Στα Σουλιμοχώρια, εκείνο τον καιρό, στον πρώτο χρόνο του γάμου ερχόταν και το πρώτο παιδί. Αν ήταν αγόρι τότε όλοι ήταν χαρούμενοι μιας και θα συνέχιζε το όνομα της οικογένειας και θα ήταν ο στυλοβάτης του σπιτιού. Τα αγόρια τότε τα έλεγαν παιδιά. Αντιθέτως αν γεννιόταν κορίτσι ήταν δυσαρεστημένοι όλοι, αφού ήταν ανεπιθύμητα λόγω της προίκας που θα χρειάζονταν στο μέλλον για να παντρευτούν. Εκείνα τα χρόνια η πολυτεκνία αποτελούσε κανόνα, ενώ η γέννηση του νεογνού ήταν αφημένη στα χέρια της τύχης και στην εμπειρική μαμή με τα γιατροσόφια της. Όταν λοιπόν γεννούσαν στο σπίτι με τους πρώτους πόνους φώναζαν την μαμή για να βοηθήσει την έγκυο να γεννήσει μαζί με τις άλλες συγγενείς. Αν η ετοιμόγεννη ήταν «ευκολόγεννη» τότε γεννούσε με έναν πόνο, αν ήταν «δυσκολόγεννη» ή «πρωτάρα» τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα.
Την έγκυο την κρατούσαν από τις μασχάλες όρθια, με τα χέρια πίσω, για να μπορεί να «σφιχτεί» περισσότερο και την έβαζαν να φουσκώνει ασκί. Ακόμα έδεναν ένα σκοινί στο πατάρι του σπιτιού από το οποίο κρεμόταν η έγκυος ώστε να σφίγγεται όσο μπορεί για να ξεκολλήσει το παιδί. Την ξάπλωναν ανάσκελα και της πάταγαν την κοιλιά ενώ ταυτόχρονα η μαμή προσπαθούσε να βγάλει το παιδί, με τα χέρια της. Όταν τελικά κατάφερναν να το βγάλουν,το αφαλόκοβαν, το έπλεναν και το φάσκιωναν.
Παράλληλα τακτοποιούσαν την λεχώνα και της έδιναν να πιει ξύδι και καπνιά από το τζάκι για να αποφύγει την μόλυνση. Αυτό κρατούσε 15 μέρες ώστε να κλείσουν οι πληγές της γέννας. Τα νερά που έπλεναν την λεχώνα και το μωρό, τα έριχναν σε κάποιο σταυροδρόμι για να «χάνουν το δόμο τα κακά πνεύματα». Επιπλέον πότιζαν τη λεχώνα ευχονέρι, (νερό που είχε διαβάσει ο παπάς του χωριού) με το οποίο ράντιζαν και το σπίτι που κοιμόταν η λεχώνα με το μωρό για να μην πλησιάσουν τα κακά πνεύματα.
Για 40 μέρες δεν έβλεπε κανείς τη λεχώνα και το μωρό εκτός από τον κουμπάρο και τους στενούς συγγενείς όμως μόνο την μέρα. Ακόμη η λεχώνα και το νεογέννητο δεν έπρεπε να βγουν βράδυ από το σπίτι για να μην τους κρούξουν τα ξωτικά. Επιπροσθέτως, πίστευαν πως το τρίτο βράδυ της γέννησης οι Μοίρες επισκέπτονταν το μωρό γι’ αυτό και τοποθετούσαν δίπλα του γλυκά, ψωμί και χρήματα για να « του πουν καλή μοίρα». Όταν πια πέρναγαν 40 μέρες, μητέρα και παιδί, επισκέπτονταν την εκκλησία για να πάρουν την ευχή από τον ιερέα, μετά από αυτό έπαυε και κάθε πρόληψη και δεισιδαιμονία.
Σημ: Οι πληροφορίες είναι από το βιβλίο "Σουλιμοχώρια Ντρέδες ΟΙ ΑΔΙΚΗΜΕΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Ιστορική Αναδρομή Λαογραφικές Αναμνήσεις" του Δημητρίου Παν. Αθανασόπουλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου