Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2013

Το Σουλιμά και οι Ντρέδες

Του Λεωνίδα Γ. Θεοχάρη

«Κάποιο ευγενικό άρωμα πλανιέται στον αέρα, το άρωμα του χώματος και του καπνού, το άρωμα που πνίγει το λαιμό από συγκίνηση και φέρνει δάκρυα σ’ εκείνον που έχει καιρό πολύ να δει το χωριό του».Κίπλινγκ 

«Στο νου μου πάντα μένει τ’ ολόχαρο χωριό, στ’ αυτιά μου πάντα ακούω, θα βρεις γαλήνη εδώ». Σούμπερτ
Το Σουλιμά βρίσκεται στο ΒΔ τμήμα του νομού Μεσσηνίας και είναι χτισμένο αμφιθεατρικά σ’  ένα τοπίο πανέμορφο και μοναδικό. Φωλιασμένο στην απάνεμη αγκαλιά της Μάλιζας για προστασία, είναι καλά ριζωμένο και στολίζει την Τριφυλία, με ιστορία ζηλευτή και πλούτο κάθε φυσικής ομορφιάς.
Είναι ένα καταπράσινο και σμαραγδένιο χωριό, που προσφέρει απλόχερα στον επισκέπτη τη συγκίνηση από την επαφή με τη φύση, ένα τοπίο αγνό, γραφικό, ανέπαφο απ’ το χρόνο και την τεχνολογική εξέλιξη που αλλοιώνει και σκοτώνει τη φύση.
Πέρα όμως από τις φυσικές του ομορφιές, εκείνο που το ξεχωρίζει και το έχει κάνει ξακουστό σ’  όλο το Μοριά είναι η ένδοξη Ιστορία του. Μια Ιστορία ζηλευτή που αρχίζει λίγο πριν ρίξει το μαύρο πέπλο της η μακραίωνη τουρκική σκλαβιά και τελειώνει με εντυπωσιακό τρόπο, όταν πια η πατρίδα μας με πρωτοπόρους και μπροστάρηδες τους κατοίκους της ανέκτησε την ανεξαρτησία της.
Το Σουλιμά στη σημερινή του θέση χτίστηκε το έτος 1400. Η θέση αυτή επιλέχτηκε γιατί ήταν περισσότερο ασφαλής από τον εχθρό, σε πιο επίπεδο μέρος και ο έλεγχος του χωριού γινόταν εύκολα με την εγκατάσταση παρατηρητών σε τρία σημεία (στη Διμηνέζα, στη Μάλιζα και στη Γρηγόραινα).
Η μετάβαση στο Σουλιμά είναι πολύ εύκολη, Από την Αθήνα γίνεται μέσω του εθνικού οδικού δικτύου Αθηνών-Τριπόλεως-Δωρίου-Κυπαρισσίας. Από το Δώριο απέχει μόλις εννέα χιλιόμετρα, ενώ από την Κυπαρισσία είκοσι πέντε.
Η διαδρομή είναι από μόνη της εξαιρετική και αποτελεί μια πρόγευση, θα λέγαμε, όσων πρόκειται να ακολουθήσουν. Θα μείνετε εκστασιασμένοι από όσα θα δείτε στο δρόμο σας, αφού κάθε βουνό που θα συναντήσετε έχει και μια ιδιαιτερότητα που δεν απαντιέται συχνά.
Πρώτη εικόνα του χωριού: Γνήσιο έργο τέχνης πλασμένο απ’ τα χέρια των φημισμένων μαστόρων, σε υψόμετρο 600 μέτρων και με πέτρες ποτισμένες με Ιστορία. Εδώ ο άνθρωπος έγινε γρήγορα σύμμαχος με τη φύση και κτίζοντας όλα αυτά τα απίθανης αρχιτεκτονικής οικήματα έφτιαξε ένα μικρό αριστούργημα πλήρως εναρμονισμένο με το γύρω φυσικό περιβάλλον.
Το πλήθος των πέτρινων λευκών σπιτιών είναι ίδιο με εκείνα των άλλων χωριών της ορεινής Τριφυλίας.
Είναι σπίτια ομορφοκτισμένα με πέτρες λαξευμένες, καλοδουλεμένα από μαστόρους με γούστο και μεράκι, φτιαγμένα όχι από τεχνίτες, αλλά από πραγματικούς αρχιτέκτονες. Αρκετά με καμάρες στις εξώπορτες. Σωστά αρχοντικά. Σε πολλά βλέπει κανείς όχι μόνο τη λάμψη του πνεύματος της εποχής εκείνης που χτίστηκαν, αλλά και… μνημεία, όμως και αυτά της αίγλης του παρελθόντος.
Τα σπίτια του σκεπασμένα με κεραμίδια, νοικοκυρεμένα, ανάρια και καθαρά με τις κληματαριές τους στις ευρύχωρες αυλές και τα βασιλικά στα παράθυρα, δίνουν κάτι ξεχωριστό στην εμφάνιση και στην έκφρασή του και αποδείχνουν πολιτισμό, σαν συνέχεια, ανόθευτου κι αγνού του αρχαίου… Είναι σπίτια του παραδοσιακού Αιτωλικού τύπου οικοδομών της βαθύτατης ελληνικής αρχαιότητας, γεγονός που πιστοποιεί και ιστορικά την καταγωγή των Αλβανόφωνων πληθυσμών της χώρας μας.
Οι κήποι καλύπτουν το κενό μεταξύ των σπιτιών και διάφορα δέντρα σε σχήμα και ύψος απλώνουν το πρασινωπό φύλλωμά τους και ποικίλλουν τη γοητευτική όψη του χωριού.
Ανάμεσά τους, φρουροί ακοίμητοι, οι δύο πετρόχτιστες εκκλησίες, της Αγίας Τριάδας και του Αγίου Δημητρίου, στολίδια ανεκτίμητα του χωριού.
Η Αγία Τριάδα
Η Αγία Τριάδα, βασιλικού ρυθμού, στο κέντρο του χωριού, αρκετά μεγάλη, τραβάει το βλέμμα του επισκέπτη. Στο ανώφλι της κυρίας εισόδου της είναι χαραγμένη η χρονολογία 1859. Τετράψηλο και το πέτρινο καμπαναριό της. Το εσωτερικό της, αμφίστηλο, είναι πλακοστρωμένο και κολόνες σε σειρά χωρίζουν την κλίτη της. Γέμιζε και δεν χωρούσε τους κατοίκους τον πρώτο καιρό, αφού οι κάτοικοι μετριόνταν με μέτρο τη χιλιάδα και όχι την εκατοντάδα, όπως συμβαίνει σήμερα.
Η πλατεία, επίσης, μεγάλη. Εκεί εκτυλισσόταν όλη η κοσμική και κοινωνική ζωή του χωριού, πανηγύρια, γάμοι, γιορτές, χοροί, γλέντια. Κάθε Πεντηκοστή το κλαρίνο του Τσιούτσια, το σαντούρι και το βιολί των Μεσσήνιων οργανοπαιχτών διασκέδαζαν τον κόσμο με το πλούσιο και ευχάριστο πρόγραμμά τους.
Τη δεύτερη ημέρα της Λαμπρής, μετά τη λειτουργία της «Αγάπης», στηνόταν σ’ αυτή μεγάλος γιορταστικός χορός από τους κατοίκους του χωριού, με παραδοσιακά τραγούδια της άνοιξης, της αγάπης, του γάμου, της ξενιτιάς κλπ. που αντηχούσαν χαρούμενα κάτω από τα δύο ψηλόκορμα πλατάνια της και πέρα σ’  όλο το χωριό. Τα πλατάνια αυτά στέκουν αιώνες στη μέση της πλατείας, διακοσμούν το χωριό, δροσίζουν το καλοκαίρι τους χωριανούς και τους επισκέπτες με την καταπράσινη και βαθύσκιωτη φυλλωσιά τους και μαρτυρούν τη μακρόχρονη εγκατάσταση των Σουλιμαίων στο χωριό αυτό.
Γύρω από την πλατεία δύο υπέροχα γραφικά καφενεδάκια αποτελούν το κέντρο συνάντησης των Σουλιμαίων, αλλά και των επισκεπτών που θέλουν όχι μόνο να ξαποστάσουν από το ταξίδι τους, αλλά και να ρεμβάσουν κάτω από τα όμορφα πλατάνια ακούγοντας το γλυκό κελάηδισμα των πουλιών.
Λίγο πιο κάτω βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, η Αγία Λαύρα Τριφυλίας. Σ’  αυτό τον ιερό χώρο ο θρυλικός Παπατσώρης στις 24 Μαρτίου 1821 ευλόγησε τη σημαία και τα όπλα των αδούλωτων Ντρέδων, για να πετάξουν ύστερα σαν αετοί και να δώσουν το παρών σ’ όλες τις μάχες που έγιναν στο Μοριά.
Στον προ του ιστορικού ναού του Αγίου Δημητρίου ελεύθερο χώρο ο «σύνδεσμος Απογόνων των Ντρέδων Τριφυλίας», ύστερα από προσπάθειές του, αλλά και άλλων επίλεκτων τέκνων του, υψώθηκαν οι προτομές των αγωνιστών Δημήτρη Παπατσώρη και Κόλια Πλαπούτα και εντοιχίστηκε στην πρόσοψη του Αγίου Δημητρίου μπρούτζινη αναπαράσταση του όρκου των Ντρέδων, για να θυμούνται τα νιάτα του χωριού ποιους προγόνους είχαν, να αντρειεύονται και να κρυφοκαμαρώνουν. Στον ίδιο χώρο το έτος 2008 ο σύλλογος των Σουλιμαίων με τη βοήθεια πολλών Σουλιμοχωριτών κατασκεύασε το ηρώο των Ντρέδων, δείγμα ενδιαφέροντος για την ιστορική μνήμη των πεσόντων για την πατρίδα Ντρέδων.Αποτελεί όχι μόνο καθήκον, αλλά και υποχρέωση να συμβάλλουμε με κάθε τρόπο στη διατήρηση και στην παράδοση της χρυσής παρακαταθήκης που μας κατέλειπαν οι ήρωές μας στις επόμενες γενιές.
Στον ίδιο χώρο και σε μικρή απόσταση από την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου υπάρχει το ηρώο των Σουλιμαίων πεσόντων κατά τους πολέμους 1912-1940. Κατασκευάστηκε με τη φροντίδα και τα έξοδα του εκλεκτού συμπατριώτη μας, Παναγιώτη Λυμπερόπουλου-Γκάζντα.
Ο Άγιος Δημήτριος
Όλοι εμείς που ζούμε σήμερα ελεύθεροι έχουμε ιερό καθήκον να τιμούμε με κάθε τρόπο την υπέρτατη θυσία εκείνων που έπεσαν για τα ιδανικά της πατρίδας και του έθνους. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει της προσοχής ότι οι λαοί που ξεχνούν τις θυσίες των προγόνων τους αφανίζονται και δεν επιζούν επί πολύ. Επιπλέον δε η Ιστορία μας διδάσκει ότι μόνο όταν ήμασταν ενωμένοι οι Έλληνες μεγαλουργήσαμε.
Ο βασικός λόγος της ανέγερσης μνημείου πεσόντων και η τέλεση μνημοσύνων σε αυτό, είναι η τιμή σ’  αυτούς που έπεσαν για την πατρίδα και παράδειγμα γι’  αυτούς που ζουν σήμερα ελεύθεροι χάρη στη θυσία εκείνων.
Ανάμεσα και λίγο δεξιότερα από τις δύο εκκλησίες βρίσκεται το πνευματικό κέντρο του συλλόγου, το οποίο χτίστηκε τα τελευταία χρόνια. Είναι και αυτό ένα ακόμη στολίδι του χωριού μας και στην αίθουσά του γίνονται σχεδόν όλες οι εκδηλώσεις μας, ιδιαίτερα το χειμώνα που οι καιρικές συνθήκες δεν επιτρέπουν την πραγματοποίησή τους σε εξωτερικούς και υπαίθριους χώρους.
Πίσω από την Αγία Τριάδα βρίσκεται η παλιά πετρόχτιστη, θολωτή βρύση του χωριού, ένα ακόμη έργο τέχνης.
Αριστερά και σε απόσταση εκατόν πενήντα μέτρων από την πλατεία βρίσκεται το αγαπημένο μας Δημοτικό Σχολείο, στο οποίο μάθαμε τα πρώτα μας γράμματα και με το οποίο μας συνδέουν πολλές ωραίες και ευχάριστες παιδικές αναμνήσεις. Δυστυχώς, εδώ και είκοσι περίπου χρόνια δεν λειτουργεί, γιατί, όπως είναι γνωστό, δεν υπάρχουν στο χωριό παιδιά. Σήμερα χρησιμοποιείται ως κατοικία, από κάποιον συγχωριανό μας.
Στην άκρη, αριστερά του χωριού, βρίσκεται το γήπεδο μπάσκετ που κατασκευάστηκε τα τελευταία χρόνια και ακόμη πιο αριστερά και σε απόσταση πεντακοσίων μέτρων από το χωριό βρίσκεται το κοιμητήριο, στο οποίο αναπαύονται οι «…μακάριοι νεκροί που δεν ζουν την πίκρα της ζωής».
Το δεύτερο πράγμα που σε εντυπωσιάζει είναι η πανοραμική κι απέραντη θέα του. Όπου και αν κοιτάξεις τριγύρω, χορταίνει το μάτι σου.
Η τοποθεσία που έχει χτιστεί το Σουλιμά, λοιπόν, είναι ένα πελώριο μπαλκόνι που και το πιο απαιτητικό μάτι χορταίνει αγνάντεμα.
Αγναντεύουμε όλο σχεδόν τον κάμπο της Μεσσηνίας. Το βλέμμα μας φτάνει μέχρι τον Ταΰγετο, μακριά μέχρι τη θάλασσα της Καλαμάτας, εκεί που η θάλασσα γίνεται ένα με τον ουρανό. Η μοναδική αυτή θέα του χωριού το έχουν αναδείξει σήμερα σε ένα εξαιρετικό θέρετρο λες και επιλέχτηκε γι’ αυτό τον σκοπό από τους καλύτερους υγιεινολόγους.
Το 1380 περίπου, πληθυσμοί της Βορείου Ηπείρου κατέβηκαν νοτιότερα και έφθασαν μέχρι την Πελοπόννησο, την περίοδο αυτή στην περιοχή και εγκαταστάθηκαν, ως έποικοι σαράντα οικογένειες με διακόσια γυναικόπαιδα. Αυτοί ήταν Έλληνες Αρβανίτες και κατάγονταν από τους πανάρχαιους Ιλλυριούς Έλληνες της Ηπείρου. Ήταν Χριστιανοί Ορθόδοξοι και είχαν ελληνική εθνική συνείδηση.
Η βρύση - δεξαμενή
Οι έποικοι αυτοί εγκαταστάθηκαν στους ορεινούς όγκους του Δωρίου και της Αυλώνας προκειμένου να χρησιμεύσουν ως συνοριοφύλακες του Δεσποτάτου έναντι των Φράγκων, που τότε κατείχαν την απέναντι πλευρά της Νέδας, την επαρχία Ολυμπίας, αλλά και να ενισχύσουν τον Βυζαντινό στρατό.  Εκεί έφτιαξαν τα χωριά τους που τα ονόμασαν Σουλιμοχώρια ή Αρβανιτοχώρια λόγω και της αρβανίτικης διαλέκτου που μιλούσαν. Τα χωριά αυτά είναι το Σουλιμά, το Ψάρι, το Χρυσοχώρι, το Κλέσουρα, το Λάπι, το Χαλκιά, το Κούβελα, το Κατσούρα, το Ρίπεσι, το Πιτσά και η Αγριλιά.Το οροπέδιο του Δωρίου, στο οποίο έχουν χτιστεί τα Σουλιμοχώρια, δεν ξεπερνάει τα 120 τετραγωνικά χιλιόμετρα, είναι ένα φυσικό κάστρο από βουνά σε σχήμα πετάλου, με δύο μόνο εξόδους προς Κυπαρισσία και άνω Μεσσηνία και η εξαιρετική θέση του, έδινε την ευχέρεια στους Ντρέδες να κινούνται άνετα προς τα Κοντοβούνια, την Καρύταινα, τη Ζούρτσα και τα βουνά της Ολυμπίας και τη Μάνη και να διαφεύγουν σε περίπτωση κινδύνου, αλλά και να προσφέρουν βοήθεια σε άλλες περιοχές, ακολουθώντας τον Γενικό Αρχηγό τους, όπου και αν τους οδηγούσε. Η δημογεροντία των Σουλιμοχωρίων είχε την έδρα της στο Σουλιμά, κατά τα διαμειφθέντα και τη συγκροτούσαν οι εκλεγόμενοι εκπρόσωποι όλων των χωριών  που ήσαν το Κούβελα, το Χαλκιά, το Λάπι, το Ψάρι, το Χρυσοχώρι, το Κλέσουρα, το Ρίπεσι, το Πιτσά και η Αγριλιά. Έδινε λύση στα γενικότερα ζητήματα της είσπραξης των φόρων, της στρατολογίας και της συνεισφοράς, της διατροφής των ενόπλων όταν γίνονταν επιχειρήσεις μακριά από τα Σουλιμοχώρια, αλλά και για την επίλυση των διαφορών μεταξύ των χωριών τους. Από την ανάμειξη δε των Βορειοηπειρωτών Χριστιανών και των εντοπίων κατοίκων του προήλθε το ακουστό γένος των ‘’Ντρέδων’’, όπως έμειναν γνωστοί στην Ιστορία οι κάτοικοι του Σουλιμά και των Σουλιμοχωρίων.
Οι Ντρέδες ήσαν ψηλοί, ρωμαλέοι, ευειδείς και φιλελεύθεροι, πάρα πολύ τολμηροί και ριψοκίνδυνοι, πανούργοι, πείσμονες και οργίλοι, φιλέριδες και πολλές φορές αυθαίρετοι, αλλά και ειλικρινείς και σταθεροί, αγέρωχοι, γλυκόλογοι, περιποιητικοί, φιλόξενοι στο έπακρον και θρήσκοι μέχρι δεισιδαιμονίας. Αγαπούσαν υπερβολικά τους γονείς και σέβονταν τους γέροντες, ενώ ομιλούσαν και την Αρβανίτικη διάλεκτο. Η κύρια ενασχόλησή τους ήταν η άσκηση στα όπλα, η θήρα, η φροντίδα των ποιμνίων, η αρπαγή και ο πόλεμος και όταν χόρευαν κινούσαν τα όπλα τους, σημάδι της ανδρείας τους και της πολεμικής ορμής τους. Μάλιστα τακτικά περνούσαν από τις όμορφες τουρκοκρατούμενες περιοχές οπλισμένοι, χωρίς να ενοχλούνται από τους Τούρκους, γιατί τους εφοβούντο. Οι γυναίκες τους έφεραν και αυτές όπλα και χόρευαν οπλισμένες με λεβεντιά και χάρη και πιστές ακολουθούσαν τους άντρες τους στα χωράφια, στα στενοτόπια και στον πόλεμο και εμάχοντο μαζί.
Η Σουλιμιώτισσα ήταν η κλώσα του πατροπαράδοτου ήθους, ο θεματοφύλακας, το πρόσωπο που με το να στέκεται πιο κοντά στην παιδική ηλικία, έπαιρνε και διαβίβαζε ασφαλέστερα ‘’τα πράγματα’’ σε όλο το σόι, από τη μια γενιά στην άλλη.
Με ξεθωριασμένα φορέματα από τις καιρικές συνθήκες, έκανε όλες τις δουλειές, όχι μόνο του σπιτιού, αλλά και τις αγροτικές, σε συνεργασία με τον άντρα της ή και μόνη της πολλές φορές. Μέσα στη βροχή, στο χιονιά, στο κρύο, στο λιοπύρι φορτωνόταν το βαρέλι και πήγαινε στη βρύση για νερό ακόμα και τα μεσάνυχτα. Κουβαλούσε ζαλιά τα ξύλα, τ’  αλέσματα, τους σανούς, τα χαράρια με τ’ άχυρα και χίλια δυο πράγματα που έπρεπε να μεταφερθούν, ιδίως όταν στο σπίτι δεν υπήρχε κάποιο ζώο γι’ αυτό τον σκοπό.
Τα ροζιασμένα χέρια της έδειχναν την τίμια δούλεψή της, ενώ  το πρόσωπό της μαρτυρούσε την εργατικότητά της. Δεν είδε ποτέ αισθητική περιποίηση και δεν γνώρισε φτιασίδι. Το μόνο χάδι που ένιωσε στο τίμιο πρόσωπό της ήταν η ψύχρα του βοριά και το θερμό φιλί του ήλιου.
Τους Σουλιμοχωρίτες τους ονόμασαν ‘‘Ντρέδες’’ πολύ πριν από τον αγώνα του 1821. Το προσωνύμιο αυτό τους δόθηκε κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας για να τονίσει την ευθύτητα του χαρακτήρα τους και την μπέσα που διέκρινε τη ράτσα τους.
Για τη σημασία της λέξεως αυτής έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις. Σύμφωνα με μία, που πιστεύω ότι είναι η ορθότερη, «Ντρες» σημαίνει ευθύς, ειλικρινής, ντόμπρος και πιθανότατα προέρχεται από την αρβανίτικη λέξη ‘‘ντρέιτ’’ που σημαίνει ‘‘ίσιος’’.  Με την πάροδο του χρόνου η έννοιά της έγινε ταυτόσημη  με τον ανδρείο, τον γενναίο, τον δυνατό, το παλικάρι. Τη γενναιότητα και την αντρειοσύνη τους οι Ντρέδες την απέδειξαν σ’  όλους τους πολέμους, όπου έλαβαν μέρος.
Οι Ντρέδες διατήρησαν επί αιώνες τον στενό δεσμό της οικογένειας (φάρας) η οποία αποτέλεσε τη βάση της κοινωνικής διάρθρωσης του Σουλιμά και των Σουλιμοχωριτών όλα τα χρόνια της τουρκοκρατίας και διαβίωναν ανεξάρτητοι με τους δικούς τους νόμους και έθιμα.
Η περιοχή του Σουλιμά είναι ορεινή. Αποτελείται από καλλιεργήσιμες εκτάσεις, βοσκοτόπια και δάση. Είναι ένα τοπίο με χρώματα καθαρά ηπειρώτικα, ‘’όλο αγριάδα και σκληράδα’’, και δεν μπορούσε να είναι αλλιώς, αφού οι Ηπειρώτες εκείνοι Έλληνες που τα διάλεξαν ήθελαν να μοιάζει με τα βουνά τους, τα Ηπειρώτικα, για να ξεχνούν τα ντέρτια τους και τους καημούς τους, για να τους θυμίζει την πατρίδα τους και να τους απαλύνει τη νοσταλγία τους γι’ αυτήν.
Τα Σουλιμαίικα μέρη έχουν κάτι απ’ την ταυτότητα της ηπειρωτικής γης, όπως τη ζωγραφίζει στους στίχους του ο Κατζιούλας:
«Φτενά χωράφια, κρατημένα σε πεζούλια κι άπιαστες γίδες που κρεμιούνται σε γκρεμούς ετούτη ’ναι η πατρίδα μας. Η Πούλια δεν λάμπει πιο καθάρια σ’  άλλους ουρανούς».
Το Σουλιμά κατά τα χρόνια της μακραίωνης δουλείας ήταν το ασφαλές καταφύγιο, τόσο των Ελλήνων όσο και των Τούρκων εκείνων που έπεφταν στη δυσμένεια του κατακτητή, γιατί, από το Κακόρεμα και του Μπούγα κανένας δεν τολμούσε να μπει στο αυτοδιοικούμενο Ντρέδικο καπετανάτο χωρίς να τιμωρηθεί.
Το δημοτικό τραγούδι, που είναι πηγή για την Ιστορία, μας λέει:

«Το Ψάρι και του Σουλιμά τα δυο κεφαλοχώρια, χαράτσι δεν πληρώνουνε, Τούρκο δεν προσκυνάνε, γιατί ‘ναι ο Ντάρας το θεριό και ο Τάσης Παπατσώρης, πιάνουν και στέλνουν μήνυμα σ’  όλα τα παλικάρια, πάρτε τα καρυοφύλλια σας και πιάστε καραούλι, ποδάρι Τούρκου να μην μπει μεσ’ στα Σουλιμοχώρια, γιατί ’ναι οι Ντρέδες ξακουστοί και πρώτοι στο σημάδι, βόλι δεν πάει αλάθευτο και γιαταγάνι κούφιο».

Το Πνευματικό Κέντρο
Σ’  όλο το διάστημα της Τουρκοκρατίας το Σουλιμά στάθηκε σχολείο πολεμιστάδων και ποτέ δεν λύγισε και δεν προσκύνησε! Έμεινε απτόητο και ορθό. Δεν λογάριασε τον τύραννο, είτε Τούρκος ήταν, είτε ο Ιμπραήμ Πασάς.
Τα Σουλιμαίικα βουνά με τα δάση τους, τις χαράδρες και τις βραχώδεις εκτάσεις του ήταν τα λημέρια της Κλεφτουριάς η οποία με το ντουφέκι και το γιαταγάνι στο χέρι κράτησε ψηλά τη σημαία της φυλής μας, έσωσε την έννοια της πατρίδας, της θρησκείας και της πίστης και προετοίμασε την ανάσταση του γένους το 1821.
Σε αυτό το απόρθητο κάστρο της πολεμικής αρετής μέσα από τα θεμέλια του, μέσα από τα σπλάχνα της ντρέδικης γης, αντρειώθηκαν ‘’ντερέκια’’ απόκοτα παλικάρια γενναία μορφές αγωνιστών που πάνω από την ζωή τους βάλανε το καθήκον προς την πατρίδα.
Από τα μέσα του 17ου αιώνα οι Ντρέδες συνεργάστηκαν στενά με τους Σκλαβούνους του βόριου Ταΰγετου, υπερασπιζόμενοι τους κατατρεγμένους της ευρύτερης περιοχής τους και γρήγορα τέθηκαν στην υπηρεσία των Ενετών της Δυτικής Πελοποννήσου στον αγώνα κατά των τούρκων και συγκρότησαν τον πυρήνα των επικουρικών ελληνικών ταγμάτων που αποτέλεσαν τις μόνιμες φρουρές των επικίνδυνων διαβάσεων του Μοριά και τηρούσαν την τάξη και την αστυνόμευση των πόλεων και της υπαίθρου και μαζί με τους Ενετούς έδωσαν πολλές μάχες κατά των τούρκων και πολλοί Ντρέδες κατά τους προεπαναστατικούς χρόνους έγιναν ξακουστοί για την παλικαριά του και απόκτησαν μεγάλο κύρος στον Μοριά. Χαρακτηριστικά μνημονεύουμε τον Νικόλαο ή Κόλια Κολιόπουλο ή Πλαπούτα που γεννήθηκε το 1735 στο Σουλιμά και το 1753 εγκαταστάθηκε στο Παλούμπα Γορτυνίας και επί 80 χρόνια αγωνίστηκε ως κλεφταρματολός με μεγάλη προσφορά στο έθνος! Ήταν πατέρας του ένδοξου στρατηγού Δημήτρη Πλαπούτα, που μοιράστηκε με τον Κολοκοτρώνη τις ένδοξες στιγμές εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, αλλά και τους θλιβερούς κατατρεγμού αλλά και τις φυλακίσεις του. Του Ιωάννη Ρούση από το Λάπι που ήκμασε ως κλεφταρχηγός από το 1762 μέχρι το 1786, που έμεινε γνωστός ως ο Αρκαδινός Τουρκοφάγος. Του Γιάννη Κόρδα από το Κούβελα που με τα πέντε αδέρφια του έδρασε από 1760 έως το 1785, πήρε μέρος στην επανάσταση των Ορλώφ του 1769 και διακρίθηκε στην μάχη στα Τρίκορφα και τον εξολοθρεμό των Αλβανών το 1779. Τον Δήμο Σουλιμιώτη που γεννήθηκε στο Σουλιμά το 1680 και έδρασε, ως κλεφταρματολός μέχρι τις 22 Μαρτίου 1720 που σκοτώθηκε στο Λαμπέτι της Ηλείας. Επί 2,5 έτη είχε πολύ σημαντική δράση και ανδραγάθησε το 1785 στην άμυνα του Ναυπλίου, ως αρχηγός των επικουρικών ταγμάτων μαζί με τους Ενετούς κατά την πολιορκία των τούρκων υπό τον Δαμάλ Πασά ενώ αναγνωρίστηκε ως γενικός αρχηγός των κλεφταρματολών του Μοριά και ήταν ο πρώτος που οργάνωσε συστηματικά τους κλεφταρματολούς ως ιδιαίτερη τάξη των στρατιωτικών. Τον Μάρκο Ντάρα από το Ψάρι, ο οποίος διαδέχτηκε το 1720 τον Δήμο Σουλιμιώτη στην αρχηγία των Ντρέδων, αναγνωρίστηκε γενικός αρχηγός των κλεφταρματολών της Πελοποννήσου, με αναρίθμητα στρατιωτικά κατορθώματα, που τον ανέδειξαν ως τον μεγαλύτερο των κλεφταρματολών της τουρκοκρατίας. Δολοφονήθηκε το 1746 στο Ίσαρι της Μεγαλόπολης από τον έμπιστό του τον Αλβανό Γκόγκα για να λάβει την επικήρυξή του. Τον Αλέξη Ντάρα από το Ψάρι γιο του Μάρκου που ανέπτυξε σημαντική δράση, αντάξια με εκείνη του πατέρα του από το 1760 μέχρι το 1785 που σκοτώθηκε σε μάχη με του τούρκους έξω  από την Κυπαρισσία και ως αρχηγός των Ντρέδων, πήρε μέρος στην επανάσταση των Ορλώφ του 1769, ανδραγάθησε στην μάχη στα Τρίκορφα κατά των αλβανών το 1789 και μαζί με τον Κωνσταντή Κολοκοτρώνη διετέλεσε και συναρχηγός των κλεφτών στο Μοριά και υπέγραψαν την από 10 Ιουλίου 1779 απαντητική επιστολή των Μοραϊτών κλεφτοκαπεταναίων προς τους Αλβανούς της Τριπολιτσάς. Τους Γιάννη Ριπεσιώτη και Γιάννη Μπάλτα από το Ρίπεσι που ήταν ξακουστοί κλεφταρματολοί με μεγάλη δράση κατά των Τούρκων το Γιαννάκη Ντάβο από το Σουλιμά που έδρασε από το 1763 μέχρι το 1780, ανδραγάθησε στην μάχη στα Τρίκορφα ως υπαρχηγός των κλεφτοκαπεταναίων και ήταν περίφημος για την κλέφτικη εμπειρία του.
Για τον θάνατο του Γιαννάκη Ντάβου και το μοιρολόι της μάνας του η Σουλιμοχωρίτική μούσα, έφτιαξε το παρακάτω τραγούδι: 

«Κατάρα μπρε Τουρκαλβανοί
Κατάρα μπρε Μουρτάρες
Για το κακό που κάματε
Σε όλους τους Μοραΐτες
Τον Γιάννη μ’ εσκοτώσατε
Στα Τρίκορφα στην μάχη
Ούλο το κρίμα ναν’ σε σας
Σε σας και στα παιδιά σας
Η Ντάβαινα μοιρολογάει
Κι οι Σουλιμαίοι κλαίνε».

Το Γιώργο Συρράκο από το Ψάρι, που διετέλεσε πρωτοπαλίκαρο του Ζαχαριά και διακρίθηκε στον διωγμό των κλεφτών του 1805 - 1806 και το Γιαννάκη Γκάζντα από το Σουλιμά, που και αυτός διακρίθηκε στον διωγμό των κλεφτών το 1806 και στην θυσία των παιδιών του αναφέρεται το γνωστό στα Σουλιμοχώρια δημοτικό τραγούδι, «Η κουκουναριά». 

«Εκίνησε η κουκουναριά μ’ όλα τα κουκουνάρια
Και στο ντερβένι ροβολάν όλοι οι καβαλαραίοι
Στου Μπούγα ξεπεζέψανε, στου Τζαμαλά το χάνι
Κανένας δεν ομίλησε από τα παλικάρια.
Ένας γαμπρός του Τζαμαλά, του μπέη πάει και λέει
-Άδικα, μπέη, μ’ άδικα από τους Σουλιμαίους,
γυναίκες δεν ορίζουμε, κορίτσια και νυφάδες.
- Πού πάει ο δρόμος για το Σουλιμά, τα αρβανιτοχώρια;
Στην Κόκλα που θα φτάσετε, δεξιά μεριά θα πάτε
Στου Σουλιμά ξεπέζεψαν, στου Γκάζντα το κονάκι,
Βουτύρια, αρνιά έφεραν του μπέη για να φάει.
Δεν ήρθε ο μπέης για φαΐ, αρνιά, τυρί να φάει,
Θέλει τα δυο Γκαντζόπουλα κι’ αυτόν τον Μήτρο Γκιώνη
Τα φέσια για να πάρουνε, να γίνουν φαλαγγίτες».

Το παλιό σχολείο
Το Σουλιμά υπήρξε η γενέτειρα πολλών επιφανών αγωνιστών, όπως του Παναγιώτη Γκάζντα, του Κόλια Πλαπούτα, του αρματωμένου και άξιου κληρικού Δημήτρη Παπατσώρη και των γιων του, Αναγνώστη και Αδάμ, του Δήμου Σουλιμιώτη και του Αναστάση Καραδόντη πατέρα του Πέτρου Μπαρμπιτσιώτη.
Μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους η ισχύς και η φήμη του χωριού μας το επέβαλαν σαν πρωτεύουσα όλων των γύρω χωριών του πρώην Δήμου Δωρίου.
Ήταν η μητρόπολη των Σουλιμοχωρίων και έφτασε κάποτε να αριθμεί 1289 κατοίκους. Είχε Ειρηνοδικείο, Δημόσιο Ταμείο, Αστυνομία, Δημοτικό Σχολείο Αρρένων και Θηλέων (ξεχωριστά), Σχολαρχείο και ζωηρό εμπόριο. Από το 1835 έως το 1906 ήταν η έδρα του Δήμου.
Το Σουλιμά κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας ήταν ελεύθερο ελληνικό έδαφος και συνεπώς το πλέον ασφαλέστερο μέρος για να γίνονται οι συσκέψεις και τα συμβούλια των κλεφταρματολών της Πελοποννήσου. Εκεί συγκεντρώθηκαν ο Ζαχαριάς με τα παλικάρια του, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης με τ’ ασκέρι του, ο Γιώργης από τον Αετό, ο Θανάσης Πετιμεζάς, ο Αναγνωσταράς, ο Πέτροβας, ο Τρίγκας, ο Νταγρές, ο Γιαννάκης Γκάζντας, ο Γιώργος Συρράκος και άλλοι για να αποφασίσουν τι έπρεπε να κάνουν μετά τον σκληρό διωγμό από τους Τούρκους.
Στο αρχοντικό των Παπατσωραίων, αναφέρει ο Φραντζής, ανέβαινε πολλές φορές ο ίδιος αλλά και ο τότε θρυλικός μητροπολίτης Τριφυλίας Γερμανός και όρκιζαν ‘’φιλικούς’’ πολλούς κλεφτοκαπεταναίους.
Επίσημα η Επανάσταση κηρύχτηκε από τους Ντρέδες στις 24 Μαρτίου 1821, μία ημέρα δηλαδή ενωρίτερα από εκείνη που είχε προκαθοριστεί από τη Φιλική Εταιρεία. Αλλά εκεί που διέπρεψαν κυριολεκτικά οι Ντρέδες και το Σουλιμά καταξιώθηκε στην Ιστορία, ήταν κατά την περίοδο του επικού εννιάχρονου απελευθερωτικού αγώνα του 1821, που σήκωσαν δυσανάλογα μεγάλο βάρος σε σχέση με τον πληθυσμό των Σουλιμοχωρίων, για την ελευθερία των Ελλήνων.
Ειδικότερα, την 23 Μαρτίου 1821, 200 Ντρέδες υπό τον Γιαννάκη Μέλλιο που ήταν συναγμένοι στο μοναστήρι της Βελανιδιάς, μαζί με τους Μανιάτες και τους άλλους Μεσσήνιους κλεφτοκαπεταναίους, υπό την αρχηγία του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη μπήκαν στην Καλαμάτα και την απελευθέρωσαν. Γι’ αυτό και ο Φραντζής δεν τον συνάντησε στο Κεφαλάρι του Σουλιμά, όπως γράφει: «όπου εύρεν τον πρωτόπαπαν Τζόρην, τον Συράκον, τον Αλέξιον Φούτζην και όλους όσους είχε κατηχημένους και οδηγουμένους εις την εταιρείαν».
Την επόμενη ημέρα, 24 Μαρτίου 1821, ένα ατίθασο και ασυγκράτητο λεφούσι από γιγαντόσωμους και ρωμαλέους Ντρέδες είχε κατακλύσει το Σουλιμά.
Κλαγγές όπλων και σπαθιών, πολεμικές αντάρες και βροντές, οχλαγωγία, πύρινα συνθήματα και αλαλαγμοί, κι ένα ασυγκράτητο πολεμικό μένος συνέχουν σύγκορμους τους τραχείς και ορεσίβιους Ντρέδες αγωνιστές, οι οποίοι φλεγόμενοι από το πάθος της λευτεριάς, αγωνιούν να ακούσουν το σύνθημα της εξόρμησης.
Και ιδού! Ένας γέρος παπάς του ιερού ναού του Αγίου Δημητρίου, ο παπα-Δημήτρης Τσώρης, μέσα σε εκείνο το πανδαιμόνιο, υψώνει τα χέρια προς τον ουρανό και προσεύχεται με βαθιά κατάνυξη. Θέλει να ορκίσει και να ξορκίσει τους Ντρέδες αγωνιστές να πολεμήσουν για να ελευθερωθούν από τον τουρκικό ζυγό και αμέσως ο γηραιός εκείνος Λευίτης, ως άλλος Παλαιών Πατρών Γερμανός στη δική του Αγία Λαύρα Τριφυλίας, πανέτοιμος να ηγηθεί του αγώνα δίνει εντολή και οι Ντρέδες που ήταν πάνω από δύο χιλιάδες και προέρχονταν από όλες τις κοινωνικές τάξεις με μία ψυχή συγκεντρώθηκαν στον Άγιο Δημήτριο και με τις ευλογίες του ορκίστηκαν, ενώπιον Θεού και ανθρώπων, να δώσουν την ελευθερία στο ελληνικό γένος που ήταν υπόδουλο τετρακόσια χρόνια. Ο όρκος των Ντρέδων και η δέηση στη Μεγαλόχαρη από τον Παπατσώρη είναι:

 «Ορκιζόμεθα ενώπιον του αληθινού Θεού,
Ορκιζόμεθα εις το ιερόν όνομα της αθλίας πατρίδος μας
Ορκιζόμεθα εις τα πολυχρόνια βάσανά μας
Ορκιζόμεθα εις τους ποταμούς των πικρών δακρύων
Και παίρνουμε την γενναίαν απόφασιν ή να ελευθερωθώμεν ή να αποθάνωμεν με το σύνθημα: «Τούρκος μη μείνει στο Μοριά, ούτε στον κόσμο όλο».
Ζήτω η ένδοξη πατρίδα μας, θάνατος στους τυράννους.

 Παναγιά μου, βοήθησε σε παρακαλώ να απαλλαγούμε από τους εχθρούς του Υιού σου, τους Μωαμεθανούς. Για την πίστη στον Υιό σου επαναστατήσαμε, βοήθησε τον αγώνα μας να μη γίνουμε πάλι σκλάβοι, αλλά να ζήσουμε ελεύθεροι, Ναι, Παναγιά μου, εσύ που είσαι προστάτης του γένους μας και με το θαύμα σου δώσε μας τη νίκη και την ελευθερία που έφερε στον κόσμο ο Υιός σου. Μην επιτρέψεις να μολύνει το βρωμερό πέλμα των Μουσουλμάνων και να ατιμαστούν τα κορίτσια μας που είναι και δικά σου παιδιά.  Την πάσα ελπίδα τους σας αναθέτουμε, Μητέρα του Θεού, φύλαξόν μας υπό την σκέπην Σου».
            
Το παρακάτω τραγούδι που συνέθεσε η λαϊκή μούσα είναι αδιάψευστος μάρτυρας των όσων έγιναν εκείνο το πρωινό της 24ης Μαρτίου 1821, στον Αϊ-Δημήτρη του Σουλιμά:

 «Ήταν ημέρα Σάββατο, ήταν η ώρα δέκα
που οι Ντρέδες ξεσηκώθηκαν κι επήραν τα άρματά τους
στο Σουλιμά μαζώχτηκαν, στον Αϊ-Δημήτρη πάνε
κι αφού ανάψανε κερί και το σταυρό τους κάνουν
ο ‘’πρίφτης’’ τους μετάλαβε κι ορκίζονται ούλοι αντάμα
την Αρκαδιά να πάρουνε και τα μεγάλα κάστρα
να λευτερώσουν το Μοριά και ούλη την Ελλάδα».

Ο Παπατσώρης
Ο παπα-Δημήτρης ευλόγησε τα όπλα, έβαλε τη στολή του πολεμιστή, ζώστηκε τα άρματά του, σήκωσε τη σημαία της Επανάστασης στην οποία είχαν γράψει το σύνθημα «Ελευθερία ή Θάνατος» και οδήγησε το ασκέρι του στο κεφαλάρι του Σουλιμά, στο σημερινό χωριό του Αγίου Γεωργίου, όπου ενώθηκαν με τους άλλους Αγωνιστές Σουλιμοχωρίτες για να κινηθούν πρωτίστως κατά της Αρκαδιάς (Κυπαρισσίας), και των άλλων κάστρων της νοτιοδυτικής Μεσσηνίας, που τα υπερασπίζονταν σημαντικές τουρκικές δυνάμεις. Εκεί ενώθηκε με άλλους αγωνιστές Σουλιμοχωρίτες.
Στο Κεφαλάρι και κάτω από τον ιστορικό πλάτανο του Αγίου Γεωργίου, που δυστυχώς δεν υπάρχει σήμερα, τους συνάντησε σε σύσκεψη πολεμική ο απεσταλμένος του μισητού μπέη της Αρκαδιάς Μπασόγλου, πρωτοσύγκελος Αμβρόσιος Φραντζής και αφού έμεινε κατάπληκτος από τον όγκο τους, γιατί ξεπερνούσαν κατά τον Φωτάκο τους 3.000 άνδρες, αλλά και τον ενθουσιασμό τους και κυρίως από τα λεγόμενά τους, προσπάθησε να γίνει «τιμητής» και να τους «νουθετήσει», αλλά αμέσως παραμερίστηκε, γιατί την ίδια στιγμή κατέφθανε ο απεσταλμένος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ο Αναγνώστης Τσοχαντάρης, με ενθουσιώδη προκήρυξη, την οποία είχαν συντάξει με τον Παπαφλέσσα στην Καλαμάτα και η οποία τους έλεγε:

«Αδελφοί, κάτοικοι της Αρκαδιάς,
Η ώρα έφτασε, το στάδιον της δόξης και της ελευθερίας ηνοίχθη. Τα πάντα ειδικά μας, και ο Θεός του παντός μετά ημών έσεται. Μη πτοηθείτε εις το παραμικρόν. Σεις είσθε ατρόμητοι και των προγόνων μας απόγονοι. Γενικώς οπλισθείτε με ανοικτά μπαϊράκια (σημαίες) και τρέξατε εναντίον των εχθρών της πίστεως και της πατρίδος. Εντός ολίγων ημερών φθάνομεν και ημείς με 10.000 στρατεύματα. Σεις ασφαλίσατε τους Αρκαδίους, Τούρκους και μίαν ώραν αρχύτερα ως λέοντες να τους ξεσχίσετε και να τους στείλετε εις τα Τάρταρα του Άδου. Μην καταδεχθείτε να σας κατηγορήσει ο κόσμος και η Ιστορία, αλλά να απαθανατίσετε τα ονόματά σας και να διαμένετε αιωνίως εις την αθάνατον δόξαν, και σας ευχόμεθα υγείαν και ανδρείαν συνενωμένα με την ομόνοιαν και την πειθαρχίαν. Τας δε πράξεις σας να μας γράψετε με πρώτον προς οδηγίαν και ησυχίαν μας.
23 Μαρτίου, πρώτον έτος Ελευθερίας, Καλαμάτα
Θ. Κολοκοτρώνης, Αρχ. Γρηγόριος Δικαίος».
Η προκήρυξη αυτή είναι κατά δύο ημέρες προγενέστερη εκείνης του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη προς τις ευρωπαϊκές αυλές και τη σύσταση της Μεσσηνιακής Γερουσίας. Επομένως, αν ο αγώνας για την παλιγγενεσία ξεκίνησε στις 23 Μαρτίου - όπως σήμερα αναγνωρίζουν- η προκήρυξη αυτή αποτελεί το πρώτο έγγραφο της επανάστασης του 1821 και απευθυνόταν στους Ντρέδες, τους αδικημένους από την Ιστορία και την Πολιτεία.
Η προκήρυξη αυτή απέδιδε το γνωστό πνεύμα του Παπαφλέσσα, που σε ό,τι αφορά τους Ντρέδες, ήταν εντελώς περιττό, αλλά και αστείο. Οι Ντρέδες δεν είχαν ανάγκη ούτε από προτροπές και ενθαρρύνσεις, ούτε από ψεύτικες υποσχέσεις για να ξεσηκωθούν κατά του εχθρού του Γένους, που επί αιώνες πολέμησαν με συνέπεια και πείσμα.
Το παραπάνω χαρμόσυνο μήνυμα του Κολοκοτρώνη και του Παπαφλέσσα στον Παπατσώρη έγινε τραγούδι και τραγουδιόταν στα ντρέδικα χωριά. Με το τραγούδι αυτό αποδεικνύεται η εμπιστοσύνη των δύο Αρχηγών της Επανάστασης προς τον σεβάσμιο αυτό Λευίτη, ο οποίος πολέμησε τους Τούρκους σε όλες τις μάχες της Πελοποννήσου και επάξια του απονεμήθηκε ο βαθμός του Στρατηγού και του Αρχηγού του Στρατού Τριφυλίας.
Το τραγούδι που συνέθεσε για το γεγονός αυτό η λαϊκή μούσα της εποχής εκείνης είναι το παρακάτω:

«Πουλάκιν’ ήρθε κι έκατσε στου Σουλιμά τη ράχη,
φέρνει μαντάτο χαρωπό απ’ τον Κολοκοτρώνη
τα φέρνει στον πρωτόπαπα, τον γέρο Παπατσώρη
που ’ναι κεφάλι στα χωριά, μεσ’ στα Σουλιμοχώρια
«Πρίφτη», τους Ντρέδες όρκισε και δώστ’  ούλοι χέρια
και από ταχιά πουρνό-πουρνό σηκώστε μπαϊράκι
την Αρκαδιά να πάρετε και τα μεγάλα κάστρα.»

Ο Αμβρόσιος Φραντζής, που ήταν και κορυφαίο στέλεχος της Φιλικής Εταιρείας, από το Κεφαλάρι του Σουλιμά, τον σημερινό Αϊ-Γιώργη, έστειλε στους αγάδες της Αρκαδιάς επιστολή που τους περιέγραφε την κατάσταση διογκωμένη, τους γράφει:
«Ενδοξότατοι αγάδες, σας χαιρετώ. Έφθασα στο Κεφαλάρι του Σουλιμά και ηύρα τόσα πράγματα, όσα δεν δύναμαι να σας περιγράψω ανέλπιστα, τα οποία μήτε εις το όνειρόν μου ποτέ δεν είδα. Οι άνθρωποι εν γένει ετρελάθησαν και μήτε λόγια ορμήνιας ακούουν από κανέναν. Αλλά ποιος χαιρέκακος τους οδήγησεν εις τοιαύτα δεν ηδυνήθην να εξετάσω. Οι κάμποι και τα βουνά είναι γεμάτα από αρματωμένους ανθρώπους και καθώς έφθασα εδώ τους ήρθε γράμμα το οποίο και εδιάβασα. Τους γράφουν ότι αποσπερού ή ταχιά έρχονται ακόμη 10.000 ασκέρια κλπ.» Τους συμβούλεψε πάλι να μην πειράξουν κανένα ραγιά γιατί δεν ξέρει τι μπορεί να ακολουθήσει.
Στο μεταξύ οι Τούρκοι της Αρκαδιάς, είτε διότι πληροφορήθηκαν την κατάληψη της Καλαμάτας από τους επαναστάτες, είτε διότι έλαβαν το γράμμα που τους έστειλε ο Φραντζής από τον Αϊ-Γιώργη με το οποίο μεγαλοποιούσε τον ξεσηκωμό, έντρομοι αναχώρησαν τις βραδινές ώρες της 25ης Μαρτίου για το πλησιέστερο φρούριο του Νεόκαστρου (Πύλου). Εκεί πίστευαν ότι θα είχαν περισσότερη ασφάλεια. Σχετικά ο Διονύσιος Κόκκινος γράφει: «Κατόπιν τούτου οι Τούρκοι της πόλεως κατελήφθησαν από πανικόν, άφησαν ήσυχους τους Έλληνες συμπολίτας τους και κατά την εσπέραν της 25ης Μαρτίου έφυγαν με τας οικογενείας τους προς τον νότον δια να ασφαλιστούν σε ένα από τα παραθαλάσσια φρούρια της Μεσσηνίας».
Οι Τούρκοι της Αρκαδιάς φεύγοντας άφησαν φρουρά 100 οπλοφόρους στο κάστρο για να προφυλάξουν την πόλη, τις οικίες και την κινητή περιουσία τους, μέχρι να επιστρέψουν αφού αφήσουν τις οικογένειές τους στα φρούρια της Πύλου και της Μεθώνης. Αλλά και η φρουρά τρομοκρατημένη από τις διαδόσεις, έφυγε για το Νεόκαστρο.
Στις δώδεκα το μεσημέρι δόθηκε το περιβόητο σύνθημα της εξόρμησης και οι Ντρέδες του Κεφαλαρίου, ακάθεκτοι επιτέθηκαν κατά της Αρκαδιάς, την οποία το απόγευμα της 26ης Μαρτίου κατέλαβαν αναίμακτα.
Στην Κυπαρισσία καταφθάνει στις 4 μ.μ. και ο τοπικός πρόκριτος και οπλαρχηγός, Αθανάσιος Γρηγοριάδης, από τη Ζούρτσα Ολυμπίας, με άλλους καπεταναίους και τα παλικάρια τους.
Οι Έλληνες της Κυπαρισσίας τους υποδέχτηκαν με δάκρυα χαράς και ευγνωμοσύνης. Το ‘’Ζήτω η ελευθερία’’ αντηχούσε στο κάστρο και σε όλα τα καλντερίμια της πανάρχαιας πολιτείας. Στη Μητρόπολη έκαναν θριαμβευτική και μεγάλη δοξολογία στην οποία παραβρέθηκαν σύσσωμοι οι κάτοικοι της πόλης και των περιχώρων. Για το γεγονός αυτό η λαϊκή μούσα της εποχής εκείνης συνέθεσε το παρακάτω τραγούδι:

«Εμπρός παιδιά να φύγουμε, στην Αρκαδιά να πάμε
Μπροστά πηγαίνει ο παπάς, μαζί με τα παιδιά του
Κι από κοντά πηγαίνανε οι Ντρέδες τραγουδώντας.»

 Και οι στίχοι του δικού του τραγουδιού, του συμπατριώτη και λάτρη του δημοτικού τραγουδιού, Στάθη Κακούτη, λένε:

«Μπήκαν οι Ντρέδες, οι Αϊτοί, μέσ’ της Αρκαδιάς τη χώρα
Λευτεριά βγήκε στη χώρα, κάψαν το μισοφέγγαρο κι ανέμισε στο κάστρο
η φουστανέλα και το ράσο. Στον πλάτανο εσμίξανε Ζουτσιάνοι, Κυπαρίσσιοι, Ντρέδες και κοντοβουνήσιοι, αδελφικά φιλήθηκαν.»

Αφού ίδρυσαν επιτροπή επιμελείας για να εξασφαλίσει τα αναγκαία για τους πολεμιστές, στις 27 Μαρτίου 1821 οδηγούμενοι από τον Γιαννάκη Μέλλιο διέλυσαν στη Λιγούδιστα (χώρα) το τουρκικό σώμα που βάδιζε για την ανακατάληψη της Κυπαρισσίας και πέτυχαν την πρώτη νίκη με οργανωμένο τουρκικό τακτικό στρατό, που ανέβασε πολύ το ηθικό των ραγιάδων της ευρύτερης περιοχής. Ακολούθως, απελευθέρωσαν τις πεδινές περιοχές των Φιλιατρών και των Γαργαλιάνων και πολιόρκησαν, κατά την παραγγελία του Κολοκοτρώνη, τα ισχυρότερα κάστρα της Πύλου, το Νιόκαστρο και το Ναυαρίνο, της Κορώνης και της Μεθώνης και εγκλώβισαν σε αυτά τις ισχυρές τουρκικές δυνάμεις τους ανερχόμενες κατά τον ιστορικό Διονύσιο Κόκκινο σε 20.000 άνδρες και έτσι έδωσαν τον αναγκαίο χρόνο στον Κολοκοτρώνη και τους άλλους Μοραΐτες οπλαρχηγούς να οργανώσουν την πολιορκία της Τριπολιτσάς, χωρίς να κινδυνεύουν και από τις τουρκικές δυνάμεις των μεσσηνιακών κάστρων.
Στις 10 Απριλίου 1821 κατέλαβαν το Ναυαρίνο και στις 10 Αυγούστου 1821 και το Νιόκαστρο και ολοκλήρωσαν την απελευθέρωση της Πύλου. Στη συνέχεια απέσυραν μέρος των δυνάμεών τους, γιατί με τις υπόλοιπες εξακολουθούσαν να πολιορκούν τα ισχυρά φρούρια της Μεθώνης με τον Παναγιώτη Ντούφα και της Κορώνης και στράφηκαν προς την Αρκαδία, όπου στις 12 Μαΐου 1821 πολέμησαν ηρωικά στο Βαλτέτσι μαζί με τον Μητροπέτροβα, όπου είχαν και σημαντικές απώλειες και αρίστευσε ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης. Στις 10 Αυγούστου 1821 πολέμησαν με αυτοθυσία στη μάχη της Γράνας μπροστά από την Τρίπολη και στις 22 Σεπτεμβρίου 1821, 2.400 Ντρέδες υπό τον Γιαννάκη Γκρίτζαλη εξόρμησαν από την Κώμη Μαντζαγράν και πρώτοι απ’ όλους τους πολιορκητές μπήκαν στην Τριπολιτσά από την πύλη του Μιστρά και, μέσα στην πόλη, επί ώρες συγκρότησαν νικηφόρα λυσσώδη μάχη με τους έμπροσθέν τους Αλβανούς και Τούρκους. Ακολούθως έδωσαν νικηφόρες μάχες στου Λάλα, τον Ιούνιο του 1821 με τον Κωνσταντίνο Μέλλιο, όπου εμπόδισαν τους Λαλαίους Τουρκαλβανούς υπό τον Ράμμον Αγά να σπεύσουν προς βοήθεια των πολιορκημένων Τούρκων στα δυτικά κάστρα, στην πολιορκία του Ναυπλίου, στις 6 Δεκεμβρίου 1821 με τον Γιαννάκη Γκρίτζαλη και τον Αναστάσιο Γυφτάκη, στη Λιβαδειά τον Ιούνιο του 1821 με τον Αναγνώστη Σαμπρή και τον Γεώργιο Μεγάλη, στην πολιορκία των Παλαιών Πατρών, τον Μάρτιο του 1822 με τους Δημήτρη Παπατσώρη, τον Γεώργιο Συρράκο και τον Κωνσταντίνο Μέλλιο, στη μάχη της Κάζας τον Απρίλιο του 1822 με τον Αδάμη Παπατσώρη και τον Γεώργιο Συρράκο και στην κατάληψη του φρουρίου του Άργους στις 17 Ιουλίου 1822, όπου ανδραγάθησε ο σημαιοφόρος του Παπατσώρη, ο Αναγνώστης Αλεκόπουλος, που πρώτος έστησε τη σημαία στους προμαχώνες του φρουρίου. Στην πολιορκία του φρουρίου του Άργους οι Ντρέδες κατέλαβαν εννέα ταμπούρια του Δράμαλη με τον Γιαννάκη Γκρίτζαλη, τους Παπατσωραίους και τους αδελφούς Μέλλιου και ήταν τέτοιος ο ενθουσιασμός του Κολοκοτρώνη για την αποτελεσματικότητά τους και την ανδρεία τους, ώστε ανέκραξε: «Ήρθαν οι Αρκαδινοί και με τα τσαρούχια τους σάρωσαν τα ταμπούρια του Δράμαλη». Στα Δερβενάκια στις 26 Ιουλίου 1822, όπου έδειξαν απαράμιλλη ανδρεία και φόνευσαν και δύο Τούρκους πασάδες, τον Σαλήμ πασά και τον Δαμάλ πασά, στο Αγηνόρι Αργολίδας στις 29 Ιουλίου 1822 με τον Αδάμ Παπατσώρη, στη Σικυώνα στις 12 Αυγούστου 1822 με τον Αδάμ Παπατσώρη, στην Περαχώρα στις 10 Σεπτεμβρίου 1822 με τον Γεώργιο Συρράκο και τον Κωνσταντίνο Μέλλιο, στο Κρεμμύδι Πυλίας στις 8 Απριλίου 1825, με τους Παπατσωραίους και τον Αντώνη Ντάρα στο Μανιάκι Μεσσηνίας στις 20 Μαΐου 1825, με τον Δημήτρη Μέλλιο, τον Αναγνώστη Γκότση, τον Αναστάση Γυφτάκη και τον Νάση Κόντο, γιατί οι πρωτοκαπετάνιοι τους ήταν στη φυλακή στην Ύδρα, στη Δραμπάλα στις 5 Ιουνίου 1825 όπου μετείχε όλη η δύναμη των Ντρέδων με τους οπλαρχηγούς τους και αρίστευσαν ο Γιαννάκης Λιόγας και ο Αναγνώστης Αλεκόπουλος, ο Αντώνιος Συρράκος και ο Δημήτρης Μέλλιος, στους Μύλους στις 14 Ιουνίου 1825, στα Τρίκορφα στις 8 Ιουλίου 1825, στις Καρυές στις 22 Ιουλίου 1825, στους Δραγουμάνους Ολυμπίας στις 28 Ιουλίου 1825, στο Ίσαρι στις 7 Αυγούστου 1825 και στην Πιάνα στις 24 Αυγούστου 1825, μάχες στις οποίες οι Ντρέδες αντιμετώπισαν σταθερά τον Ιμπραήμ πασά και του προξένησαν μεγάλη φθορά.
Γενικά, κατά τη διάρκεια του αγώνα, οι Ντρέδες ήταν πανταχού παρόντες και παντού θριάμβευσαν, ιδιαίτερα όμως απαράμιλλοι στην ανδρεία ήταν κατά την αντιμετώπιση του τουρκο-αιγύπτιου εισβολέα Ιμπραήμ, τον οποίο πέτυχαν να κατατροπώσουν επανειλημμένα και να διατηρήσουν για μία ακόμη φορά ανέπαφες τις εστίες τους, οι οποίες είχαν μεταβληθεί σε άσυλο σωτηρίας όλου του άμαχου πληθυσμού των γύρω περιοχών.
Ο Κόλλιας Πλαπούτας
Ειδικότερα οι Ντρέδες συνήψαν λυσσώδεις μάχες με τα στρατεύματα του Ιμπραήμ πασά και στην ευρύτερη περιοχή τους, όταν ο τελευταίος έκανε την τέταρτη εισβολή του στην ορεινή Τριφυλία με σκοπό να καταστρέψει τις δυνάμεις τους και να υποτάξει τα αδούλωτα Σουλιμοχώρια, που ήταν μια διαρκής απειλή στα πλευρά του. Οδηγώντας ο ίδιος τεράστιες δυνάμεις Αιγυπτίων, Αλβανών και Μαμελούκων επιτέθηκε στο Λάπι των Σουλιμοχωρίων στις 22 Απριλίου 1827, που το υπεράσπισαν 2.000 Ντρέδες υπό τους στρατηγούς Δημήτριο Παπατσώρη, Γιαννάκη Γκρίτζαλη και Κωνσταντίνο Μέλλιο και 1.000 Ζουρτσάνοι και άλλοι Αρκαδινοί υπό τον στρατοπεδάρχη Αθανάσιο Γρηγοριάδη και τον Διαμαντή Πιπιλή, χωρίς να μπορέσει να το καταλάβει και με μεγάλες απώλειες αποχώρησε και στρατοπέδευσε στον κάμπο του Δωρίου. Δύο ημέρες αργότερα και ενώ οι κύριες δυνάμεις των Ντρέδων είχαν μετακινηθεί και στρατοπεδεύσει στο Ψάρι, την πατρίδα του Γιαννάκη Γκρίτζαλη, δέχτηκαν στις 24 Απριλίου 1827 την επίθεση 6.000 Αιγυπτίων και Αλβανών υπό τον στρατηγό Ασάν μπέη, που αποκρούστηκαν με μεγάλες απώλειες και κατακερματισμένοι ζήτησαν προστασία στο Νιόκαστρο. Ταπεινωτική ήττα έπαθε από τους Ντρέδες και άλλο τμήμα του αιγυπτιακού στρατού υπό τον στρατηγό Ομέρ Χουσεϊν μπέη που επιτέθηκε στον Αετό στις 29 Απριλίου 1827, για να δεχτεί και νέα ήττα την επομένη στο Λυκουδέσι των Κοντοβουνίων και πανικόβλητος να ζητήσει και αυτός προστασία στο φρούριο του Νιόκαστρου.
Ακόμη αντιμετώπισαν επιτυχώς τον Ιμπραήμ στη μάχη του Μεγάλου Σπηλαίου στις 30 Ιουνίου 1827 με τους Κωνσταντίνο Μέλλιο, Δημήτρη Μέλλιο και τον Αντώνη Ντάρα, ενώ 400 Ντρέδες υπό τον Δημήτρη Μέλλιο πήραν μέρος στη μάχη του Φαλήρου το 1827 υπό τον Αρχιστράτηγο Γεώργιο Καραϊσκάκη και μετά τον θάνατό του και τη διάλυση του στρατοπέδου του αντιμετώπισαν τους Τούρκους στα Μέγαρα κατά την πορεία τους προς τον Μοριά και τους ανέτρεψαν.
Τέλος οι Ντρέδες συγκρούστηκαν αποφασιστικά και νικηφόρα με τον Ιμπραήμ στα Γουβαλάρια του Δωρίου, στον κάμπο του Σουλιμά στις 20 Μαΐου 1828, όταν εκστράτευσε με ασυνήθιστα μεγάλες για την περίσταση δυνάμεις ανερχόμενες σε 25.000 Αιγυπτίους και 4.000 Αλβανούς μισθοφόρους, με σκοπό να πατήσει και να καταστρέψει το ίδιο το Σουλιμά. Οι Ντρέδες που παρατάχθηκαν στα Γουβαλάρια ήταν ενισχυμένοι και με δυνάμεις της Ζούρτσας και των Κοντοβουνίων και ανέρχονταν, κατά τον Αθανάσιο Γρηγοριάδη, σε 5.000 άνδρες και σε αυτούς προστέθηκαν και 4.000 Αλβανοί που αυτομόλησαν στο στρατόπεδό τους με τους στρατηγούς τους. Η μάχη ήταν «λυσσωδέστατη και φονική» και οι δυνάμεις του Ιμπραήμ υπέστησαν ταπεινωτική ήττα και ο πασάς, πλήρως απογοητευμένος γιατί δεν μπόρεσε να καταστρέψει το Σουλιμά, κατέφυγε στην Κυπαρισσία και ακολούθως στο Νιόκαστρο και στις 30 Σεπτεμβρίου 1828, έφυγε με συνοδεία συμμαχικών πλοίων για την Αίγυπτο. Έτσι στα Γουβαλάρια γράφτηκε το τέλος της βάρβαρης επιδρομής του στην Πελοπόννησο που έφερε την Επανάσταση σχεδόν στο σημείο της κατάρρευσης. Οι αυτόμολοι Αλβανοί μισθοφόροι, που έδειξαν απαράμιλλη ανδρεία στη μάχη αυτή, έτυχαν μεγάλης φιλοξενίας στο Σουλιμά και στη συνέχεια με εντολή του Θ. Κολοκοτρώνη και έγκριση του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια οδηγήθηκαν από τους Αδάμ και Αναγνώστη Παπατσώρη και τον Γεώργιο Γρηγοριάδη με συνοδεία στο Αίγιο και από εκεί μόνοι τους επέστρεψαν στην Αλβανία. Οι Ντρέδες ασυμβίβαστοι εραστές της ελευθερίας έπραξαν το χρέος τους απέναντι στην πατρίδα και σ’ εμάς τους απογόνους. Ας πράξουμε κι εμείς το δικό μας χρέος απέναντι στους προγόνους αλλά και στους απογόνους «σε αγέννητους και σε νεκρούς» όπως το ’πε ο ποιητής.
Οι Ντρέδες ήταν φίλοι και συμπολεμιστές του Κολοκοτρώνη, ο οποίος τους εκτιμούσε και τους υπολόγιζε πολύ. Ο υπασπιστής και γραμματέας του, ο Φώτιος Χρυσανθακόπουλος, ο γνωστός Φωτάκος, γράφει: «Ήρθαν οι Αρκαδινοί, οι πλέον δυνατοί στρατιώτες της Πελοποννήσου, οι λεγόμενοι Ντρέδες», και αλλού, περιγράφοντας τη μάχη στο Βαλτέτσι, γράφει: «… τα ταμπούρια των Ντρέδων ήταν τα μόνα απάτητα». Ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης έλεγε: «Ήρθαν οι Αρκαδινοί και ίσωσαν με τα πόδια τα ταμπούρια του Δράμαλη». Ο Ιωάννης Φιλήμων, γραμματικός του Δημήτριου Υψηλάντη, αξιολογώντας την προσφορά των επαρχιών στον αγώνα γράφει: «Η Τριφυλία… έφερε επί της εποχής ταύτης θέσιν ιδίαν δια τα γενναία όπλα αυτής και μετά των ισχυροτέρων συγκατελέγετο επαρχιών του αγώνος».
Ο Γρηγοριάδης γράφει πως «οι Ντρέδες ήταν οι μάλλον ανδρειότατοι, μαχητικότατοι και ορμητικότατοι πολεμισταί απάσης της Πελοποννήσου».
Ο Αγησίλαος Τζελάλης στο βιβλίο του «Πλαπούτας» γράφει: «Οι Ντρέδες ήσαν οι κορυφαίοι εκ των εκλεκτών πολεμιστών του Μοριά».
Στα απομνημονεύματά του ο Κανέλλος Δεληγιάννης, που η σχέση του με τους Ντρέδες ήταν ανταγωνιστική γράφει γι’ αυτούς: «Είναι να θαυμάζει κανείς αυτούς τους ανθρώπους, να τρέχουν αυθόρμητα για να δώσουν το παράδειγμα της ευτολμίας και της αυταπάρνησης στους συμπολεμιστές τους».
Ο Μακρυγιάννης, που δεν είχε πάντα αγαθές σχέσεις με τους Ντρέδες, γράφει στα απομνημονεύματά του: «Στέλνω ένα ντεσκερέ (αγγελιαφόρο) και μαζεύονται περίπου 1.600 Ντρέδες από τα χωριά. Τέτοιοι αγαθοί πατριώτες είναι αυτοί οι μικροί φιλοπάτριδες».
Από τον Οκτώβριο του 1828 ολόκληρος ο Μοριάς ήταν ελεύθερος και οι ηρωικοί Ντρέδες ολοκλήρωσαν το χρέος τους στον εθνικό απελευθερωτικό αγώνα του 1821 και ευελπιστούσαν σε μία ομαλή συμμετοχή τους στα κοινά της Ελληνικής Πολιτείας. Δυστυχώς όμως η συγκροτημένη και ελεύθερη πλέον πατρίδα, που προέκυψε από το πρωτόκολλο του Λονδίνου της 3ης Φεβρουαρίου 1830, τους αντάμειψε με παραγκωνισμούς και φυλακίσεις και αργοπέθαιναν για την τιμή στην ψάθα πικραμένοι και τούτο ξεπέρασε κάθε όριο με τον ερχομό του Όθωνα και της Αντιβασιλείας του, που μετέβαλαν την Ελλάδα σε βαυαρική αποικία και χτύπησαν ανελέητα τους ηγέτες τους, μαζί με τους άλλους επιφανείς ηγέτες του εθνικο-απελευθερωτικού αγώνα και κυρίως τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τον Δημήτρη Πλαπούτα, γιατί τους θεωρούσαν ύποπτη και εχθρική για τα συμφέροντά τους δύναμη και οδήγησαν τον λαό σε οικονομική εξαθλίωση, με δυσβάστακτες φορολογίες που επέβαλαν. Την κατάσταση αυτή αποφάσισαν οι Ντρέδες με τον θρυλικό ηγέτη τους, το Γιαννάκη Γκρίτζαλη, τον πεθερό του Μητροπέτροβα και τον Αναστάση Τζαμαλή, καθώς και άλλους αγωνιστές των όμορων περιοχών με τους φωτισμένους ηγέτες τους να ανατρέψουν με την αποκληθείσα «ΜΕΣΣΗΝΙΑΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ» του 1834, την πρώτη κοινωνική επανάσταση της νεότερης Ελληνικής Ιστορίας, που απέβλεπε στην εγκαθίδρυση ενός νέου, δικαιότερου για τις ευρύτερες μάζες κοινωνικού καθεστώτος με αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών και νέα διακυβέρνηση προερχόμενη από τα σπλάχνα του επαναστατημένου έθνους, η οποία θα παρήγαγε δημιουργικό κοινωνικοπολιτικό έργο. Η επανάσταση αυτή, που ξεκίνησε τις 29 Ιουλίου 1834 με την αιφνιδιαστική κατάληψη της Κυπαρισσίας από τον Γιαννάκη Γκρίτζαλη και τους Σουλιμοχωρίτες Ντρέδες του, παρά τις σημαντικές αρχικές επιτυχίες της, τελικά δεν επικράτησε και επισφραγίστηκε με τις θανατικές καταδίκες του Γκρίτζαλη, του Τζαμαλή και του Μητροπέτροβα και τις άμεσες εκτελέσεις των δύο πρώτων. Επίσης, το καθεστώς που επικράτησε μετέφερε την πρωτεύουσα του νομού Μεσσηνίας από την Κυπαρισσία που ήταν πάντα κάτω από την απειλή των Ντρέδων, στην Καλαμάτα που έδειξε νομιμοφροσύνη και άρχισε μια άγρια καταδίωξη κι εκδίωξη των Ντρέδων από τον κρατικό μηχανισμό, καθώς και όλων των αγωνιστών των επαναστατημένων επαρχιών και, με πρόταση της τότε Κυβέρνησης, τους αφαιρέθηκαν όλοι οι βαθμοί τους και θεωρήθηκαν παράνομοι.
Τη μοίρα των Ντρέδων την ακολούθησε και το Σουλιμά, που εγκαταλείφθηκε από το επίσημο κράτος στη μοίρα του και συρρικνώθηκε απαράδεκτα, ενώ έχασε ακόμη και το ένδοξο όνομά του και μετονομάστηκε ανιστόρητα σε Άνω Δώριο, παρότι από αυτό ονομάστηκαν τα άλλα χωριά της περιοχής του σε Σουλιμοχώρια.
Η εκδοχή που υποστηρίζει ότι το Σουλιμά οφείλει το όνομά του σε κάποιο Σουλιμάν μπέη, δήθεν τον πρώτο οικιστή του, στηρίζεται σε ατεκμηρίωτη άποψη του Αθανασίου Γρηγοριάδη, είναι εσφαλμένη, κυρίως γιατί παραγνωρίζει ότι το Σουλιμά είναι οικισμός του 1380 και τότε δεν υπήρχαν στην Πελοπόννησο ούτε Τούρκοι, αλλά ούτε και Τουρκαλβανοί μπέηδες που να είναι οικιστές του, αλλά και ούτε πάτησαν ποτέ το πόδι τους στα ιερά εδάφη του, γι’  αυτό και δεν υπάρχει κανένα τουρκικό τοπωνύμιο στην ευρύτερη περιοχή. Επίσης, έρχεται σε σύγκρουση και με την τοπική παράδοση, που πάντα μιλάει για μεγάλο «Σούλι» και η λέξη είναι ουδετέρου γένους, «το Σουλιμά», και ποτέ δεν έγινε «ο Σουλιμάς», όπως θα έπρεπε αν προερχόταν από τον Σουλιμάν μπέη, ενώ δεν πρέπει να παραβλεφθεί ότι, όλοι οι κάτοικοι του Σουλιμά και των Σουλιμοχωρίων, ήταν πιστοί Χριστιανοί μέχρι θρησκοληψίας, έφεραν χριστιανικά και αρχαία ονόματα και δεν είναι δυνατό να είχαν επικεφαλής και οικιστή ένα Μουσουλμάνο μπέη.Η ονομασία αυτή του χωριού διατηρήθηκε μέχρι τις 4 Νοεμβρίου 1927, οπότε «κάποιος» σοφίστηκε τη μετονομασία του από «Σουλιμά» σε «Άνω Δώριο» χωρίς ποτέ να αναλογιστεί ότι με αυτή του την ενέργεια έσβησε πρώτα το όνομα του τόπου καταγωγής του και ύστερα ότι διέπραττε μεγάλη ασέβεια στην Ιστορία. Δεν γνώριζε, φαίνεται, ότι γεγονότα και ονόματα, που συνδέονται με την Ιστορία και με τα ηρωικά κατορθώματα δεν έχει κανείς το δικαίωμα να τα παραποιεί.
Το γήπεδο μπάσκετ
Και το Σουλιμά διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της Ιστορίας του τόπου και διατήρησε το όνομά του για τέσσερις και πλέον αιώνες. Η μετονομασία του όμως έγινε απλά «στα χαρτιά» γιατί όλοι μας όταν αναφερόμαστε σε αυτό, το λέμε Σουλιμά.
Νομίζω ότι από σεβασμό προς την Ιστορία και την αλήθεια πρέπει να τηρείται η αρχή: «Κανένα παλαιό ή νέο όνομα δεν μεταβάλλεται εφόσον συνδέεται με την Ιστορία ενός τόπου, εκτός αν είχε καθιερωθεί από κατοχικές δυνάμεις με τη βία και ερήμην του λαού της υπόδουλης χώρας».
Εν ολίγοις, στο Σουλιμά υπάρχει ένα ιστορικό όμοιο με εκείνο της Αγίας Λαύρας. Οι Σουλιμαίοι είναι υπερήφανοι για τη λαμπρή και ένδοξη Ιστορία των προγόνων τους. Το όνομα του χωριού μας, το Σουλιμά, έχει καταγραφεί στη συνείδησή μας σαν ένα χώρο ιερός και ιστορικός, σαν τη μονή της Αγίας Λαύρας, σαν το Σούλι, σαν το Κούγκι, σαν το Αρκάδι. Είναι ο τόπος όπου οι πρόγονοί μας βροντοφώναξαν το «Ελευθερία ή Θάνατος», επαναλαμβάνοντας έτσι το «ή ταν ή επί τας» των Αρχαίων Λακεδαιμονίων και το «Μολών λαβέ» του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες. Είναι ο φάρος που δείχνει την πορεία του έθνους αλλά και το χρέος όλων μας όταν οι εχθροί επιβουλεύονται την πατρίδα μας.
Για την μετονομασία του Σουλιμά έγραψαν οι πιο κάτω σύγχρονοι συγγραφείς:
Ο Στάθης Παρασκευόπουλος, λογοτέχνης και ιστορικός, πρόεδρος του Συνδέσμου Ιστορικών Συγγραφέων στο βιβλίο του «Οδοιπορικά Τριφυλίας και Δήμου Ηλεκτρίδος-Δωρίου», γράφει: «Φτάνουμε στο Σουλιμά, Άνω Δώριο το μετονόμασαν. Κανείς όμως δεν το ξέρει, ούτε θέλει να το ακούσει με αυτό το όνομα. Σουλιμά είναι το όνομά του».
Ο Δημήτρης Αθανασόπουλος στο βιβλίο του «Σουλιμοχώρια. Ντρέδες οι αδικημένοι της Ιστορίας», γράφει: «Για την εξάλειψη του ιστορικού ονόματος «φρόντισαν» κάποιοι ανιστόρητοι υπάλληλοι του Ελληνικού Κράτους που αποφάσισαν πως το Σουλιμά είναι Σέρβικο και βέβαια για να μη δικαιώσουν τον Φαλμεράιερ, το άλλαξαν σε Άνω Δώριο. Βέβαια πρόκειται για ιεροσυλία και σίγουρα για άσχετους ανθρώπους χωρίς ιστορική γνώση και περισσότερο χωρίς καμιά έρευνα τραυμάτισαν ένα κομμάτι της σύγχρονης Ιστορίας ενός τόπου που τόσα πρόσφερε σον αγώνα…» «Πίκρα διακατέχει όλους τους απογόνους των Σουλιμαίων και … είναι χρέος όλων μας να κάνουμε ό,τι είναι απαραίτητο ώστε να αποκατασταθεί η τάξη και να επανέλθει το ιστορικό όνομα στην πρωτεύουσα των Σουλιμοχωρίων».
Η Γαριφαλιά Κατσαμπάνη-Τσαγκάρη, λογοτέχνης και συγγραφέας, στο βιβλίο της «Μύθοι, Θρύλοι, Ιστορίες», γράφει «Μην ψάχνει κανείς να βρει στον χάρτη το όνομα Σουλιμά. Έδωσε σε όλα τα γύρω χωριά το όνομά του και έχασε το δικό του. Άλλαξε επίσημα το όνομά του στις 4 Νοεμβρίου 1927 μετά από απόφαση της τότε κυβέρνησης και τώρα λέγεται Άνω Δώριο». Όλοι όμως το ξέρουμε Σουλιμά και πιστεύω πως όλοι μας πρέπει να αγωνιστούμε να πάρει και στα χαρτιά το πρώτο όνομά του. Με αυτό ρίζωσε, έδρασε, δοξάστηκε. Οποιοδήποτε άλλο όνομα το αδικεί και του αφαιρεί την αίγλη και τη μεγαλοπρέπειά του.
Ο Παναγιώτης Ηλιόπουλος, αντιστράτηγος ε.α. της ΕΛ.ΑΣ. στην εφημερίδα «Φωνή της Μεσσηνίας» στις 26 Σεπτεμβρίου 2012 και στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ ΤΩΝ ΣΟΥΛΙΜΑΙΩΝ» φύλλο 98ο γράφει: «Το Σουλιμά, ένας τόπος με Ιστορία: Είναι αλήθεια ότι η χώρα μας έχει πλήθος ξενικών τοπωνυμιών, γεγονός που μαρτυρεί ότι από τούτο τον τόπο πέρασαν κατά καιρούς και ανά τους αιώνες πολλοί και διάφοροι αλλοεθνείς. Οι περισσότεροι ήρθαν και έφυγαν και όσοι έμειναν ομογενοποιήθηκαν με το εγχώριο στοιχείο μέσα στο μεγάλο χωνευτήρι! Πέραν τούτου, τα τοπωνύμια αυτά δεν υποδηλώνουν τίποτε άλλο και προ πάντων δεν επηρεάζουν και δεν καθορίζουν το εθνικό φρόνημα των κατοίκων τους, το οποίο προσδιορίζεται μόνο από την εθνική συνείδηση του καθενός. Για τον ίδιο λόγο και ο εξελληνισμός της ονομασίας ενός οικισμού δεν κάνει τους κατοίκους περισσότερο Έλληνες!
Τα ιστορικά τοπωνύμια δεν πρέπει να μετονομάζονται διότι τα ιστορικά γεγονότα συνδέονται άρρηκτα με τους τόπους που διαδραματίστηκαν και όταν σβήνουμε από τον χάρτη τα τοπωνύμια αυτά είναι σαν να διαγράφουμε την Ιστορία που κουβαλούν. Έτσι, για παράδειγμα, όταν σβήνουμε από τον χάρτη το Σουλιμά, το ιστορικό γεγονός της εξέγερσης και της ορκωμοσίας των Ντρέδων από τον Παπατσώρη, θα πρέπει να λέμε ότι έλαβε χώρα, στο Άνω Δώριο; Και η περίφημη μάχη και νίκη των Ντρέδων κατά του Ιμπραήμ στο Λάπι πρέπει να λέμε ότι έγινε στο Ριζοχώρι; Εύλογα διερωτάται κανείς, γιατί άραγε δεν μετονομάστηκε το Σούλι της Ηπείρου που και αυτό είναι αρβανίτικο. Ασφαλώς διότι έχει μια Ιστορία και χάρη σε αυτό διατηρήθηκαν και όλοι ι ομώνυμοί του οικισμοί στην Ελλάδα. Για τον ίδιο λόγο δεν θα έπρεπε να μετονομαστεί και το Σουλιμά, καθώς και τα άλλα Σουλιμοχώρια.
Το Σουλιμά, όμως, φαίνεται να αντιστέκεται και να παραμένει πιστό στο πάτριο όνομά του που είναι βαθιά ριζωμένο στη συνείδηση των κατοίκων της περιοχή. Για τον λόγο αυτό, αν και πέρασαν 85 χρόνια από την μετονομασία του, όλοι το ξέρουν και το αναφέρουν Σουλιμά. Έτσι, το Άνω Δώριο παραμένει ουσιαστικά για τους τύπους και για τα χαρτιά!
Ύστερα από τις παραπάνω επισημάνσεις, φρονώ ότι επιβάλλεται η επαναφορά του ιστορικού ονόματος του Σουλιμά το οποίο, πέρα από την ιστορική αποκατάσταση, θα αποτελεί σημείο αναφοράς για όλους τους Σουλιμοχωρίτες, που θα μας συνδέει με το ένδοξο παρελθόν των προγόνων μας Ντρέδων και θα αποκαταστήσει τον ιδιαίτερο προσδιορισμό και την ταυτότητά μας ως Σουλιμοχωριτών. Διότι Σουλιμοχώρια και Σουλιμοχωρίτες χωρίς Σουλιμά δεν νοούνται».
Ο Ευάγγελος Γιαννικόπουλος, Διευθυντής της εφημερίδας «Πανολυμπιακή», με θέμα «Η μετονομασία πόλεων και χωριών», στο υπ’ αριθμόν 190 φύλλο του Αυγούστου - Σεπτεμβρίου 2012, γράφει τα παρακάτω: «Το 1927, αν δεν κάνουμε λάθος, με σωρεία Βασιλικών Διαταγμάτων, μετονομάστηκαν πληθώρα χωριών και πόλεων ανά την επικράτεια. Το αιτιολογικό ήταν ότι τα μέχρι τότε ονόματα δεν ήταν ελληνικά και επομένως οι πόλεις και τα χωριά που έφεραν αυτά τα ονόματα πρέπει να αναβαπτιστούν και να λάβουν ελληνοπρεπές όνομα. Έτσι πήρε η … μπόρα και το γνωστό τοις πάσι Σουλιμά, την πρωτεύουσα των Ντρέδων, που έπαιξαν αποτελεσματικό ρόλο κατά την επανάσταση και έχουν γίνει θρύλος μαζί με την Ιστορία του χωριού.  Δεν μιλάμε για τα δημοτικά τραγούδια που αναφέρουν το χωριό, τα οποία αν συγκεντρωθούν κάνουν αυτοτελή συλλογή. Ειλικρινά δεν μπορούμε να καταλάβουμε την νοοτροπία εκείνων των σοφών δασκάλων. Αυτά τα λίγα ονόματα τους πείραξαν. Δεν είμαστε γλωσσολόγοι, αλλά αν ανατρέξει κανείς στα λεξικά, εκεί θα διαπιστώσει την πληθώρα των λέξεων που έχουν ξένη καταγωγή, τουρκική, ιταλική, σλαβική μέχρι και περσική και τις χρησιμοποιούμε στην καθομιλούμενη… Τα ονόματα φρονούμε είναι συνδεδεμένα με την Ιστορία του τόπου και τους ανθρώπους του, η παράδοση τα έχει χαράξει με το όνομα που έφεραν κάποτε και δεν επιτρέπονται παρεμβάσεις για ψύλλου πήδημα. Επομένως καλό θα ήταν και το Σουλιμά να πάρει την πρότερη ονομασία του και όχι Άνω Δώριο, όπως λέγεται σήμερα και που κανείς δεν το γνωρίζει με το όνομα αυτό».Ο πληθυσμός, βέβαια, του χωριού, όπως δείχνουν οι απογραφές έχει υποστεί μείωση τις τελευταίες δεκαετίες. Για την κατιούσα αυτή πληθυσμιακή πορεία του χωριού, όπως φανερώνουν οι απογραφές των τελευταίων δεκαετιών, ευθύνονται τα φαινόμενα της αστυφιλίας, της μετανάστευσης και της υπογεννητικότητας, αντίθετα προς τις παλαιότερες εποχές κατά τις οποίες οι οικογένειες ήταν πολύτεκνες και οι άνθρωποι δεν εγκατέλειπαν εύκολα το χωριό τους για να εγκατασταθούν στις πόλεις ή στα διάφορες χώρες του εξωτερικού.
Η είσοδος του χωριού
Όμως τους θερινούς μήνες το χωριό μας πλημμυρίζει από απόδημους που έρχονται με τις οικογένειές τους για διακοπές και μένουν όλο το καλοκαίρι. Το φαινόμενο αυτό που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια τείνει να πάρει τη μορφή παράδοσης που χαροποιεί όλους μας. Άλλωστε είναι κάτι που πρέπει να επιδιώκεται από όλους και κυρίως όσους έχουν μικρά παιδιά για να διατηρήσουν αυτά τις ρίζες τους αλλά και να διαμορφώνουν τέλεια ισορροπία και υγεία ζώντας κοντά στη φύση και να ολοκληρώνουν τον χαρακτήρα τους με σωστή κοινωνικοποίηση στη μικρή, γνώριμη και αδελφική κοινωνία του χωριού, καθώς θα ανταμώνονται στις καθημερινές συντροφικές συναντήσεις τους.
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια ανοικοδόμηση του χωριού με εξωραϊστικά έργα από τον Σύλλογο Άνω Δωριτών και τον Δήμο και με πέτρινα σπίτια που κρατούν τον παραδοσιακό χαρακτήρα του και του δίνουν μια όμορφη όψη που εντυπωσιάζει τόσο τους μόνιμους κατοίκους, όσο και τους επισκέπτες.
Οι Σουλιμαίοι αγαπάμε το χωριό μας, διότι «ουδέν γλύκιον πατρίδος», δηλαδή τίποτα δεν είναι πιο γλυκό από την πατρίδα, και όταν απομακρυνόμαστε από Αυτό νοσταλγούμε να γυρίσουμε γρήγορα κοντά του. Είναι για μας ένας παράδεισος.
Το Σουλιμά είναι μια ζωγραφιά πεντάμορφη, μια άγια εικόνα βαθιά μέσα στην καρδιά μας και όσο η καρδιά μας θα χτυπά, θα χτυπά γι’ αυτόν τον άγιο και δοξασμένο τόπο.
Είναι για εμάς το Σουλιμά όλα όσα έγραψαν για την πατρίδα οι ποιητές και κάτι παραπάνω. Γιατί όλοι μας το λατρεύουμε και είναι για εμάς… τα πάντα, γιατί είναι η γλυκιά πατρίδα μας, για μας… ο κόσμος όλος!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου