό του ήταν ο αδιαμφισβήτητος αρχηγός των Ντρέδων. Με την πλούσια προεπαναστατική του δράση, και την πείρα του ως αξιω­ματικού ευρωπαϊκών στρατών, ήταν ένας εμπειροπόλεμος και καταξιωμένος στρατιωτικός ηγέτης πρώτου μεγέθους, που πρωτοστάτησε κατά τον απελευθερωτικό αγώνα στην περιοχή μας. Με τους προσωπικούς του ηρωισμούς, τους στρατηγικούς του σχεδιασμούς και τον συντονισμό των επαναστατικών δυνάμεων της περιοχής, εδραίωσε την επανάσταση στην ΝΔ Πελοπόννησο. Και η πολεμική πείρα των ηγετών κατά την έναρξη της Επαναστάσεως, που οι αγωνιστές ήταν σχεδόν άοπλοι και απειροπόλεμοι, ήταν κρίσιμο στοιχείο για την επιτυχία του αγώνα. Το ατύχημα είναι ότι χάθηκε πολύ πρόωρα και δεν μπόρεσε να προσφέρει τις πολύτιμες υπηρεσίες του στο αγωνιζόμενο Έθνος και να περάσει τους ηρωικούς Ντρέδες στην Ιστορία. Οι Ντρέδες, βέβαια, συνέχισαν και μετά τον θάνατο του Μέλιου να δίνουν το δυναμικό «παρών» τους σε όλες τις αναμετρήσεις του Μοριά και όχι μόνον, υπό τους αδελφούς Μέλιους και τους άλλους Ντρέδες οπλαρχηγούς, αλλά δυστυχώς, η Ιστορία τους αγνόησε.

Πηγή: Ομιλία του Αντιστρατήγου ε.α. Παναγιώτη Ηλιόπουλου στις 8 Αυγούστου 2010 στο Κούβελα στην εκδήλωση προς τιμή του οπλαρχηγού Γιαννάκη Μέλιου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου