Του Στάθη Παρασκευόπουλου
Τα Μουσεία στην αρχαιότητα, ήταν τόποι ή και ναοί αφιερωμένοι στις Μούσες, που ήσαν προσωποποιημένες θεότητες και εκπροσωπούσαν κλάδους της πνευματικής παραγωγής και της καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Τέτοιοι ναοί, λόγου χάρη, ήσαν στον Ελικώνα, στο λόφο του Φιλοπάππου και αλλού. Στην Αλεξανδρινή εποχή, Μουσεία ονόμαζαν ιδρύματα που γίνονταν έργα και τα θεωρούσαν προστατευόμενα από τις Μούσες.
Σήμερα, τα Μουσεία, φιλοξενούν αρχαιολογικούς θησαυρούς, καλλιτεχνικές δημιουργίες ή και επιστημονικά αντικείμενα. Τα τελευταία χρόνια, κλάδος των Μουσείων και μάλιστα αξιόλογος, με ηχηρή παρουσία ανά την επικράτεια, είναι τα Λαογραφικά Μουσεία. Τα Μουσεία αυτά έγιναν από Δήμους και Κοινότητες, από Συλλόγους και άλλους πολιτιστικούς φορείς αλλά και από ιδιώτες. Και φιλοξενούν αντικείμενα απ΄την κοινωνική ζωή των χρόνων που, ανεπιστρεπτί, έφυγαν με όλα όσα η ζωή των ανθρώπων, εκείνων των χρόνων, έφτιαχναν και χρησιμοποιούσαν στην καθημερινή ζωή.
Ένα τέτοιο Μουσείο ονειρεύτηκε και το ΄βαλε στόχο και το ΄στησε το ζεύγος Θεοχάρη (ο Λεωνίδας και η σύζυγος του Φωτεινή) που ζουν στην Αγία Παρασκευή Αττικής, αλλά κατεβαίνουν και στο Σουλιμά, που ΄ναι το χωριό του Λεωνίδα και περνούν το καλοκαίρι τους, αλλά και άλλες μέρες του έτους. Στο Σουλιμά – που ΄χει, κακώς, μετονομαστεί σε Άνω Δώριο – το χτισμένο σε υψόμετρο 600 μ. και το φορτωμένο με ιστορία αφού ο Άι-Δημήτρης του έχει χαρακτηριστεί - και δικαιολογημένα - ως η Αγία Λαύρα της Τριφυλίας. Στο σπίτι τους, ένα καλοχτισμένο σπίτι, που ΄ναι στο πάνω μέρος του χωριού με αυλή που τη στολίζει η ''βασιλική δρυς'' – όπως θα έλεγε ο Παπαδιαμάντης – και με κήπο που τον στολίζουν οπωροφόρα δέντρα μ΄εύχυμους καρπούς το καλοκαίρι. Στο ισόγειο αυτού του σπιτιού, έστησαν το Λαογραφικό τους Μουσείο. Μ΄έναν πακτωλό λαογραφικού υλικού εμπλουτισμένο. Που χρειάστηκε και χρόνος και κόπος αλλά και κάποια χρήματα για να συγκεντρωθεί. Μα πάνω απ΄όλα αγάπη στον τόπο και στην παράδοση και μεράκι.
Οι οικοδεσπότες σε υποδέχονται εγκάρδια και η οικοδέσποινα μ΄ένα καλάμι, που η ρίζα είναι το χερούλι του (μοιάζει με γκλίτσα στο σύνολό του) είναι αυτή που αναλαμβάνει την ξενάγηση. Στην είσοδο, αριστερά, οι φωτογραφίες των χωριών του ζεύγους. Το Σουλιμά του Λεωνίδα και του Χρυσό Σερρών της Φωτεινής. Ο Μωριάς που ΄σμιξε με τη Μακεδονία μας. Και μια στολή τσολιά, η εθνική περηφάνια μας. Ύστερα όλα τα άλλα. Από πού ν΄ αρχίσεις και που να τελειώσεις. Απ΄τον αργαλειό με όλα τα συμπράγκαλά του, που για χρόνια οι ανυφάντρες – , ''μάνα μια κόρη που ΄δα εγώ / στον αργαλειό ν΄υφαίνει…'' θυμάσαι το δημοτικό τραγούδι - ύφαιναν μάλλινα αλλά και λινά για τις ανάγκες της ένδυσης και της εξασφάλισης της ζεστασιάς. Να περάσεις στη γωνιά του τσαγκάρη με το τραπεζάκι και τα εργαλεία του. Να σταθείς σ΄αυτά, που χρησιμοποιούσαν οι ξωμάχοι του αγροτικού κόσμου, για να γράψουν τον κύκλο του ψωμιού που και μακρύς και κοπιαστικός ήταν. Να θαυμάσεις τα σκεύη του ποιμενικού βίου, που ΄χαν να κάνουν με την περιποίηση των αιγοπροβάτων και με τα σκεύη που χρησιμοποιούσαν για την παραγωγή των γαλακτοκομικών προϊόντων. Μνήμες αλησμόνητες θα σου φέρει μπροστά σου η αγωνιά του θρανίου, το αριθμητήριο, τα παλιά αναγνωστικά, τους τίτλους σπουδών και τόσα άλλα, που θα σε ταξιδέψουν στο χθες. Τα πήλινα στη σειρά να θυμάσαι τους αγγειοπλάστες και να σου δημιουργούν την αίσθηση πως βρίσκεσαι σε αγγειοπλαστείο. Οι ενδυμασίες γυναικών του τόπου μας, αλλά και της Βόρειας Ελλάδας να σου στήνουν μπροστά λυγερόκορμες κορασιές, όπως τις βλέπεις πια μόνο στις εθνικές μας γιορτές. Νυφικά περασμένων καιρών που ΄δειχναν αλλά δεν ''αποκάλυπταν'' σε κοινή θέα τα κάλλη της νύφης και οι στολισμένες μ΄επιδέξια χέρια κουλούρες του γάμου. Η αγωνιά με τ΄αντικείμενα λατρείας και τα εκκλησιαστικά σκεύη στο δικό τους χώρο και με τη φωτογραφία του μακαριστού παπα-Αντώνη. Τα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας στην εξελικτική τους πορεία. Δεν μπορείς όλα να τ΄απαριθμήσεις. Πρέπει να πας να τα δεις. Δυο αίθουσες γεμάτες, θα ΄λεγα παραφορτωμένες. Και όλα τ΄αντικείμενα και σκεύη, όλα τα εργαλεία, γυαλισμένα και πεντακάθαρα. Με τις ταμπελίτσες τους όπου πρέπει για πληρέστερη ενημέρωση, αλλά και με φωτογραφίες από σκηνές της οικογενειακής ζωής, του αγροτικού και του ποιμενικού βίου. Τα πάντα διευθετημένα, κατά τρόπο ιδανικό, έτσι που να ευχαριστούν τον επισκέπτη. Κοντολογίς νοικοκυρεμένα, που φαίνονται.
Είναι άξιοι συγχαρητηρίων ο Λεωνίδας και η Φωτεινή, γι αυτή τους την προσπάθεια. Ξεπέρασαν τον εαυτόν τους, έδωσαν το είναι τους. Με τα δύο παιδιά τους – το Γιώργο και την Κωνσταντίνα, επιστήμονες και τα δύο - που έδωσαν στην κοινωνία, δίνουν και το Λαογραφικό Μουσείο στο χωριό τους και στο τόπο μας, που σώζει την πολιτιστική μας παράδοση. Ένας πλούτος κι ένας θησαυρός. Μακάρι απ΄όλους να εκτιμηθεί. Οι παλιοί έχουν να θυμούνται το χτες με τα περασμένα και τα φευγάτα του. Οι νέοι βλέποντας όλα τούτα, θα μάθουν πως έζησαν οι παππούδες τους και πόσο βαθιές και στέρεες ήσαν οι ρίζες τους. Και κάποιοι απ΄τους επισκέπτες μπορούν να σκεφτούν και να προβληματιστούν. Μπορεί να μην είναι σε θέση να στήσουν το δικό τους Μουσείο. Μπορούν όμως να σώσουν πατρογονικούς θησαυρούς και κειμήλια και να τα προσφέρουν σε Μουσεία του τόπου τους, γιατί πολλοί απ΄τους παππούδες μας και τις γιαγιάδες μας που δεν ήξεραν την αξία πολλών αντικειμένων και σκευών της καθημερινότητας τους τα πούλησαν, για ένα κομμάτι ψωμί. Δυστυχώς!
Βρεθήκαμε στο Σουλιμά ένα ζεστό Αυγουστιάτικο απόγευμα. Το χωριό δεν είχε κόσμο, όπως θα πρόσμενε κανείς μια καλοκαιριάτικη μέρα. Μετά το επιβαλλόμενο ''προσκύνημα'' στον Άι-Δημήτρη και στο χώρο με τις προτομές των πρωταγωνιστών του τόπου στο αγώνα, ανηφόρισμα για το σπίτι, όπου σε περιμένει το γλυκό και το κρύο νερό. ''Θα βρεις στρωμένο καναπέ / θα βρεις γλυκό στην κούπα…'' θυμάσαι τον ποιητή. Και όταν το γλυκό συνοδεύεται και από κουφέτα – γιατί το σπίτι έχει καινούργια και μεγάλη χαρά (αρραβώνα της κόρης) τότε και το γλυκό γίνεται ηδύτερο και η χαρά του σπιτιού μεγαλώνει.
Και μετά την ξενάγηση, που να φύγεις. Η συντροφιά έχει μεγαλώσει και ο Ξένιος Δίας με το ραβδί του εμποδίζει την έξοδο. Το τραπέζι στρωμένο με δέκα ειδών – κυριολεξία και όχι σχήμα λόγου – φαγητά, φτιαγμένα απ΄τα χέρια της οικοδέσποινας που θυμίζουν ''Μακεδονική κουζίνα'' και με τον οίνον που ''ευφραίνει καρδίαν ανθρώπων'' να ρέει άφθονος να δημιουργούν ατμόσφαιρα ευτυχίας.
Το εικοσιτετράωρο αλλάζει τη σκυτάλη του και η μέρα να μικραίνει ακόμα κάποια λεπτά και να ΄χει κιόλας χάσει απ΄τον Ιούνιο δυο ώρες, τη στιγμή που αφήνουμε τους καλούς φίλους που μας ταξίδεψαν στο χθες και μας χάρισαν και όμορφες στιγμές απ΄το σήμερα. Μαζί με τις ευχές τους για ''καλό δρόμο'' και τα γαυγίσματα των σκυλιών μας κατευοδώνουν. Ο Τριφυλιακός αυλώνας φωτισμένος σαν μακρόστενη πόλη. Η κίνηση στους δρόμους δεν έχει καταλαγιάσει. Ο νεοέλληνας ζει το καλοκαίρι του και κλείνει τ΄αυτιά στις Σειρήνες της κρίσης και της γρίπης. ''Η φτώχεια – έλεγε ο παππούλης – θέλει καλοπέραση''. Έτσι θα λέμε καθημερινά, πως ζούμε κάτω απ΄τα όρια της φτώχειας…
Να πάτε στο Σουλιμά και να δείτε το Μουσείο του Θεοχάρη και πιστεύω πως δε θα μετανιώσετε. Είσπραξή του – πάλι νομίζω- πως θα ΄ναι το εύγε σας! Και αυτό, θαρρώ, πως του φτάνει. Πως κι αυτόν και τη γυναίκα του θα τους γεμίσει…
Σημ: Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα, "ΦΩΝΗ'' της Μεσσηνίας στις 27-8-2009 και αναδημοσιεύεται ολόκληρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου