Αυτό έγινε στις 24 Μαρτίου, μια ημέρα μετά τα γεγονότα της Καλαμάτας.
Οι Ντρέδες δεν χρειάστηκε να περιμένουν το γράμμα του Παπαφλέσσα που έφθασε με τον Αναγνώστη Τζοχαντάρη στις 25 Μαρτίου.
Οι Τούρκοι της Αρκαδιάς (Κυπαρισσίας), υποψιασμένοι από καιρό ήταν αρκετά ισχυροί και θα μπορούσαν να καταστείλουν οποιαδήποτε επαναστατική.
Οι Ντρέδες, για να προλάβουν μια τέτοια εξέλιξη, έστειλαν από το βράδυ της 23 Μαρτίου ισχυρό τμήμα στη θέση, που ελέγχει το πέρασμα προς την ορεινή Τριφυλία.
Οι Πρόκριτοι της πόλης, Πρωτοσύγκελος Αμβρόσιος Φραντζής, Αθανάσιος Κατσαρός, Δημήτριος Αναστασόπουλος και Νικόλαος Πονηρόπουλος προσπάθησαν να τους καθησυχάσουν, προσποιούμενοι ότι καταδικάζονταν τις «κλεφτοδουλειές» που δεν ήταν και τίποτα σοβαρό.
Οι Τούρκοι όμως έστειλαν τον Πρωτοσύγκελο Φραντζή να απαιτήσει από τους «άπιστους και αχάριστους ραγιάδες» να καταθέσουν τα όπλα.
Ας αφήσουμε όμως τον ίδιο να διηγηθεί τα γεγονότα όπως τα έγραψε στα Απομνημονεύματα του:
«Παραλαβών ο Πρωτοσύγκελος (δηλαδή ο Φραντζής) τους εις το Κακόρρεμα φυλάσσοντας Ντρέδες απήλθε εις τη θέση Κεφαλάρι υποκάτωθεν του χωριού Σουλιμά, όπου εύρε το πρωτόπαπα Τζώρην, τον Αντώνη Συρράκο και τον Αλέξη Φουτσήν και όλους όσους είχε κατηχημένους στην Εταιρία και έως άλλους 600 Ντρέδες οπλοφόρους και μιαν σημαία από λευκό πανίον, επάνω εις ένα κάλαμον». Την ίδια περίπου περιγραφή κάνει και ο εκ των ηγετών της Φιλικής Εταιρείας ιστορικός Ιωάννης Φιλήμων.
Η παράδοση αναφέρει, ότι πριν ο Παπατσώρης κατέβει στο Κεφαλάρι (Αγ.Γεώργιο) λειτούργησε στη μικρή εκκλησία του Αγίου Δημητρίου του Σουλιμά, όπου όρκισε τους παρευρισκόμενους Ντρέδες.
Το γεγονός της ορκωμοσίας πέρασε στην κοινή συνείδηση μέσα από τα δημοτικά τραγούδια και δίκαια γιορτάζεται κάθε χρόνο από τους κατοίκους των Σουλιμοχωρίων και τις αρχές του νομού Μεσσηνίας.
Χαρακτηριστικό είναι το πιο κάτω δημοτικό τραγούδι:
από μικροί στον πόλεμο είν’ όλοι μαθημένοι.
Όρκο βαρύ επήρανε από τον Παπατσώρη,
την Αρκαδιά να πάρουνε τους Τούρκους να τους διώξουν
και με το Μέλλιο αρχηγό τον Ντούφα καπετάνιο,
όλοι στο Νιόκαστρο να παν τους Τούρκους να τους σφάξουν,
να λευτερώσουν το Μωριά, τη δόλια την Πατρίδα".
Οι Ντρέδες δεν χρειάστηκε να περιμένουν το γράμμα του Παπαφλέσσα που έφθασε με τον Αναγνώστη Τζοχαντάρη στις 25 Μαρτίου.
Οι Τούρκοι της Αρκαδιάς (Κυπαρισσίας), υποψιασμένοι από καιρό ήταν αρκετά ισχυροί και θα μπορούσαν να καταστείλουν οποιαδήποτε επαναστατική.
Οι Ντρέδες, για να προλάβουν μια τέτοια εξέλιξη, έστειλαν από το βράδυ της 23 Μαρτίου ισχυρό τμήμα στη θέση, που ελέγχει το πέρασμα προς την ορεινή Τριφυλία.
Οι Πρόκριτοι της πόλης, Πρωτοσύγκελος Αμβρόσιος Φραντζής, Αθανάσιος Κατσαρός, Δημήτριος Αναστασόπουλος και Νικόλαος Πονηρόπουλος προσπάθησαν να τους καθησυχάσουν, προσποιούμενοι ότι καταδικάζονταν τις «κλεφτοδουλειές» που δεν ήταν και τίποτα σοβαρό.
Οι Τούρκοι όμως έστειλαν τον Πρωτοσύγκελο Φραντζή να απαιτήσει από τους «άπιστους και αχάριστους ραγιάδες» να καταθέσουν τα όπλα.
Ας αφήσουμε όμως τον ίδιο να διηγηθεί τα γεγονότα όπως τα έγραψε στα Απομνημονεύματα του:
«Παραλαβών ο Πρωτοσύγκελος (δηλαδή ο Φραντζής) τους εις το Κακόρρεμα φυλάσσοντας Ντρέδες απήλθε εις τη θέση Κεφαλάρι υποκάτωθεν του χωριού Σουλιμά, όπου εύρε το πρωτόπαπα Τζώρην, τον Αντώνη Συρράκο και τον Αλέξη Φουτσήν και όλους όσους είχε κατηχημένους στην Εταιρία και έως άλλους 600 Ντρέδες οπλοφόρους και μιαν σημαία από λευκό πανίον, επάνω εις ένα κάλαμον». Την ίδια περίπου περιγραφή κάνει και ο εκ των ηγετών της Φιλικής Εταιρείας ιστορικός Ιωάννης Φιλήμων.
Η παράδοση αναφέρει, ότι πριν ο Παπατσώρης κατέβει στο Κεφαλάρι (Αγ.Γεώργιο) λειτούργησε στη μικρή εκκλησία του Αγίου Δημητρίου του Σουλιμά, όπου όρκισε τους παρευρισκόμενους Ντρέδες.
Το γεγονός της ορκωμοσίας πέρασε στην κοινή συνείδηση μέσα από τα δημοτικά τραγούδια και δίκαια γιορτάζεται κάθε χρόνο από τους κατοίκους των Σουλιμοχωρίων και τις αρχές του νομού Μεσσηνίας.
Χαρακτηριστικό είναι το πιο κάτω δημοτικό τραγούδι:
"Το Ψάρι και το Σουλιμά, το Κούβελα το Λάπι
κι όλα τα Ντρέδικα χωριά στης Αρκαδιάς τη χώρα,
χαράτσι δεν πληρώνουνε, Τούρκο δεν προσκυνάνε,από μικροί στον πόλεμο είν’ όλοι μαθημένοι.
Όρκο βαρύ επήρανε από τον Παπατσώρη,
την Αρκαδιά να πάρουνε τους Τούρκους να τους διώξουν
και με το Μέλλιο αρχηγό τον Ντούφα καπετάνιο,
όλοι στο Νιόκαστρο να παν τους Τούρκους να τους σφάξουν,
να λευτερώσουν το Μωριά, τη δόλια την Πατρίδα".
Από το Κεφαλάρι ο Φραντζής έστειλε μήνυμα στους Τούρκους πως «αυτοί οι Ραγιάδες τρελάθηκαν. Είναι ασυνεννόητοι, δεν μπορεί να εγγυηθεί τίποτα και πολύ καλά, θα έκαναν για το καλό τους, να προφυλαχθούν σε κανένα Κάστρο».
Προθυμοποιήθηκε μάλιστα να τους δώσει ό,τι ζώα υπήρχαν για φόρτωμα.
Τα γεγονότα ακολούθησαν με ραγδαίο ρυθμό. Η Αρκαδιά που πάντα ενέπνεε δέος έπεσε χωρίς μάχη. Το βράδυ της 24 Μαρτίου οι Τούρκοι μετέφεραν τις οικογένειες στο Κάστρο και το πρωί της επομένης ξεκίνησαν εσπευσμένα όλοι για το Νεόκαστρο (Πύλο).
Μόλις ασφάλισαν εκεί της οικογένειες, οι ένοπλοι αποφάσισαν να επιστρέψουν και να κρατήσουν την Αρκαδιά. Είχαν όμως φθάσει εκεί από το μεσημέρι της 26 Μαρτίου οι Ντρέδες που αμέσως προώθησαν τμήματα προς τα Νότια.
Στις 29 Μαρτίου κοντά στο χωριό Λιγούδιστα έγινε η πρώτη σύγκρουση με νεκρούς εκατέρωθεν που ανάγκασε τους Τούρκους να επιστρέψουν οριστικά στην ασφάλεια του Νεόκαστρου.
Η πολιορκία άρχισε αμέσως και ενισχύθηκε με τμήματα από την Ολυμπία (Ζούρτσα-Φανάρι) και την περιοχή Μεθώνης.
Όλοι μπήκαν από την αρχηγεία του επισκόπου Μεθώνης Γρηγορίου, αλλά λόγω της έλλειψης ενιαίας εκπαίδευσης υπήρξαν προβλήματα πειθαρχίας και συνεργασίας. Έτσι το Πάσχα, στις 10 Απριλίου οι πιο πολλοί έφυγαν για να το γιορτάσουν στα σπίτια τους. Οι Τούρκοι το γνώριζαν επιχείρησαν επίθεση αλλά αποκρούσθηκαν με επιτυχία από τους λίγους άνδρες που έμειναν εκεί για την πολιορκία.
Με την πάροδο των ημερών ο αποκλεισμός γινόταν ασφυκτικός. Έφτασε για τους έγκλειστους σε τραγικό αδιέξοδο, καθώς εξαντλήθηκαν τα ελάχιστα αποθέματα τροφής και πόσιμου νερού, χωρίς να φαίνεται η αναμενόμενη βοήθεια από την Θάλασσα. Την είσοδο του λιμανιού τη φύλαγαν δυο Σπετσιώτικα καράβια.
Οι Τούρκοι τελικά υποχρεώθηκαν να υπογράψουν συμφωνία που προέβλεπε τη μεταφορά τους στο Τούνεζι (Τύνιδα). Όμως τα πράγματα πήραν άλλη τραγική εξέλιξη. Ενώ είχε αρχίσει η έξοδος προς τα πλοία, έφθασαν έξαλλοι για να πάρουν εκδίκηση οι Μανιάτες που πολιορκούσαν τη Μεθώνη και εκείνο το πρωί είχε σκοτωθεί ο αρχηγός τους Κώστας Μαυρομιχάλης, ένας από τους γιούς του Πετρόμπεη. Ακολούθησε όργιο εκδίκησης με γενική σφαγή, στην οποία κανείς δυστυχώς, δεν έμεινε αμέτοχος.
Η πτώση του Νεοκάστρου στις 9 Αυγούστου είναι επίτευγμα κυρίως των Ντρέδων πολεμιστών και αποτελεί το σημαντικότερο, ίσως, γεγονός πριν από την άλωση της Τριπολιτσάς την 21η Σεπτεμβρίου 1821.
Όμως το σπουδαίο αυτό κατόρθωμα αμαυρώθηκε. Πέρα από την κατάφωρη αθέτηση μιας συμφωνίας, έστω και με τους εχθρούς, άρχισε να εκδηλώνεται και η προαιώνια εθνική κατάρα της διχόνοιας, με τραγικά και αυτή τη φορά αποτελέσματα.
Υπήρξε κάποια αταξία στη διανομή λαφύρων, λόγω έλλειψης σθεναρής ενιαίας Διοίκησης, αλλά η κύρια αιτία ήταν και οι παλαιές προσωπικές διαφορές των καπεταναίων.
Έτσι κατά την πανηγυρική νικηφόρο επιστροφή των Ντρέδων, ο ξακουστός αρχηγός τους Γιαννάκης Μέλλιος συναντήθηκε στα φιλιατρά με τον επίσης γνωστό καπετάνιο Παπαναστάση από το Χαλαζόνι, συγκρούσθηκαν για ασήμαντη αφορμή και έπεσε νεκρός ο πρώτος.
Την επομένη οι Σουλιμοχωρίτες με τους αδελφούς του Μέλλιου εκδικήθηκαν το θανατό του, σκοτώνοντας τον Παπαναστάση αλλά στη συμπλοκή χάθηκε και ένας ακόμα επώνυμος αρχηγός ο Παναγιώτης Ντούφας, επίσης από το Κούβελα.
Το γεγονός αυτό ήταν εξαιρετικά κρίσιμο, όχι μόνο για την πρώιμη αφύπνιση του εμφύλιου μίσους που πυροδότησε, αλλά και για την απώλεια δοκιμασμένων και έμπειρων αρχηγών που ενέπνεαν εμπιστοσύνη και έξω από τα Σουλιμοχώρια.
Δεν είναι τυχαίο, που στα επόμενα κρίσιμα χρόνια οι Ντρέδες πολεμούσαν χωρίς την κατεύθυνση από κάποιον με αναγνωρισμένες πολεμικές ικανότητες και κύρος που να ενεργεί ενωτικά ακόμα και στις μεταξύ τους οξείες αντιπαραθέσεις. Έχει μείνει, ακόμα και σήμερα, η δυσφημιστική φράση «Δώδεκα Σουλιμαίοι, δεκατρείς Καπεταναίοι».
Μετά το Νεόκαστρο οι Ντρέδες συμμετείχαν στην τελευταία φάση της πολιορκίας της Τριπολιτσάς και κατά του Αθανάσιου Γρηγοριάδη («Ιστορικαί Αλήθειαι») ήταν οι πρώτοι που μπήκαν από την πύλη του Μυστρά και έστησαν τις σημαίες.
Έλαβαν μέρος, για ένα διάστημα και στην πολιορκία της Πάτρας, που τελικά έμεινε απόρθητη λόγω της γνωστής αντίθεσης των τοπικών Αρχηγών προς τον Κολοκοτρώνη. Θα τους συναντήσουμε επίσης στα Δερβενάκια (Ιούλιος 1822) και συγκεκριμένα στην επίθεση για τον απεγκλωβισμό των Ελλήνων που είχαν αποκλεισθεί στο Παλαιόκαστρο (Φρούριο Λάρισας) του Άργους.
Ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης, στην αφήγησή του στον Τερτσέτη αναφέρει:
«Τον Κολιόπουλο και τους Αρκαδινούς (Ντρέδες) τους έβαλα στο κέντρο για να κτυπήσουν τους Τούρκους που είχαν τα κανόνια …και οι Αρκαδινοί, καθώς επήγα το βράδυ και κτύπησα από όλες τις μεριές, επήγαν και χαλούσαν με τα πόδια τους τα ταμπούρια διότι οι άλλοι Έλληνες δεν εκινήθηκαν».
Ακολούθησε η τραγική άδοξη περίοδος του Εμφυλίου. Δυστυχώς και η περιοχή των Σουλιμοχωρίων δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Οι απλοί αγωνιστές ήταν φυσικό να βρίσκονται με την πλευρά του Κολοκοτρώνη και μερικοί απ′ αυτούς, όπως ο Γιαννάκης Γκρίζαλης, ο Μήτρος Αναστασόπουλος καθώς και ο Αμβρόσιος Φραντζής μοιράστηκαν μαζί του την εξορία στην Ύδρα.
Με την κυβερνητική παράταξη εντάχθηκαν ο Νικ.Πονηρόπουλος, ο Αθ.Γρηγοριάδης, ο Δημ.Παπατσώρης, ο Γεώργιος Συρράκος και άλλοι καθώς και ο Παπαφλέσσας.
Η περιοχή της Τριφυλίας δοκιμάστηκε ιδιαίτερα από τα Ρουμελιώτικα στρατεύματα, με το Μακρυγιάννη, που κλήθηκαν να επιβάλουν την τάξη.
Η αντιπαράθεση αυτή σε τοπικό επίπεδο των στελεχών, που είχαν πρωτοστατήσει στο θριαμβευτικό ξεκίνημα, ήταν ένας επιπλέον λόγος που οι Ντρέδες έμειναν στο σκιόφως της επίσημης Ιστορίας. Χρειάστηκε να αποβιβαστεί πανίσχυρος ο Ιμπραήμ στη Μεθώνη (Φλεβάρης 1825) για να καταλαγιάσουν τα πάθη και να καλέσουν τον Κολοκοτρώνη ν’ αναλάβει πάλι την ευθύνη της συνέχισης του Αγώνα.
Μεσολάβησε ο ηρωικός, σχεδόν εκούσιος θάνατος, του Παπαφλέσσα στο Μανιάκι (20 Μαΐου 1825). Στη μάχη συμμετείχαν και αρκετοί Κοντοβουνίσιοι και ασφαλώς και μαχητές από την Μποντιά ( Μάλθη) και Βυδίσοβα (Δροσοπηγή).
Ο Κολοκοτρώνης με τις ελάχιστες απομένουσες ενεργές δυνάμεις προσπάθησε κάνοντας ένα είδος ανταρτοπόλεμου και εφαρμόζονται σκληρότατα μέτρα για τους προσκυνημένους, να κρατήσει ζωντανή την φλόγα της Επανάστασης, μπροστά στη λαίλαπα του Ιμπραήμ. Υπολόγιζε στη διαφαινόμενη λύση από την αλλαγή της στάσης των Μεγάλων Δυνάμεων (Συνθήκη της Πετρούπολης στις 24 Απριλίου 1826).
Ο Ιμπραήμ κατά το 1827 έκανε επιδρομές στην Τριφυλία πυρπολώντας τους εγκαταλελειμμένους οικισμούς και κόβοντας συστηματικά τα ελαιόδεντρα.
Πάντως δεν αναφέρεται σ’ αυτή την περίοδο περιστατικό δειλίας (προσκυνήματος) στα Σουλιμοχώρια, παρά τη δελεαστική πολιτική που εφάρμοζε ο Ιμπραήμ αμνηστία, διευκόλυνση, επανεγκατάστασης κ.λ.π).
Ο εκ Κυπαρισσίας αγωνιστής Αθανάσιος Γρηγοριάδης στο βιβλίο του με τίτλο «Ιστορικαί Αλήθειαι» αναφέρει για την περίοδο αυτή του 1827 μια σειρά από συγκρούσεις μεταξύ των Αιγυπτίων και των τοπικών τμημάτων από Σουλιμοχωρίτες και Κοντοβουνίσιους που είχαν ενισχυθεί και από μαχητές άλλων περιοχών όπως οι Πιπιλαίοι και οι Μπουντόρηδες από τη Ζούρτσα και το φανάρι Ολυμπίας.
Όλοι διατελούσαν υπό την γενική αρχηγία του Αθανάσιου Γρηγοριάδη, βοηθούμενου από τοπικούς αρχηγούς των οποίων τα ονόματα έχουν αναφερθεί στα προηγούμενα.
Οι συγκρούσεις αυτές έγιναν κατά σειρά στις 12 Απριλίου (Λάπι), στις 24 Απριλίου (Ψάρι) και στις 29 Απριλίου (Αετός).
Οι Έλληνες συνήθιζαν να πολεμούν από ταμπούρια, που έφτιαχναν ταχύτατα στις κατάλληλες θέσεις καθώς και από τα σπίτια των χωριών που τα οχύρωναν κατάλληλα.
Αλλά η λυτρωτική ώρα της Κάθαρσης στην εξάχρονη Ελληνική Τραγωδία, ήταν φανερό πως πλησίαζε.
Με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (6 Ιουλίου 1827) αποφασίστηκε η διευθέτηση του Ελληνικού προβλήματος, με άμεση εκεχειρία, που θα επιβαλλόταν ακόμα και δια των όπλων.
Οι Έλληνες αποδέχθηκαν αμέσως τους όρους αλλά για τον Ιμπραήμ ήταν η αφορμή για μια ακόμα εκδικητική έξοδο προς την Μεσσηνία - Τριφυλία, καταστρέφοντας ότι είχε απομείνει.
Η άρνησή του αυτή οδήγησε στην ναυμαχία του Ναβαρίνου (Οκτ.1827) που ουσιαστικά άνοιξε το δρόμο για την Ελληνική δικαίωση.
Η ανακωχή έγινε τελικά δεκτή από τον Ιμπραήμ αφού προηγουμένως κατέστρεψε ολοσχερώς την Τρίπολη αλλά ο στρατός του άρχισε να παρουσιάζει συμπτώματα διάλυσης (επιχειρησιακό αδιέξοδο, δυσχέρειες ανεφοδιασμού, επιδημία πανώλης, εμπλοκή της Τουρκίας σε πόλεμο με την Ρωσία τον Απρίλιο του 1828 κ.λ.π.)
Την περίοδο αυτή εξελίχθηκαν στην περιοχή Δήμου Δωρίου σημαντικά γεγονότα, που όμως περιγράφονται με διαφορετικό τρόπο από τους απομνημονευματογράφους της εποχής. Κατά τον οπλαρχηγό Αθανάσιο Γρηγοριάδη «Ιστορικαί Αλήθειαι» (σελ.229) τον Μάιο του 1828 ο Ιμπραήμ, με το σύνολο σχεδόν του στρατού του (25.000 οπλίτες με ιππικό και 30 πυροβόλα)κινήθηκε απειλητικά προς την περιοχή των Σουλιμοχωρίων και στρατοπέδευσε στον κάμπο, νότια του Σουλιμά.
Όμως στις 12 Μαΐου του 1928 περί τους 4.000 οπλίτες Αλβανοί της δύναμής του, εξοργισμένοι από την γενική κατάσταση αλλά και την μη καταβολή των μισθών τους επί 3 μήνες, εγκατέλειψαν τον Ιμπραήμ και προχώρησαν στο στρατόπεδο των Ελλήνων (κυρίως Ντρέδων), που είχαν φτιάξει τα ταμπούρια τους στη θέση Γουβαλάρια, κοντά στο σημερινό Δώριο (5.000 μαχητές, περίπου).
Αρχηγός των Ντρέδων ήταν ο ίδιος ο Γρηγοριάδης με υπαρχηγό του τον Δ. Παπατσώρη και συμμετοχή και άλλων τοπικών οπλαρχηγών.
Ακολούθησε ολοήμερη λυσσώδης επίθεση του Ιμπραήμ που τελικά αποκρούστηκε με βαρύτατες απώλειες των Αιγυπτίων (1.800 νεκροί και 600 τραυματίες).
Στην συνέχεια οι Αλβανοί φιλοξενήθηκαν για λίγο στα Σουλιμοχώρια και με εντολή του Καποδίστρια διευκολύνθηκαν να κινηθούν προς βορρά.
Για τα παραπάνω συμβάντα υπάρχει, εκτός των άλλων, μια διαφορετική μαρτυρία στα απομνημονεύματα του υπασπιστή του Κολοκοτρώνη Φωτάκου (τόμος β, σελίδα 353) και στην «Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης» του Σπυρίδωνος Τρικούπη (4ος τόμος, Κεφ.76). Την άποψη αυτή αποδέχεται και ο Κ. Μπίρης στο βιβλίο του για τους Αρβανίτες.
Πραγματικά υπήρξε αποστασία 2.500 Αλβανών αλλά και Τούρκων ανατολιτών της δύναμης του Ιμπραήμ, για τους ίδιους λόγους που ήδη αναφέρθηκαν.
Η ανταρσία εκδηλώθηκε στην Κορώνη και ακολούθησε σειρά συγκρούσεων στην προσπάθεια των Αλβανών να διαφύγουν προς Βορράν. Αναχαιτίστηκαν στην θέση Κλειδί Ζαχάρως.
Η τελευταία μάχη έγινε στην περιοχή του Χωριού Κόκλα (το χάνι της Κόκλας) κοντά στο Δώριο, χωρίς οποιαδήποτε συμμετοχή των Ελλήνων.
Οι Αλβανοί είχαν ζητήσει μέσω του Κολοκοτρώνη τη συνδρομή των Ελλήνων εναντίον των Αιγυπτίων, αλλά αυτό το αρνήθηκε κατηγορηματικά ο Καποδίστριας.
Η παραβίαση της ισχύουσας εκεχειρίας θα είχε ολέθριες συνέπειες στην περίοδο που αποφασιζόταν από τις Μεγάλες δυνάμεις η οριοθέτηση του ελεύθερου Ελληνικού Κράτους.
Η συμφωνία περιορίσθηκε στην ανταλλαγή αιχμαλώτων, στην πώληση τροφίμων και τη διευκόλυνση διαφυγής των Αλβανών προς την πατρίδα τους.
Στις 29 Αυγούστου 1828 αποβιβαζόταν στο Πεταλίδι το Γαλλικό εκστρατευτικό Σώμα του στρατηγού Μαιζών και στα 14 Οκτωβρίου ο Ιμπραήμ εγκατέλειπε άδοξα τη Μεθώνη με τα απομεινάρια του στρατού του. Αυτό επισφράγισε το τέλος του Ιερού Αγώνα στην Πελοπόννησο και άνοιξε το δρόμο για την Εθνική Ανεξαρτησία, που σήμερα απολαμβάνουμε.
Προθυμοποιήθηκε μάλιστα να τους δώσει ό,τι ζώα υπήρχαν για φόρτωμα.
Τα γεγονότα ακολούθησαν με ραγδαίο ρυθμό. Η Αρκαδιά που πάντα ενέπνεε δέος έπεσε χωρίς μάχη. Το βράδυ της 24 Μαρτίου οι Τούρκοι μετέφεραν τις οικογένειες στο Κάστρο και το πρωί της επομένης ξεκίνησαν εσπευσμένα όλοι για το Νεόκαστρο (Πύλο).
Μόλις ασφάλισαν εκεί της οικογένειες, οι ένοπλοι αποφάσισαν να επιστρέψουν και να κρατήσουν την Αρκαδιά. Είχαν όμως φθάσει εκεί από το μεσημέρι της 26 Μαρτίου οι Ντρέδες που αμέσως προώθησαν τμήματα προς τα Νότια.
Στις 29 Μαρτίου κοντά στο χωριό Λιγούδιστα έγινε η πρώτη σύγκρουση με νεκρούς εκατέρωθεν που ανάγκασε τους Τούρκους να επιστρέψουν οριστικά στην ασφάλεια του Νεόκαστρου.
Η πολιορκία άρχισε αμέσως και ενισχύθηκε με τμήματα από την Ολυμπία (Ζούρτσα-Φανάρι) και την περιοχή Μεθώνης.
Όλοι μπήκαν από την αρχηγεία του επισκόπου Μεθώνης Γρηγορίου, αλλά λόγω της έλλειψης ενιαίας εκπαίδευσης υπήρξαν προβλήματα πειθαρχίας και συνεργασίας. Έτσι το Πάσχα, στις 10 Απριλίου οι πιο πολλοί έφυγαν για να το γιορτάσουν στα σπίτια τους. Οι Τούρκοι το γνώριζαν επιχείρησαν επίθεση αλλά αποκρούσθηκαν με επιτυχία από τους λίγους άνδρες που έμειναν εκεί για την πολιορκία.
Με την πάροδο των ημερών ο αποκλεισμός γινόταν ασφυκτικός. Έφτασε για τους έγκλειστους σε τραγικό αδιέξοδο, καθώς εξαντλήθηκαν τα ελάχιστα αποθέματα τροφής και πόσιμου νερού, χωρίς να φαίνεται η αναμενόμενη βοήθεια από την Θάλασσα. Την είσοδο του λιμανιού τη φύλαγαν δυο Σπετσιώτικα καράβια.
Οι Τούρκοι τελικά υποχρεώθηκαν να υπογράψουν συμφωνία που προέβλεπε τη μεταφορά τους στο Τούνεζι (Τύνιδα). Όμως τα πράγματα πήραν άλλη τραγική εξέλιξη. Ενώ είχε αρχίσει η έξοδος προς τα πλοία, έφθασαν έξαλλοι για να πάρουν εκδίκηση οι Μανιάτες που πολιορκούσαν τη Μεθώνη και εκείνο το πρωί είχε σκοτωθεί ο αρχηγός τους Κώστας Μαυρομιχάλης, ένας από τους γιούς του Πετρόμπεη. Ακολούθησε όργιο εκδίκησης με γενική σφαγή, στην οποία κανείς δυστυχώς, δεν έμεινε αμέτοχος.
Η πτώση του Νεοκάστρου στις 9 Αυγούστου είναι επίτευγμα κυρίως των Ντρέδων πολεμιστών και αποτελεί το σημαντικότερο, ίσως, γεγονός πριν από την άλωση της Τριπολιτσάς την 21η Σεπτεμβρίου 1821.
Όμως το σπουδαίο αυτό κατόρθωμα αμαυρώθηκε. Πέρα από την κατάφωρη αθέτηση μιας συμφωνίας, έστω και με τους εχθρούς, άρχισε να εκδηλώνεται και η προαιώνια εθνική κατάρα της διχόνοιας, με τραγικά και αυτή τη φορά αποτελέσματα.
Υπήρξε κάποια αταξία στη διανομή λαφύρων, λόγω έλλειψης σθεναρής ενιαίας Διοίκησης, αλλά η κύρια αιτία ήταν και οι παλαιές προσωπικές διαφορές των καπεταναίων.
Έτσι κατά την πανηγυρική νικηφόρο επιστροφή των Ντρέδων, ο ξακουστός αρχηγός τους Γιαννάκης Μέλλιος συναντήθηκε στα φιλιατρά με τον επίσης γνωστό καπετάνιο Παπαναστάση από το Χαλαζόνι, συγκρούσθηκαν για ασήμαντη αφορμή και έπεσε νεκρός ο πρώτος.
Την επομένη οι Σουλιμοχωρίτες με τους αδελφούς του Μέλλιου εκδικήθηκαν το θανατό του, σκοτώνοντας τον Παπαναστάση αλλά στη συμπλοκή χάθηκε και ένας ακόμα επώνυμος αρχηγός ο Παναγιώτης Ντούφας, επίσης από το Κούβελα.
Το γεγονός αυτό ήταν εξαιρετικά κρίσιμο, όχι μόνο για την πρώιμη αφύπνιση του εμφύλιου μίσους που πυροδότησε, αλλά και για την απώλεια δοκιμασμένων και έμπειρων αρχηγών που ενέπνεαν εμπιστοσύνη και έξω από τα Σουλιμοχώρια.
Δεν είναι τυχαίο, που στα επόμενα κρίσιμα χρόνια οι Ντρέδες πολεμούσαν χωρίς την κατεύθυνση από κάποιον με αναγνωρισμένες πολεμικές ικανότητες και κύρος που να ενεργεί ενωτικά ακόμα και στις μεταξύ τους οξείες αντιπαραθέσεις. Έχει μείνει, ακόμα και σήμερα, η δυσφημιστική φράση «Δώδεκα Σουλιμαίοι, δεκατρείς Καπεταναίοι».
Μετά το Νεόκαστρο οι Ντρέδες συμμετείχαν στην τελευταία φάση της πολιορκίας της Τριπολιτσάς και κατά του Αθανάσιου Γρηγοριάδη («Ιστορικαί Αλήθειαι») ήταν οι πρώτοι που μπήκαν από την πύλη του Μυστρά και έστησαν τις σημαίες.
Έλαβαν μέρος, για ένα διάστημα και στην πολιορκία της Πάτρας, που τελικά έμεινε απόρθητη λόγω της γνωστής αντίθεσης των τοπικών Αρχηγών προς τον Κολοκοτρώνη. Θα τους συναντήσουμε επίσης στα Δερβενάκια (Ιούλιος 1822) και συγκεκριμένα στην επίθεση για τον απεγκλωβισμό των Ελλήνων που είχαν αποκλεισθεί στο Παλαιόκαστρο (Φρούριο Λάρισας) του Άργους.
Ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης, στην αφήγησή του στον Τερτσέτη αναφέρει:
«Τον Κολιόπουλο και τους Αρκαδινούς (Ντρέδες) τους έβαλα στο κέντρο για να κτυπήσουν τους Τούρκους που είχαν τα κανόνια …και οι Αρκαδινοί, καθώς επήγα το βράδυ και κτύπησα από όλες τις μεριές, επήγαν και χαλούσαν με τα πόδια τους τα ταμπούρια διότι οι άλλοι Έλληνες δεν εκινήθηκαν».
Ακολούθησε η τραγική άδοξη περίοδος του Εμφυλίου. Δυστυχώς και η περιοχή των Σουλιμοχωρίων δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Οι απλοί αγωνιστές ήταν φυσικό να βρίσκονται με την πλευρά του Κολοκοτρώνη και μερικοί απ′ αυτούς, όπως ο Γιαννάκης Γκρίζαλης, ο Μήτρος Αναστασόπουλος καθώς και ο Αμβρόσιος Φραντζής μοιράστηκαν μαζί του την εξορία στην Ύδρα.
Με την κυβερνητική παράταξη εντάχθηκαν ο Νικ.Πονηρόπουλος, ο Αθ.Γρηγοριάδης, ο Δημ.Παπατσώρης, ο Γεώργιος Συρράκος και άλλοι καθώς και ο Παπαφλέσσας.
Η περιοχή της Τριφυλίας δοκιμάστηκε ιδιαίτερα από τα Ρουμελιώτικα στρατεύματα, με το Μακρυγιάννη, που κλήθηκαν να επιβάλουν την τάξη.
Η αντιπαράθεση αυτή σε τοπικό επίπεδο των στελεχών, που είχαν πρωτοστατήσει στο θριαμβευτικό ξεκίνημα, ήταν ένας επιπλέον λόγος που οι Ντρέδες έμειναν στο σκιόφως της επίσημης Ιστορίας. Χρειάστηκε να αποβιβαστεί πανίσχυρος ο Ιμπραήμ στη Μεθώνη (Φλεβάρης 1825) για να καταλαγιάσουν τα πάθη και να καλέσουν τον Κολοκοτρώνη ν’ αναλάβει πάλι την ευθύνη της συνέχισης του Αγώνα.
Μεσολάβησε ο ηρωικός, σχεδόν εκούσιος θάνατος, του Παπαφλέσσα στο Μανιάκι (20 Μαΐου 1825). Στη μάχη συμμετείχαν και αρκετοί Κοντοβουνίσιοι και ασφαλώς και μαχητές από την Μποντιά ( Μάλθη) και Βυδίσοβα (Δροσοπηγή).
Ο Κολοκοτρώνης με τις ελάχιστες απομένουσες ενεργές δυνάμεις προσπάθησε κάνοντας ένα είδος ανταρτοπόλεμου και εφαρμόζονται σκληρότατα μέτρα για τους προσκυνημένους, να κρατήσει ζωντανή την φλόγα της Επανάστασης, μπροστά στη λαίλαπα του Ιμπραήμ. Υπολόγιζε στη διαφαινόμενη λύση από την αλλαγή της στάσης των Μεγάλων Δυνάμεων (Συνθήκη της Πετρούπολης στις 24 Απριλίου 1826).
Ο Ιμπραήμ κατά το 1827 έκανε επιδρομές στην Τριφυλία πυρπολώντας τους εγκαταλελειμμένους οικισμούς και κόβοντας συστηματικά τα ελαιόδεντρα.
Πάντως δεν αναφέρεται σ’ αυτή την περίοδο περιστατικό δειλίας (προσκυνήματος) στα Σουλιμοχώρια, παρά τη δελεαστική πολιτική που εφάρμοζε ο Ιμπραήμ αμνηστία, διευκόλυνση, επανεγκατάστασης κ.λ.π).
Ο εκ Κυπαρισσίας αγωνιστής Αθανάσιος Γρηγοριάδης στο βιβλίο του με τίτλο «Ιστορικαί Αλήθειαι» αναφέρει για την περίοδο αυτή του 1827 μια σειρά από συγκρούσεις μεταξύ των Αιγυπτίων και των τοπικών τμημάτων από Σουλιμοχωρίτες και Κοντοβουνίσιους που είχαν ενισχυθεί και από μαχητές άλλων περιοχών όπως οι Πιπιλαίοι και οι Μπουντόρηδες από τη Ζούρτσα και το φανάρι Ολυμπίας.
Όλοι διατελούσαν υπό την γενική αρχηγία του Αθανάσιου Γρηγοριάδη, βοηθούμενου από τοπικούς αρχηγούς των οποίων τα ονόματα έχουν αναφερθεί στα προηγούμενα.
Οι συγκρούσεις αυτές έγιναν κατά σειρά στις 12 Απριλίου (Λάπι), στις 24 Απριλίου (Ψάρι) και στις 29 Απριλίου (Αετός).
Οι Έλληνες συνήθιζαν να πολεμούν από ταμπούρια, που έφτιαχναν ταχύτατα στις κατάλληλες θέσεις καθώς και από τα σπίτια των χωριών που τα οχύρωναν κατάλληλα.
Αλλά η λυτρωτική ώρα της Κάθαρσης στην εξάχρονη Ελληνική Τραγωδία, ήταν φανερό πως πλησίαζε.
Με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (6 Ιουλίου 1827) αποφασίστηκε η διευθέτηση του Ελληνικού προβλήματος, με άμεση εκεχειρία, που θα επιβαλλόταν ακόμα και δια των όπλων.
Οι Έλληνες αποδέχθηκαν αμέσως τους όρους αλλά για τον Ιμπραήμ ήταν η αφορμή για μια ακόμα εκδικητική έξοδο προς την Μεσσηνία - Τριφυλία, καταστρέφοντας ότι είχε απομείνει.
Η άρνησή του αυτή οδήγησε στην ναυμαχία του Ναβαρίνου (Οκτ.1827) που ουσιαστικά άνοιξε το δρόμο για την Ελληνική δικαίωση.
Η ανακωχή έγινε τελικά δεκτή από τον Ιμπραήμ αφού προηγουμένως κατέστρεψε ολοσχερώς την Τρίπολη αλλά ο στρατός του άρχισε να παρουσιάζει συμπτώματα διάλυσης (επιχειρησιακό αδιέξοδο, δυσχέρειες ανεφοδιασμού, επιδημία πανώλης, εμπλοκή της Τουρκίας σε πόλεμο με την Ρωσία τον Απρίλιο του 1828 κ.λ.π.)
Την περίοδο αυτή εξελίχθηκαν στην περιοχή Δήμου Δωρίου σημαντικά γεγονότα, που όμως περιγράφονται με διαφορετικό τρόπο από τους απομνημονευματογράφους της εποχής. Κατά τον οπλαρχηγό Αθανάσιο Γρηγοριάδη «Ιστορικαί Αλήθειαι» (σελ.229) τον Μάιο του 1828 ο Ιμπραήμ, με το σύνολο σχεδόν του στρατού του (25.000 οπλίτες με ιππικό και 30 πυροβόλα)κινήθηκε απειλητικά προς την περιοχή των Σουλιμοχωρίων και στρατοπέδευσε στον κάμπο, νότια του Σουλιμά.
Όμως στις 12 Μαΐου του 1928 περί τους 4.000 οπλίτες Αλβανοί της δύναμής του, εξοργισμένοι από την γενική κατάσταση αλλά και την μη καταβολή των μισθών τους επί 3 μήνες, εγκατέλειψαν τον Ιμπραήμ και προχώρησαν στο στρατόπεδο των Ελλήνων (κυρίως Ντρέδων), που είχαν φτιάξει τα ταμπούρια τους στη θέση Γουβαλάρια, κοντά στο σημερινό Δώριο (5.000 μαχητές, περίπου).
Αρχηγός των Ντρέδων ήταν ο ίδιος ο Γρηγοριάδης με υπαρχηγό του τον Δ. Παπατσώρη και συμμετοχή και άλλων τοπικών οπλαρχηγών.
Ακολούθησε ολοήμερη λυσσώδης επίθεση του Ιμπραήμ που τελικά αποκρούστηκε με βαρύτατες απώλειες των Αιγυπτίων (1.800 νεκροί και 600 τραυματίες).
Στην συνέχεια οι Αλβανοί φιλοξενήθηκαν για λίγο στα Σουλιμοχώρια και με εντολή του Καποδίστρια διευκολύνθηκαν να κινηθούν προς βορρά.
Για τα παραπάνω συμβάντα υπάρχει, εκτός των άλλων, μια διαφορετική μαρτυρία στα απομνημονεύματα του υπασπιστή του Κολοκοτρώνη Φωτάκου (τόμος β, σελίδα 353) και στην «Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης» του Σπυρίδωνος Τρικούπη (4ος τόμος, Κεφ.76). Την άποψη αυτή αποδέχεται και ο Κ. Μπίρης στο βιβλίο του για τους Αρβανίτες.
Πραγματικά υπήρξε αποστασία 2.500 Αλβανών αλλά και Τούρκων ανατολιτών της δύναμης του Ιμπραήμ, για τους ίδιους λόγους που ήδη αναφέρθηκαν.
Η ανταρσία εκδηλώθηκε στην Κορώνη και ακολούθησε σειρά συγκρούσεων στην προσπάθεια των Αλβανών να διαφύγουν προς Βορράν. Αναχαιτίστηκαν στην θέση Κλειδί Ζαχάρως.
Η τελευταία μάχη έγινε στην περιοχή του Χωριού Κόκλα (το χάνι της Κόκλας) κοντά στο Δώριο, χωρίς οποιαδήποτε συμμετοχή των Ελλήνων.
Οι Αλβανοί είχαν ζητήσει μέσω του Κολοκοτρώνη τη συνδρομή των Ελλήνων εναντίον των Αιγυπτίων, αλλά αυτό το αρνήθηκε κατηγορηματικά ο Καποδίστριας.
Η παραβίαση της ισχύουσας εκεχειρίας θα είχε ολέθριες συνέπειες στην περίοδο που αποφασιζόταν από τις Μεγάλες δυνάμεις η οριοθέτηση του ελεύθερου Ελληνικού Κράτους.
Η συμφωνία περιορίσθηκε στην ανταλλαγή αιχμαλώτων, στην πώληση τροφίμων και τη διευκόλυνση διαφυγής των Αλβανών προς την πατρίδα τους.
Στις 29 Αυγούστου 1828 αποβιβαζόταν στο Πεταλίδι το Γαλλικό εκστρατευτικό Σώμα του στρατηγού Μαιζών και στα 14 Οκτωβρίου ο Ιμπραήμ εγκατέλειπε άδοξα τη Μεθώνη με τα απομεινάρια του στρατού του. Αυτό επισφράγισε το τέλος του Ιερού Αγώνα στην Πελοπόννησο και άνοιξε το δρόμο για την Εθνική Ανεξαρτησία, που σήμερα απολαμβάνουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου