Η Πελοπόννησος (και η Μεσσηνία) μετά την Ρωμαϊκή κατάκτηση και μέχρι τη Μεσοβυζαντινή εποχή πέφτει σχεδόν σε αφάνεια, από πλευράς μεγάλων ιστορικών γεγονότων.
Οι Φράγκοι παρά το ότι έμειναν σε τμήματα της Πελοποννήσου ακόμα και μετά την κατάκτηση των Τούρκων, δεν φαίνεται να αναμείχθηκαν και πολύ με τον ντόπιο πληθυσμό, όχι τόσο λόγω των συνεχών εχθροπραξιών με τους Έλληνες (Δεσποτάτο του Μορέως- Μυστράς) όσο λόγω του ψυχικού χάσματος που υπήρχε μετά το Εκκλησιαστικό Σχίσμα (1054).
Η περιοχή μας υπαγόταν στη Βαρωνία της Αρκαδιάς (Κυπαρισσία). Οι λίγες και συγκεχυμένες πληροφορίες που υπάρχουν γι’ αυτή την περίοδο προέρχονται από το «Χρονικό του Μορέως», ένα άτεχνο μακροσκελές ποίημα, που υπάρχει και στη Γαλλική Γλώσσα.
Στο «Χρονικό» αναφέρονται οι ονομασίες Διμάντρα και Αετός καθώς και η Κοπρινίτσα που ασφαλώς και τότε, με το κεφαλάρι της, ήταν πηγή ζωής για τους κατοίκους της.
Η μεγάλη μετακίνηση πληθυσμού, χωρίς όμως να αλλάξει η γενική φυσιογνωμία του ανθρώπινου τοπίου, έγινε στην Πελοπόννησο περί το τέλος της Φραγκοκρατίας, και προ της κυριαρχίας των Τούρκων.
Οι μετακινούμενοι ήσαν Ορθόδοξοι Χριστιανοί, δεδομένου ότι η υποταγή των Αλβανών στους Τούρκους έγινε εκατό περίπου χρόνια αργότερα, ύστερα από μακρά ηρωική αντίσταση του Εθνικού τους ήρωα Γεωργίου Καστριώτη-Σκερντέμπεη (1468).
Κάπου στην εποχή αυτή, δηλαδή πολύ πριν από την Τουρκική κατάκτηση της Πελοποννήσου, πρέπει να τοποθετήσουμε και τη μαζική κάθοδο στην ευρύτερη περιοχή του Δήμου Δωρίου των πρώτων αλβανόφωνων Χριστιανών εποικιστών. Ήρθαν συγκροτημένοι σε μεγάλες οικογένειες (φάρες) με απόλυτη πατριαρχική οργάνωση, ισχυρούς δεσμούς αγάπης μεταξύ τους, αλλά και τυφλής υπακοής σε άγραφους παραδοσιακούς κανόνες.
Οι νέοι αυτοί κάτοικοι έμελλε να διαδραματίσουν πρωταγωνιστικό ρόλο στη διατήρηση άσβεστης της φλόγας της Ελευθερίας στη σκοτεινή περίοδο που ακολούθησε, προετοιμάζοντας το μεγάλο ξεσηκωμό του 1821. Η περιοχή είναι ορεινή, όχι ιδιαίτερα εύφορη και την εποχή εκείνη ήταν σχεδόν ακατοίκητη. Ο εποικισμός, θα πρέπει να έγινε ανεμπόδιστα.
Το ίδιο ισχύει και για τις περιοχές των χωριών Μποντιά και Βυδίσοβα του Δήμου μας, όπου πλεονάζουν τα αρβανίτικα τοπωνύμια (Μάλθη, Λακαθέλα κλπ).
Πάνω απ’ όλα και παρά τη φτώχεια, επικρατούσε μια χαρούμενη διάθεση για τη ζωή, που εκδηλωνόταν με τα μακρόσυρτα γλέντια στις γιορτές (γάμοι-πανηγύρια) και τον λεβέντικο τσάμικο χορό, με τους εντυπωσιακούς αυτοσχεδιασμούς του κορυφαίου χορευτή. Χαρακτηριστική επίσης είναι μια τάση για έξυπνα πειράγματα και διηγήσεις μεταξύ τους, με αρκετή δόση αυτοσαρκασμού.
Κυρίαρχη θέση στα Αρβανιτοχώρια λόγω γεωγραφικής θέσης αλλά και κύρους των πρώτων οικογενειών πήρε το Σουλιμά, που εξασκούσε ένα είδος επιρροής στα γύρω χωριά, παρόμοιο με εκείνο του Σουλίου, στην Ήπειρο.
Ολόκληρη η περιοχή με την εμπεδωμένη φήμη των Ντρέδων Πολεμιστών, σε συνδυασμό με τη δυσκολία προσέγγισης, λόγω του ορεινού εδάφους, απόκτησε ένα καθεστώς άτυπης ανεξαρτησίας, που ενίσχυσε ακόμα πιο πολύ την υψηλοφροσύνη των κατοίκων, την εξοικείωση τους με τα όπλα και τη ροπή τους για πόλεμο, σαν έκφραση του ασυμβίβαστου πόθου τους για ανεξαρτησία. Με αυτές τις συνθήκες έμειναν ουσιαστικά αδούλωτοι στους Τούρκους, αλλά και στους Βενετούς κατά την σύντομη παρεμβολή τους (1686-1715).
Στο κλίμα αυτό ωρίμασαν πιο έντονα οι συνθήκες για την μεγάλη εξέγερση.
Τότε ήταν (1806) που ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ύστερα από απηνή καταδίωξη, αναγκάστηκε να φύγει οικογενειακώς στη Ρωσοκρατούμενη και στη συνέχεια Αγγλοκρατούμενη Ζάκυνθο, οραματιζόμενος και ενεργώντας και από εκεί για τη ελευθερία της Πατρίδας. Στη Ζάκυνθο κατέφυγαν και άλλοι Κλέφτες της περιοχής μας και ανάμεσά τους ο Γιαννάκης Μέλλιος που γεννήθηκε στο Κούβελα και τον αναφέρει σαν στενό συνεργάτη του ο Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματά του.
Η διαμονή του στη Ζάκυνθο, η πιθανή υπηρεσία του μαζί με τον Νικηταρά στο στρατό του Βασιλείου της Κάτω Ιταλίας και εν συνεχεία η σίγουρη μύηση του στη Φιλική Εταιρία, του έδωσαν τα εφόδια (μόρφωση, στρατιωτική εμπειρία) να αναδειχθεί σε αναμφισβήτητη ηγετική μορφή στα Σουλιμοχώρια, όπου επέστρεψε λίγο πριν την έναρξη του αγώνα.
Άλλη αντιπροσωπευτική κυρίαρχη μορφή κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας ήταν και ο Δημήτρης Τζώρης που τελικά παρέμεινε γνωστός σαν Παπατσώρης γενάρχης της ομώνυμης Οικογένειας. Ήταν εφημέριος στο Λάπι και στο Σουλιμά, αρχιερατικός επίτροπος της περιοχής και αναφέρεται ως Πρωτόπαπας (χωρίς επώνυμο).
Ως κληρικός αλλά και προεστός ασκούσε μεγάλη επιρροή στο κόλι-Σουλιμά (Σουλιμοχώρια) εκφράζοντας με τους δυο γιους του Αδάμ και Αναγνώστη την «Ντρέδικη» αντίληψη για ελευθερία. Ήταν λοιπόν φυσικό να επιλεγεί από τον Πρωτοσύγκελο Αμβρόσιο Φραντζή της Αρκαδιάς και να μυηθεί στα μυστικά της Φιλικής Εταιρίας. Ο Ιστορικός Φωτάκος(υπασπιστής του Κολοκοτρώνη) δίνει στα απομνημονεύματα του μια εύγλωττη εικόνα «Ο Οικονόμος (Δημ. Παπατσώρης) ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρίας. Οι εκδουλεύσεις της οικογένειας του είναι πολλές και γνωστές. Το σπίτι τους υπήρξε κατηχητήριο της Εταιρίας. Επειδή το χωριό Σουλιμά κείται εις θέσιν οχυράν, χρησίμευε ως άσυλο και ένεκα τούτου εκεί ενεργούντο αφόβως τα της εταιρίας».
Παράλληλα με την κατήχηση ο Παπατσώρης είχε συγκροτήσει και ένοπλο σώμα με συναρχηγό τον Αντώνη Ντάρα από το Ψάρι και τον Αλέξη Φούτση από το Γλιάτα (σημερινή Ηλέκτρα) που τότε υπαγόταν στο κόλι-Σουλιμά. Πλέον των ανωτέρω σημειώνονται ενδεικτικά και τα ακόλουθα ονόματα των αγωνιστών, που έπαιξαν αντίστοιχους ρόλους στα χωριά τους, χωρίς να είναι όλα γνωστά.
Επανέρχεται στο προσκήνιο κατά την Φραγκοκρατία και ιδιαίτερα μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Βυζαντινούς (1261) και την εγκαθίδρυση του Πριγκιπάτου του Μορέως.
Είχε προηγηθεί, από τα μέσα του 7ου αιώνα η ανοργάνωτη εγκατάσταση Σλαβικών Νομάδων που διείσδυσαν ανεμπόδιστα και σχημάτισαν σκόρπιους καθαρά αγροτικούς οικισμούς, χωρίς καμία συνοχή μεταξύ τους. Με το πέρασμα των χρόνων και προ της εμφάνισης των Φράγκων είχαν σχεδόν όλοι απορροφηθεί από το κυρίαρχο ελληνικό περιβάλλον. Στην οριστική αφομοίωση συνετέλεσε δραστικά και η επιτυχημένη προσπάθεια εκχριστιανισμού από το Βυζάντιο.
Κατάλοιπα αυτής της εγκατάστασης είναι τα διάφορα τοπωνύμια που μέχρι πρότινος χρησιμοποιούνταν (Βυδίσοβα στο Δήμο μας και Γαράντζα - Παυλίτσα - Γαρδίτσα στον περίγυρο). Επίσης λέξεις με καθαρά αγροτικό νόημα (όπως γράνα, σβάρνα, λόγγος, καρβέλι, κ.λ.π).Είχε προηγηθεί, από τα μέσα του 7ου αιώνα η ανοργάνωτη εγκατάσταση Σλαβικών Νομάδων που διείσδυσαν ανεμπόδιστα και σχημάτισαν σκόρπιους καθαρά αγροτικούς οικισμούς, χωρίς καμία συνοχή μεταξύ τους. Με το πέρασμα των χρόνων και προ της εμφάνισης των Φράγκων είχαν σχεδόν όλοι απορροφηθεί από το κυρίαρχο ελληνικό περιβάλλον. Στην οριστική αφομοίωση συνετέλεσε δραστικά και η επιτυχημένη προσπάθεια εκχριστιανισμού από το Βυζάντιο.
Οι Φράγκοι παρά το ότι έμειναν σε τμήματα της Πελοποννήσου ακόμα και μετά την κατάκτηση των Τούρκων, δεν φαίνεται να αναμείχθηκαν και πολύ με τον ντόπιο πληθυσμό, όχι τόσο λόγω των συνεχών εχθροπραξιών με τους Έλληνες (Δεσποτάτο του Μορέως- Μυστράς) όσο λόγω του ψυχικού χάσματος που υπήρχε μετά το Εκκλησιαστικό Σχίσμα (1054).
Η περιοχή μας υπαγόταν στη Βαρωνία της Αρκαδιάς (Κυπαρισσία). Οι λίγες και συγκεχυμένες πληροφορίες που υπάρχουν γι’ αυτή την περίοδο προέρχονται από το «Χρονικό του Μορέως», ένα άτεχνο μακροσκελές ποίημα, που υπάρχει και στη Γαλλική Γλώσσα.
Στο «Χρονικό» αναφέρονται οι ονομασίες Διμάντρα και Αετός καθώς και η Κοπρινίτσα που ασφαλώς και τότε, με το κεφαλάρι της, ήταν πηγή ζωής για τους κατοίκους της.
Η μεγάλη μετακίνηση πληθυσμού, χωρίς όμως να αλλάξει η γενική φυσιογνωμία του ανθρώπινου τοπίου, έγινε στην Πελοπόννησο περί το τέλος της Φραγκοκρατίας, και προ της κυριαρχίας των Τούρκων.
Οι ατέλειωτες συγκρούσεις μεταξύ Βυζαντινών Φράγκων, Βενετών, Γενουατών, οι εμφύλιες διαμάχες των τοπικών Βυζαντινών Ηγεμόνων, η κακοδιοίκηση και τέλος οι αλλεπάλληλες θανατηφόρες επιδημίες, οδήγησαν σε μια σοβαρή αποδυνάμωση του γηγενούς Ελληνικού πληθυσμού.
Τούτο συνέπεσε με μια δημογραφική έκρηξη στην Αλβανία, που συνοδευόταν και από μια αβάσταχτη φτώχεια, λόγω συγκέντρωσης, και εκμετάλλευσης της Γης και λίγους ισχυρούς ηγεμόνες. Οι συνθήκες λοιπόν ήταν προσφορές για μια ακόμα μετακίνηση του πληθυσμού από Βορρά προς Νότου, που μερικοί την παρομοίωσαν με την κάθοδο των Δωριέων (καθηγητής Κώστας Μπίρης).
Η κάθοδος είχε αρχίσει με ομάδες μισθοφόρων νωρίτερα, αλλά πήρε το χαρακτήρα συστηματικού εποικισμού με την ενθάρρυνση των Δεσποτών του Μυστρά Μανουήλ Καντακουζηνού (1349-1360), Θεόδωρου Παλαιολόγου (1384) και Δημήτριου Παλαιολόγου (1395). Την ίδια πολιτική εφάρμοσαν και οι Βενετοί.Τούτο συνέπεσε με μια δημογραφική έκρηξη στην Αλβανία, που συνοδευόταν και από μια αβάσταχτη φτώχεια, λόγω συγκέντρωσης, και εκμετάλλευσης της Γης και λίγους ισχυρούς ηγεμόνες. Οι συνθήκες λοιπόν ήταν προσφορές για μια ακόμα μετακίνηση του πληθυσμού από Βορρά προς Νότου, που μερικοί την παρομοίωσαν με την κάθοδο των Δωριέων (καθηγητής Κώστας Μπίρης).
Οι μετακινούμενοι ήσαν Ορθόδοξοι Χριστιανοί, δεδομένου ότι η υποταγή των Αλβανών στους Τούρκους έγινε εκατό περίπου χρόνια αργότερα, ύστερα από μακρά ηρωική αντίσταση του Εθνικού τους ήρωα Γεωργίου Καστριώτη-Σκερντέμπεη (1468).
Κάπου στην εποχή αυτή, δηλαδή πολύ πριν από την Τουρκική κατάκτηση της Πελοποννήσου, πρέπει να τοποθετήσουμε και τη μαζική κάθοδο στην ευρύτερη περιοχή του Δήμου Δωρίου των πρώτων αλβανόφωνων Χριστιανών εποικιστών. Ήρθαν συγκροτημένοι σε μεγάλες οικογένειες (φάρες) με απόλυτη πατριαρχική οργάνωση, ισχυρούς δεσμούς αγάπης μεταξύ τους, αλλά και τυφλής υπακοής σε άγραφους παραδοσιακούς κανόνες.
Οι νέοι αυτοί κάτοικοι έμελλε να διαδραματίσουν πρωταγωνιστικό ρόλο στη διατήρηση άσβεστης της φλόγας της Ελευθερίας στη σκοτεινή περίοδο που ακολούθησε, προετοιμάζοντας το μεγάλο ξεσηκωμό του 1821. Η περιοχή είναι ορεινή, όχι ιδιαίτερα εύφορη και την εποχή εκείνη ήταν σχεδόν ακατοίκητη. Ο εποικισμός, θα πρέπει να έγινε ανεμπόδιστα.
Κατά την παράδοση, η πρώτη εγκατάσταση έγινε στην περιοχή Καμάρι - Δρυμί (μεταξύ των χωριών Σουλιμά-Κούβελα-Χαλκιά) όπου, κοντά σε μια πηγή, διασώζεται και μια μικρή εκκλησία που κτίστηκε εκείνη την εποχή. Η εκκλησία ανακαινίστηκε πρόσφατα από τους τοπικούς συλλόγους και γιορτάζεται κάθε 1η Σεπτέμβρη με ένα συγκινητικό προσκύνημα-αντάμωμα όλων των ξενιτεμένων Σουλιμοχωριτών. Εκεί ξανακούγονται τα αυθεντικά τραπεζίτικα τραγούδια που ανακαλούν ένδοξες παλιές μνήμες.
Κάθε μία από τις Φάρες, χωρίς να χάσουν τους οργανικούς μεταξύ τους δεσμούς και την Ιεραρχία εγκαταστάθηκαν στις σημερινές θέσεις των οικισμών, κτίζοντας τα πρώτα φτωχικά τους σπίτια. Έτσι προέκυψαν τα σημερινά Αρβανιτοχώρια Σουλιμά, Άνω Ψάρι Κούβελα, Ρίπεσι, Πιτσά Βλιάκα (Χρυσοχώρι), Κλέσουρα, Κατσούρα, Λάπι.
Παράλληλη ήταν η κατοίκηση και από άλλες αρβανίτικες Φάρες σε περιοχές γειτονικές προς τα Σουλιμοχώρια με τις οποίες θα υπήρχε οπωσδήποτε επαφή και συνεργασία. Χαρακτηριστικά αναφέρεται το Μπούγα (η γειτονική Καλιρρόη) που η ονομασία του σχετίζεται με τη μεγάλη αρβανίτικη οικογένεια των Μπουέων, που κυριαρχούσαν τότε στη Δυτική Στερεά Ελλάδα, καθώς και με τον Αλβανό αρχηγό Πέτρο Μπούα που αντιστάθηκε στον Τούρκο Τουραχάν Πασά κατά τη δεύτερη εισβολή του στην Πελοπόννησο (1454).Κάθε μία από τις Φάρες, χωρίς να χάσουν τους οργανικούς μεταξύ τους δεσμούς και την Ιεραρχία εγκαταστάθηκαν στις σημερινές θέσεις των οικισμών, κτίζοντας τα πρώτα φτωχικά τους σπίτια. Έτσι προέκυψαν τα σημερινά Αρβανιτοχώρια Σουλιμά, Άνω Ψάρι Κούβελα, Ρίπεσι, Πιτσά Βλιάκα (Χρυσοχώρι), Κλέσουρα, Κατσούρα, Λάπι.
Το ίδιο ισχύει και για τις περιοχές των χωριών Μποντιά και Βυδίσοβα του Δήμου μας, όπου πλεονάζουν τα αρβανίτικα τοπωνύμια (Μάλθη, Λακαθέλα κλπ).
Είναι κατανοητό ότι η ενασχόληση των νέων οικιστών με την κτηνοτροφία και την καλλιέργεια των φτωχών ορεινών χωραφιών όχι μόνο, δεν απέκλειε, αλλά εξανάγκαζε τους νέους άνδρες, φιλόδοξους, ατίθασους και ριψοκίνδυνους από τη φύση τους, να εντάσσονται στα ένοπλα τμήματα, που συντηρούσαν τοπικοί διεκδικητές της εξουσίας, στη ρευστή εκείνη εποχή.
Η ενασχόληση αυτή με τα όπλα, πέρα από την καλλιέργεια μιας ανεξάρτητης και υπερήφανης νοοτροπίας, αποτέλεσε και το ιδανικό για την εποχή σχολείο πολεμικής προετοιμασίας, που αποδείχθηκε εξαιρετικά ουσιώδες στις μετέπειτα εξελίξεις. Αντίστοιχη με την μεγαλοπρέπεια των τοπίων και των δυσπρόσιτων βουνών της αρχικής τους πατρίδας, ήταν και η ψυχολογία των ανθρώπων που ήρθαν για μόνιμη εγκατάσταση στην περιοχή μας.
Υπερήφανοι ορεσίβιοι, γνήσιοι απόγονοι των αρχαίων Ιλλυριών, άμεσα σχετιζόμενων με τους πρωτοέλληνες Πελασγούς, έγιναν γνωστοί από πολύ νωρίς σε όλη την Πελοπόννησο με την προσωνυμία Ντρέδες.
Πιθανή ετυμολογία της λέξης Ντρες είναι το Αλβανικό Ντρέιτ που σημαίνει όρθιος ευθύς, υπερήφανος. Μερικοί τη συσχετίζουν, κάπως αβασάνιστα, με την Ελληνική λέξη δρυς, τη βελανιδιά, με το σκληρό κορμό και τις βαθιές ρίζες που αντιστέκεται στις θύελλες. Όποια όμως και αν είναι η ετυμολογία της λέξης Ντρες, ακόμα και σήμερα, είναι συνώνυμη με ένα βαθύ συναίσθημα τιμής και αξιοπρέπειας, για την οποία μπορούν να θυσιάσουν τα πάντα. Έκφραση αυτού του συναισθήματος είναι η ιερή υποχρέωση ισόβιας δέσμευσης σε μια υπόσχεση ή συμφωνίας γενικότερα (Μπέσα). Η παράβαση αυτού του βασικού κανόνα στιγματίζει ανεπανόρθωτα τον υπεύθυνο, για πάντα.Η ενασχόληση αυτή με τα όπλα, πέρα από την καλλιέργεια μιας ανεξάρτητης και υπερήφανης νοοτροπίας, αποτέλεσε και το ιδανικό για την εποχή σχολείο πολεμικής προετοιμασίας, που αποδείχθηκε εξαιρετικά ουσιώδες στις μετέπειτα εξελίξεις. Αντίστοιχη με την μεγαλοπρέπεια των τοπίων και των δυσπρόσιτων βουνών της αρχικής τους πατρίδας, ήταν και η ψυχολογία των ανθρώπων που ήρθαν για μόνιμη εγκατάσταση στην περιοχή μας.
Υπερήφανοι ορεσίβιοι, γνήσιοι απόγονοι των αρχαίων Ιλλυριών, άμεσα σχετιζόμενων με τους πρωτοέλληνες Πελασγούς, έγιναν γνωστοί από πολύ νωρίς σε όλη την Πελοπόννησο με την προσωνυμία Ντρέδες.
Πάνω απ’ όλα και παρά τη φτώχεια, επικρατούσε μια χαρούμενη διάθεση για τη ζωή, που εκδηλωνόταν με τα μακρόσυρτα γλέντια στις γιορτές (γάμοι-πανηγύρια) και τον λεβέντικο τσάμικο χορό, με τους εντυπωσιακούς αυτοσχεδιασμούς του κορυφαίου χορευτή. Χαρακτηριστική επίσης είναι μια τάση για έξυπνα πειράγματα και διηγήσεις μεταξύ τους, με αρκετή δόση αυτοσαρκασμού.
Κυρίαρχη θέση στα Αρβανιτοχώρια λόγω γεωγραφικής θέσης αλλά και κύρους των πρώτων οικογενειών πήρε το Σουλιμά, που εξασκούσε ένα είδος επιρροής στα γύρω χωριά, παρόμοιο με εκείνο του Σουλίου, στην Ήπειρο.
Ολόκληρη η περιοχή με την εμπεδωμένη φήμη των Ντρέδων Πολεμιστών, σε συνδυασμό με τη δυσκολία προσέγγισης, λόγω του ορεινού εδάφους, απόκτησε ένα καθεστώς άτυπης ανεξαρτησίας, που ενίσχυσε ακόμα πιο πολύ την υψηλοφροσύνη των κατοίκων, την εξοικείωση τους με τα όπλα και τη ροπή τους για πόλεμο, σαν έκφραση του ασυμβίβαστου πόθου τους για ανεξαρτησία. Με αυτές τις συνθήκες έμειναν ουσιαστικά αδούλωτοι στους Τούρκους, αλλά και στους Βενετούς κατά την σύντομη παρεμβολή τους (1686-1715).
Στο κλίμα αυτό ωρίμασαν πιο έντονα οι συνθήκες για την μεγάλη εξέγερση.
Προηγήθηκε η ατυχής επανάσταση του 1770 με την ελλιπή προετοιμασία και σχεδιασμό των Ρώσων. Στην περιοχή μας δεν υπήρξαν σημαντικά γεγονότα αλλά ακολούθησαν ληστρικές επιδρομές και βιαιοπραγίες των 8000 περίπου Τουρκαλβανών που μεταφέρθηκαν για την κατάπνιξη της επανάστασης. Όμως στη συνέχεια παρέμειναν σαν δυνάστες στην Πελοπόννησο μέχρι την τελική εξολόθρευση τους από τους Τούρκους με τη συνεργασία των Κλεφτών. Είναι ίσως συμβολικό πως αυτή την εποχή (3 Απριλίου 1770) γεννήθηκε στο Ραμοβούνι, στην Ανατολική πλευρά του Λόφου με τις αρχαιότητες του Δωρίου, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Λίγα χρόνια πριν (περί το 1750) είχε γεννηθεί στο Σουλιμά μια άλλη σημαντική μορφή του μετέπειτα αγώνα. Πρόκειται για το Κόλια Πλαπούτα που όμως σε ηλικία 18 ετών αναγκάστηκε να καταφύγει στο χωριό Παλούμπα της Καρύταινας (Ηλιοδώρα), ύστερα από το φόνο ενός Τούρκου.
Απόκτησε δύο γιους το Γιώργο και το Δημήτρη από τους οποίους ο μεν πρώτος σκοτώθηκε πρόωρα στη μάχη του Λάλα, το 1821, ο δε δεύτερος ήταν στενός συνεργάτης του Κολοκοτρώνη, που του ανέθετε τις πιο έμπιστες και δύσκολες αποστολές και τελικά μοιράσθηκε μαζί του την εξορία στην Ύδρα(1824) και το κελί των μελλοθανάτων στο Παλαμήδι (1834) για το οποίο θα επανέλθουμε.
Με το ξεκίνημα του 19ου αιώνα, τα γεγονότα άρχισαν να εξελίσσονται, νομοτελειακά προς τη μεγάλη αναμέτρηση.
Το 1805 στο Χάνι της Κόκλας, οι τοπικοί Κλέφτες με αρχηγό το φημισμένο Γιώργο Μπέλκο (Κοσμά) από τον Αετό, συνέλαβαν τον φιλότουρκο Αρχιμανδρίτη Ανδριανόπουλο από τους Γαργαλιάνους, ενώ μετέφερε ένα πολύ σημαντικό ποσό, προϊόν της φορολογίας των σκλάβων, στην Τριπολιτσά. Αυτό, καθώς και άλλα περιστατικά ανταρσίας, έδωσαν στους Τούρκους την αφορμή να ξεσπάσει ένας εξοντωτικός πόλεμος εναντίον των Κλεφτών.Απόκτησε δύο γιους το Γιώργο και το Δημήτρη από τους οποίους ο μεν πρώτος σκοτώθηκε πρόωρα στη μάχη του Λάλα, το 1821, ο δε δεύτερος ήταν στενός συνεργάτης του Κολοκοτρώνη, που του ανέθετε τις πιο έμπιστες και δύσκολες αποστολές και τελικά μοιράσθηκε μαζί του την εξορία στην Ύδρα(1824) και το κελί των μελλοθανάτων στο Παλαμήδι (1834) για το οποίο θα επανέλθουμε.
Με το ξεκίνημα του 19ου αιώνα, τα γεγονότα άρχισαν να εξελίσσονται, νομοτελειακά προς τη μεγάλη αναμέτρηση.
Τότε ήταν (1806) που ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ύστερα από απηνή καταδίωξη, αναγκάστηκε να φύγει οικογενειακώς στη Ρωσοκρατούμενη και στη συνέχεια Αγγλοκρατούμενη Ζάκυνθο, οραματιζόμενος και ενεργώντας και από εκεί για τη ελευθερία της Πατρίδας. Στη Ζάκυνθο κατέφυγαν και άλλοι Κλέφτες της περιοχής μας και ανάμεσά τους ο Γιαννάκης Μέλλιος που γεννήθηκε στο Κούβελα και τον αναφέρει σαν στενό συνεργάτη του ο Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματά του.
Η διαμονή του στη Ζάκυνθο, η πιθανή υπηρεσία του μαζί με τον Νικηταρά στο στρατό του Βασιλείου της Κάτω Ιταλίας και εν συνεχεία η σίγουρη μύηση του στη Φιλική Εταιρία, του έδωσαν τα εφόδια (μόρφωση, στρατιωτική εμπειρία) να αναδειχθεί σε αναμφισβήτητη ηγετική μορφή στα Σουλιμοχώρια, όπου επέστρεψε λίγο πριν την έναρξη του αγώνα.
Άλλη αντιπροσωπευτική κυρίαρχη μορφή κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας ήταν και ο Δημήτρης Τζώρης που τελικά παρέμεινε γνωστός σαν Παπατσώρης γενάρχης της ομώνυμης Οικογένειας. Ήταν εφημέριος στο Λάπι και στο Σουλιμά, αρχιερατικός επίτροπος της περιοχής και αναφέρεται ως Πρωτόπαπας (χωρίς επώνυμο).
Ως κληρικός αλλά και προεστός ασκούσε μεγάλη επιρροή στο κόλι-Σουλιμά (Σουλιμοχώρια) εκφράζοντας με τους δυο γιους του Αδάμ και Αναγνώστη την «Ντρέδικη» αντίληψη για ελευθερία. Ήταν λοιπόν φυσικό να επιλεγεί από τον Πρωτοσύγκελο Αμβρόσιο Φραντζή της Αρκαδιάς και να μυηθεί στα μυστικά της Φιλικής Εταιρίας. Ο Ιστορικός Φωτάκος(υπασπιστής του Κολοκοτρώνη) δίνει στα απομνημονεύματα του μια εύγλωττη εικόνα «Ο Οικονόμος (Δημ. Παπατσώρης) ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρίας. Οι εκδουλεύσεις της οικογένειας του είναι πολλές και γνωστές. Το σπίτι τους υπήρξε κατηχητήριο της Εταιρίας. Επειδή το χωριό Σουλιμά κείται εις θέσιν οχυράν, χρησίμευε ως άσυλο και ένεκα τούτου εκεί ενεργούντο αφόβως τα της εταιρίας».
Παράλληλα με την κατήχηση ο Παπατσώρης είχε συγκροτήσει και ένοπλο σώμα με συναρχηγό τον Αντώνη Ντάρα από το Ψάρι και τον Αλέξη Φούτση από το Γλιάτα (σημερινή Ηλέκτρα) που τότε υπαγόταν στο κόλι-Σουλιμά. Πλέον των ανωτέρω σημειώνονται ενδεικτικά και τα ακόλουθα ονόματα των αγωνιστών, που έπαιξαν αντίστοιχους ρόλους στα χωριά τους, χωρίς να είναι όλα γνωστά.
1. Γιαννάκης Γκρίζαλης, Γιώργος Συρράκος, Παναγιώτης Μήτρος από το Ψάρι.
2. Κωνσταντίνος και Δημήτριος Μέλλιος, (αδελφοί του Γιαννάκη) Γεώργιος Κωστόπουλος, Ασημάκης Κόρβας, Γιώργος Γιαννόπουλος και Παναγιώτης Ντούφας από Κούβελα.
3. Δήμος Τότσης και Γεώργιος Μεγάλης από το Κλέσουρα.
4. Αναγνώστης Μπαλτάς από το Ρίπεσι.
5. Παναγιώτης Δημόπουλος και Αντώνης Πανούσαλης από το Λάπι.
6. Παναγιώτης Αρβανιτάκης από Βυδίσοβα.
7. Κωνσταντής Λαμπρόπουλος και Ιωάννης Καλαμπόκης από το Μπουτιά
8. Λιάκος Μπαρμπάνης από Πιτσά.
Η μεγάλη ημέρα πλησίαζε. Δεν είναι γνωστό αν πέρασε από τα Σουλιμοχώρια ο Παπαφλέσσας κατά το στάδιο της προετοιμασίας, είναι όμως σίγουρο ότι βρισκόταν σε επαφή με τον Δημήτρη Παπατσώρη, είτε απ’ ευθείας είτε μέσω του Πρωτοσύγκελου Αμβρόσιου Φραντζή. Η φλόγα στα Σουλιμοχώρια ήταν αναμμένη από πολύ πριν και τα ένοπλα τμήματα περιμένουν το σύνθημα για το μεγάλο ξεκίνημα!
Πολύ ωραία! Να τα θυμόμαστε, εν καιρώ μουσουλμανικής επιδρομής!
ΑπάντησηΔιαγραφή