Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2010

Τα κουπάρια

Τα κουπάρια ήταν ένα από τα καλύτερα έθιμα του χωριού μας. Η λέξη «κουπάρια» και μόνο θύμιζε σε όλους τα μεγάλα γλέντια κι όλα τα ευχάριστα γεγονότα της ζωής τους.

Στους αρραβώνες, στους γάμους, στα βαφτίσια, στις γιορτές και γενικά στις εκδηλώσεις χαράς οι χωριανοί μας είχαν το έθιμο και «όριζαν, διέταζαν» κουπάρια. Το έθιμο αυτό συνέβαλε στη δημιουργία και τη διατήρηση για ατέλειωτες ώρες του κεφιού και του γλεντιού. Έδινε την ευκαιρία, αλλά και ταυτόχρονα δημιουργούσε την υποχρέωση συμμετοχής όλων των μελών της παρέας στο γλέντι.

Στις χαρούμενες αυτές εκδηλώσεις, σε κατάλληλη στιγμή κι όταν το φαγοπότι είχε αρχίσει για τα καλά, κάποιος από τη συντροφιά, ανάλογα την περίσταση «όριζε» τα κουπάρια. Στους αρραβώνες, στο γάμο και στα βαφτίσια τα κουπάρια, συνήθως τα όριζε ο προξενητής, ο κουμπάρος και ο νονός αντίστοιχα και στα πανηγύρια ή γενικά στα τραπέζια ένα σεβαστό ηλικιωμένο πρόσωπο.

Το κουπάρι είχε τη δική του σειρά και τάξη, τους δικούς του κανόνες και τα λόγια ήταν γεμάτα εγκαρδιότητα και ζεστασιά. Κάποιος έπρεπε «να διατάξει» το κουπάρι για να το πιουν όλοι με ορισμένη σειρά εις υγείαν ενός άλλου. Αυτός, στην υγεία του οποίου έπιναν το κουπάρι, ήταν το τιμώμενο πρόσωπο, τιμώμενα δε πρόσωπα ήταν άλλα κάθε φορά.

Εκείνος που θα διέταζε το κουπάρι, ζητούσε ένα πιάτο, γέμιζε ξέχειλο ένα ποτήρι κρασί και το έβαζε στο πιάτο, χτυ­πούσε με ένα πιρούνι το πιάτο για να γίνει ησυχία. Σηκωνόταν όρ­θιος κρατώντας με το αριστερό χέρι το πιάτο και με το δεξί το πο­τήρι και άρχιζε την πρόποση ως εξής: «Ορισμός» ενώ οι άλλοι κρατούσαν ησυ­χία. «Του Θεού» απαντούσαν όλοι. «Αγα­πητοί συγγενείς και φίλοι. Αυτό το κουπαράκι θα σας παρακαλέ­σω να το πιούμε όλοι εις υγείαν (έλεγε ποίου) και να του ευχηθού­με (οι ευχές ήταν ανάλογες με την περίπτωση). Σας ευχαριστούμε που ήρθατε στο σπίτι μας να μας τιμήσετε (έλεγε για ποιο γεγονός). Εύχομαι σε όλους σας ότι ποθείτε, να είσαστε καλά και στα δικά σας σπίτια να κάμουμε τέτοια τραπέζια...». Τελείωνε την πρόποση, έπινε λίγο από το κρασί και λέγοντας «γεια σου (τά­δε)» έβρισκε εκείνον που θα συνέχιζε το κουπάρι. Έπινε τότε και το υπόλοιπο κρασί και καθόταν.

Αυτό ίσχυε για όλους που θα έπιναν το κουπάρι. Το πιάτο με το κουπάρι πήγαινε μετά στο δεύτερο. Αλλά στο μεταξύ εκείνος που το είχε διατάξει, είχε αρχίσει το πρώτο «τραπεζίτικο» τραγούδι.Το έλεγε μόνος του ή τον συντρόφευε και η παρέα του. Συνήθως οι μετέχοντες στο γλέντι χωριζόντουσαν σε δύο μέρη, σε δύο παρέες . Κάθε στροφή του τραγουδιού την έλεγε πρώτα η μια παρέα και μετά την επαναλάμβανε η άλλη.

Όταν τελείωνε το τραγούδι, σηκωνόταν ο δεύτερος, γέμιζε το ποτήρι κρασί, τον ευχαριστούσε για την τιμή που του 'κανε να τον βρει πρώτον και όρθιος πάντοτε και κρατώντας το πιάτο με το κουπάρι άρχιζε την πρόποση λέγοντας :«Ο αγαπητός συγγενής μας υποχρέωσε να πιούμε αυτό το κουπαράκι εις υγείαν του... Το πίνω στην υγεία του και του εύχομαι...», έλεγε ευχές για το γεγονός που γινόταν το τραπέ­ζι και για όλους κι έπινε το μισό ποτήρι, έβρισκε άλλον και καθόταν.

Κατ' αυτό τον τρόπο γύριζε το κουπάρι από τον ένα στον άλλο και έφθανε στο τιμώμενο πρόσωπο, που το έπινε τελευταίος. Το πρώτο κουπάρι στα μεγάλα τραπέζια, γάμους, βαφτίσια κλπ, διαρκούσε μία περίπου ώρα, τα επόμενα λιγότερη ώρα. Στο διάστημα που γύριζε έτρωγαν, έπιναν γεμάτα ποτήρια κρασί και το ένα τραγούδι διαδεχόταν το άλλο.

Ερχόταν η σειρά του τιμώμενου προσώπου να χαιρετίσει το κουπάρι. Γινόταν ησυχία, σηκωνόταν όρθιος, γέμιζε κρασί το ποτήρι και άρχιζε την πρόποση: «0 αγαπητός μας... σας υποχρέωσε όλους και ήπιατε ένα κουπάρι στην υγειά μου. Σας ευχαριστώ για την τιμή που μου κάματε και για τα καλά σας λόγια. Ας είστε καλά. Πίνω και εγώ με τη σειρά μου το κουπάρι στην υγεία όλων σας και σας εύχομαι...». Έπινε όλο το κρασί και καθόταν κι ερχόταν η σειρά του δεύτερου κουπαριού.

Ο ίδιος τώρα, το τιμώμενο κάθε φορά πρόσωπο, ήταν υποχρεω­μένος να διατάξει και δεύτερο κουπάρι. Κι αυτό γινόταν με την ί­δια σειρά και τάξη όπως το πρώτο και έφτανε η σειρά του τρίτου, τέταρτου κ.λ.π. Στην περίπτωση που ήθελαν να τιμήσουν πολλά πρόσωπα, 2 - 3 και η ώρα φυσικά δεν επαρκούσε, έβαζαν στο πιάτο δύο και τρία ποτήρια και τα έπιναν το ένα μετά το άλλο, στην υγειά των προσώπων αυτών. Αποφεύγονταν, όμως τα πολλά ποτήρια, γιατί μεθούσε ο κόσμος, γινόταν φασαρία και διαλυόταν γρήγορα το τραπέζι. Όταν η ώρα περνούσε και έπρεπε να διαλυ­θεί το τραπέζι, εκείνος που είχε το κουπάρι δε διέταζε άλλο για, πρόσωπο, αλλά για τη διάλυση. Το κουπάρι της διάλυσης έπιναν όλοι μαζί, τσουγκρίζοντας τα ποτήρια και ύστερα λίγοι - λίγοι αποχωρούσαν.

Δεν έπιναν μόνο αυτά τα κουπάρια, αλλά έπιναν και κουπάρια «σταυρωτά». Αυτά τα έπιναν συνήθως σε διαφορετικό χρόνο από τα «κατά διαταγήν». Γέμιζαν τα ποτήρια τους, εύχονταν ο ένας στην υγειά του άλλου και αφού σταύρωναν τα δεξιά τους χέρια (φέροντας ο καθένας το δεξί του χέρι εσωτερικά στο δεξί χέρι του άλλου) έπιναν τα κουπάρια, τα οποία έπιναν και κατά τη διάρκεια του χορού. Όποιος ήθελε, πήγαινε και έπινε σταυρωτά με αυτόν που χόρευε μπροστά.

Το έθιμο των κουπαριών, μεταξύ άλλων, ήταν ένας τρόπος μετάδοσης από γενιά σε γενιά των δημοτικών μας τραγουδιών, τα οποία αναμφισβήτητα αποτελούν την κιβωτό των εθνικών μας παραδόσεων. Στην εποχή μας αυτό το έθιμο έχει σβήσει μαζί με άλλα έθιμα του τόπου μας γιατί η εξέλιξη της κοινωνίας άλλαξε τον τρόπο διασκέδασης στις εκδηλώσεις.

Σημ: Οι πληροφορίες είναι από το βιβλίο «Δημοτικά Τραγούδια της Ορεινής Τριφυλίας» του Λεωνίδα Γ. Θεοχάρη και το ιστολόγιο του χωριού Αυλώνα Τριφυλίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου