Ο Κόλιας-Νικόλας Πλαπούτας και οι πρόγονοί του κατάγονταν από αλβανόφωνους χριστιανούς, Ιλλυριείς Έλληνες της Ηπείρου, που εγκαταστάθηκαν ως έποικοι στην Τριφυλία, Αρκαδία και άλλα μέρη της Πελοποννήσου κατά τα τέλη του 14ου και αρχές του 15ου αιώνα, καλεσμένοι από τους δεσπότες του Μυστρά να πυκνώσουν τον αραιωμένο από τους συνεχείς πολέμους, τους λιμούς και τις θεομηνίες πληθυσμό.
Σύμφωνα με την τοπική παράδοση και τις υπάρχουσες ιστορικές μαρτυρίες, ο Κόλιας-Νικόλας γεννήθηκε στο χωριό Σουλιμά της ορεινής Τριφυλίας (σήμερα Άνω Δώριο) γύρω στο 1735 και εκεί έζησε και ανατράφηκε μέχρι τα 18 του χρόνια. (στην 1η φωτ. η προτομή του Κόλια Πλαπούτα στο Σουλιμά).
Το περιβάλλον και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες μεγαλώνει και ανδρώνεται ο ατίθασος και ανυπότακτος νέος του ποιμενικού χωριού Σουλιμά έχουν τα χαρακτηριστικά του πρωτόγονου και του φυσικού, με τα μέσα και τα εφόδια που διέθετε και διαμόρφωνε από τη φύση της η ανήσυχη δραστήρια και ατίθαση τοπική κοινωνία των ορεσίβιων βοσκών και κυνηγών κατοίκων της. Ασχολούμενοι αποκλειστικά με την κτηνοτροφία, τη γεωργία και το κυνήγι ατσάλωναν καθημερινά και δια βίου την ψυχή και το σώμα τους με ψυχική και σωματική αντοχή, με τόλμη, καρτερία και παλληκαριά και εξασκούνταν στην πολεμική ορμή και αλκή.
Πόθος και επιδίωξη τους να ζουν ελεύθεροι, να γίνουν ξακουστοί και να γεύονται τις ομορφιές της ζωής. Χαρές τους τα κομψά όπλα, τα καλά άλογα και οι όμορφες γυναίκες. Τα παιδιά, σαν τους αρχαίους Αρκάδες, μάθαιναν να χορεύουν και να τραγουδούν, να γυμνάζονται, να κυνηγάνε και να πολεμούν.
Με αυτές τις αρχές και τις συνήθειες, οι αλβανόφωνοι χριστιανοί Έλληνες του Σουλιμά και των λοιπών χωριών της Τριφυλίας ζούσαν ανεξάρτητοι, με τους δικούς τους νόμους κι έθιμα, αυτοδιοικούμενοι, με ένα είδος στρατιωτικής ομοσπονδίας.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες γαλουχήθηκε και ανδρώθηκε το γιγαντόσωμο και ανυπόταχτο βοσκόπουλο Κόλιας-Νικόλας, ο γιος του Σουλιμιώτη Γιωργάκη Πλαπούτα και όντας 17-18 ετών "δεν δεχόταν ούτε μύγα να περάσει από το σπαθί του". (στη 2η φωτ. ο χώρος που βρισκόταν το πατρικό του σπίτι στο Σουλιμά).
Η παρουσία του στο χωριό, με το λεβέντικο και ανυπότακτο χαρακτήρα του, την αγριωπή και πρωτόγονη μορφή του, την ηράκλεια ρώμη του και το φιλελεύθερο πνεύμα του, είχε προβληματίσει και ενέπνεε φόβο και ανησυχία στους Τούρκους σπαήδες που επισκέπτονταν το χωριό για τους φόρους και τον είχαν βάλει στο μάτι, ώσπου μια μέρα, κατά την παράδοση, σε μια συμπλοκή ο Κόλιας, με μια μαχαιριά, άφησε στον τόπο έναν Τούρκο σπαή, που αλύπητα έδερνε έναν Σουλιμιώτη.
Αμέσως μετά το φονικό επεισόδιο κατατρομαγμένος ο άλλος σπαής, έτρεξε στο Σουλιμά, το είπε στον αγά, εβγήκαν τ’ αποσπάσματα κι έζωσαν τον τόπο για να βρουν τον Κόλια τον φονιά. Δεν χωρούσε πια στο Σουλιμά. Έτρεξε στο γρέκι, άρπαξε τα όπλα του, παράτησε το κοπάδι, χαιρέτησε τον πατέρα του, αγκάλιασε τη μάνα του Γεωργάκαινα Πλαπούταινα, πέρασε στην Άνω Φιγαλεία κι έφτασε στο Δραγώϊ, στου Καπετάν Θανάση Τζαβέλα τα λημέρια.
Εδώ ο Κόλιας έμεινε κοντά στον γέρο-καπόμπαση Καπετάν Θανάση Τζαβέλα δύο περίπου χρόνια, γνώρισε τους κλέφτες της περιοχής κα μυήθηκε στην κλεφτουριά.
Ένα άλλο όμως ανάλογο επεισοδιακό περιστατικό με θύμα τον αγά της περιοχής και πρωταγωνιστές τους Τζαβελαίους και τον Κόλια, ανάγκασε τον νεαρό κλέφτη Κόλια και τους άλλους Τζαβελαίους κλέφτες να πάρουν τους πέντε δρόμους. Άλλοι κατευθύνθηκαν προς τη Μάνη, άλλοι στο Σούλι και τα νησιά και ο Κόλιας πέρασε τον Αλφειό και βγήκε στη Γορτυνία. Αφού περιπλανήθηκε για κάμποσο διάστημα στα αλβανόφωνα ποιμενικά χωριά της περιοχής (Σαρακήνι, Ψάρι, Ράφτη, Σέρβου, Αετοράχη, Μπέτσι, Τσούκα) από γρέκι σε γρέκι, λημέρι σε λημέρι, κατέληξε στο χωριό Παλούμπα, όπου και έμελλε να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στο κλεφτοαρματολίκι της περιοχής, κατά την προεπαναστατική περίοδο, και με τη δράση του, τους αγώνες του κατά του κατακτητή και το υψηλό πατριωτικό του φρόνημα να αναδειχτεί, να αναγνωριστεί και να καθιερωθεί ο αναμφισβήτητος γενάρχης της τοπικής κλεφτουριάς.
Κατ' ευτυχή συγκυρία για τον Κόλια το Παλούμπα ήταν ένας μικρός συνοικισμός εποίκων από την ίδια φάρα των Αλβανών των Σουλιμοχωρίων της Τριφυλίας. Έτσι ο νεαρός Σουλιμιώτης κλέφτης βρίσκεται σε γνώριμο περιβάλλον. Οι ολιγάριθμοι τότε Παλουμπιώτες έμεναν σε φορητές καλύβες και ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και το κυνήγι. Ήσαν πάντα μονιασμένοι, ανυπόταχτοι, γενναίοι και πάντα ένοπλοι.
Ο Κόλιας κατ’ αρχήν βρήκε προστασία πλησίον του Παλουμπιώτη προεστού και οπλαρχηγού Μαυροειδή Πιτσούνη, τον οποίο και υπηρέτησε στο κονάκι του μέχρι που σιγά-σιγά απόκτησε και μικρή περιουσία και μεγαλύτερη επιρροή.
Το άστρο του Κόλια έχει καλά-καλά ανατείλει και αρχίζει να μεσουρανεί. Πολύ γρήγορα ξεχωρίζει από τους άλλους καπεταναίους της περιοχής και αναγνωρίζεται και εκτιμάται για τα προσόντα του και την περίεργη φυσιογνωμία του.
Λόγω της διαφήμισης του ονόματος του πολύ σύντομα απόχτησε τη φιλία των διασημότερων κλεφτών με τους οποίους συνεργάστηκε και μαζί τους έλαβε μέρος και στην επανάσταση του Ορλώφ και κατόπιν στην καταστροφή των Αλβανών.
Ο Κόλιας ουδέποτε υποτάχτηκε στην Τουρκική εξουσία παρότι δεχόταν κατά καιρούς πιστοποιητικό υποταγής. Οι προεστώτες της Γορτυνίας με πρώτον τον παντοδύναμο Δεληγιάννη - Μωρογιάννη της Πελοποννήσου, για να έχουν την εύνοιά του και τη στήριξή του στις δύσκολες περιστάσεις, τον διόρισαν κάπον (φύλακα των Ζωοκλοπών) και κατόπιν καπόμπαση. Ιδιαίτερα, ο έξυπνος, τολμηρός, εύστροφος, γραμματισμένος και διακατεχόμενος από υψηλά πατριωτικά και ανθρωπιστικά αισθήματα, πανίσχυρος Ντελή-Γιάννης, εκτίμησε και αγάπησε τον Κόλια, αξιοποίησε τη σπιρτάδα, τη ρώμη και την παλληκαριά του διορίζοντάς τον Καπετάνιο της Λιοδώρας.
Και όχι μόνον αυτό, αλλά ετύγχανε και της προστασίας του παντοδύναμου Μωρόγιαννη οσάκις διέτρεχε κίνδυνο από τους Τούρκους, οι οποίοι οχτώ φορές έκαναν στάχτη τον πύργο του και προσπάθησαν άπειρες φορές ανεπιτυχώς να τον συλλάβουν. Ο Κόλιας αναγνώριζε αυτή την προστασία που του παρείχε η οικογένεια των Δεληγιανναίων και πολλές φορές έσωσε και αυτός τα Δεληγιαννόπουλα εξασφαλίζοντας τη φύλαξή τους στο Παλούμπα. Τον ίδιο δε το Μωρόγιαννη τον συνόδευε με ένοπλη φρουρά στις εκδρομές και εξόδους του ως πιστός υφιστάμενος του.
Ο Κόλιας ήταν πάντοτε δύσπιστος και ένιωθε ανασφάλεια στον πύργο του στο Παλούμπα και για το λόγο αυτό διατηρούσε και άλλα καταλύματα στα οποία πολλές φορές έμενε χωρίς να υπάρχει σοβαρός λόγος. Έτσι διατηρούσε στη θέση "Λυσάκι" κοντά στην Αράχωβα ιδιόχειρη καλύβα, στη δε ωραία κοιλάδα "Λακαμάδα" κοιμόταν χειμώνα-καλοκαίρι έξω στην ύπαιθρο.
Ο Κόλιας παντρεύτηκε στο Παλούμπα την κόρη του Γεωργίου Τζώρτζη, την ονομαζόμενη Κυράτσω, με την οποία απόκτησε δύο αγόρια, το Γιωργάκη και το Δημήτρη και τρεις θυγατέρες.
Κατά την περίοδο των πολεμικών του συγκρούσεων με τους Αλβανούς είχε αιχμαλωτίσει την ωραιοτάτη Αρβανιτοπούλα Λιόσια, την οποία και διατήρησε ως μη νόμιμη σύζυγο του μέχρι το θάνατο του και απέχτησε μαζί της τέσσερα παιδιά. Η πανέξυπνη, ζωηρή και ωραία Λιόσια στάθηκε πιστή και πονετική στον ερωτιάρη Κόλια και είχε επιβληθεί μέσα στον πύργο. Αυτό ενοχλούσε ιδιαίτερα το Δημητράκη, που λάτρευε τη μάνα του, την Κυράτσω.
Κατά τον Τάκη Κανδηλώρο η Λιόσια θανατώθηκε από το μεγαλύτερο νόμιμο γιό του Κόλια, τον Γεωργάκη. Η πληροφορία όμως αυτή έρχεται σε αντίθεση με τη συνταχθείσα κατά το 1823 διαθήκη του Κόλια με την οποία κληροδοτεί ένα χωράφι και στη Λιόσια, πράγμα που σημαίνει ότι η Λιόσια ζούσε το 1823, ενώ ο Γεωργάκης, που κατά τον Κανδηλώρο σκότωσε τη Λιόσια, είχε πεθάνει από το 1821.
Πολλά είναι τα ανδραγαθήματα με πρωταγωνιστή τον Κόλια, κατά την περίοδο της ακμής των κλεφτών και της αδιάκοπης διώξεώς τους από τους εκάστοτε κατακτητές και ιδιαίτερα τους Τούρκους.
Το ανδραγάθημα του Κόλια που προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση σ’ όλο το Μοριά ήταν η "περιποίηση" που επιφύλαξε στον ανδρείο και σκληρό Τουρκαλβανό Χάτζιο, όταν εκείνος απειλούσε τον Κόλια ότι θα τον συλλάβει, θα τον ξυρίσει και στη συνέχεια θα τον σουβλίσει ζωντανό. Συγκεκριμένα, ο Κόλιας κατά τη συμπλοκή του με τον έφιππο και γενναίως ανθιστάμενο Χάτζιο κατάφερε να τον ανατρέψει από το άλογο και αφού τον έδεσε ανάποδα πάνω στο άλογο τον οδήγησε στη Ζάτουνα και τον εσούβλισε. Αυτά αναφέρει ο Γορτύνιος ιστορικός Τάκης Κανδηλώρος. Ο Αγησ. Τσέλαλης όμως υποστηρίζει στο έργο του "ΠΛΑΠΟΥΤΑΣ" ότι τελικά δεν τον εσούβλισε τον Χάτζιο, αλλά του χάρισε τη ζωή "... γιατί δεν ήθελε να ταράξει το πανηγύρι και να βάψει τα χέρια του με αίματα ανήμερα της Παναγίας, τη Λαμπρή του Δεκαπενταύγουστου. Κι ας τον έλεγαν σκληρόψυχο και αιμοβόρο. Τέτοιος ήταν ο Πλαπούτας ...".
Εκείνο όμως που κυρίως εδόξασε τον παράδοξο εκείνον κλέφτη είναι, ο από τα νεανικά του χρόνια διαρκής πόλεμος προς τους ισχυρότερους Τουρκαλβανούς της Πελοποννήσου, τους κατοίκους του περίφημου Λάλα της Ηλείας. Οι όμοροι αυτοί, εισέβαλλαν στη Γορτυνία και την λεηλατούσαν κατά διαστήματα, παραδίδοντάς την στις θηριωδίες τους, χωρίς υπεράσπιση από κανένα. Αλλά όταν εμφανίστηκε ο Κόλιας άλλαξαν τα πράγματα, γιατί μόνος αυτός, κατόρθωσε να τους περιορίσει οριστικά στο Λάλα.
Η βιαιότητα του χαρακτήρα του Κόλια εκδηλώθηκε πολλές φορές και κατά ορισμένων Ελλήνων τους οποίους για διάφορους αμφιλεγόμενους λόγους μισούσε.
Ένας αμείλικτος εχθρός του Κόλια ήταν ο Θανασάς, ο γνωστός κλεφταρματωλός, ο οποίος μάλιστα και έκαψε κάποτε τον πύργο του Κόλια παρ’ ότι ήταν ανηψιός του. Η έχθρα που υπήρχε ανάμεσα στο θείο και τον ανηψιό οφειλόταν στο γεγονός ότι ο Θανασάς είχε συμπράξει με τους άσπονδους παλαιούς εχθρούς του Κόλια, Χάντζιο και Κουταχμέτη, πράγμα που δεν του το συγχωρούσε ο Κόλιας. Έτσι ο Κόλιας με τη συνδρομή και του Βοεβόδα της Καρύταινας τον πολιόρκησε στο κονάκι του αγά στη Ζάτουνα και τον συνέλαβε ζωντανό ύστερα από σπάσιμο του ποδιού του στο θραυσμένο ξύλινο δάπεδο. Στη συνέχεια τον σούβλισε έξω από το κονάκι του αγά.
Ο Κόλιας κατά την έναρξη της επανάστασης βρισκόταν σε βαθύ γήρας. Αφού ευλόγησε τα παιδιά του έσπευσε με προθυμία, επάνω σε φορείο (ξυλοκρέβατο) στην πολιορκούμενη Τριπολιτσά και έδωσε τη γνώμη του στον Κολοκοτρώνη και τους άλλους πολιορκητές για την ταχύτερη εκπόρθηση - άλωση της πόλης.
Τέλος ο Κόλιας άφησε την τελευταία του πνοή στη Μονή του Προδρόμου κοντά στη Δημητσάνα το 1827, ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη η επιδρομή και η καταστροφή της Γορτυνίας από τον Ιμπραήμ.
Σημ: Το κείμενο έγραψε ο φιλόλογος Σωκράτης Παν. Μάσσιας από την Τριποταμιά Γορτυνίας, τον Μάρτιο του 2001, σε αφιέρωμα του Δήμου Ηραίας. Ευχαριστώ τον Λεωνίδα Γ. Θεοχάρη για την προσφορά του.
Σύμφωνα με την τοπική παράδοση και τις υπάρχουσες ιστορικές μαρτυρίες, ο Κόλιας-Νικόλας γεννήθηκε στο χωριό Σουλιμά της ορεινής Τριφυλίας (σήμερα Άνω Δώριο) γύρω στο 1735 και εκεί έζησε και ανατράφηκε μέχρι τα 18 του χρόνια. (στην 1η φωτ. η προτομή του Κόλια Πλαπούτα στο Σουλιμά).
Το περιβάλλον και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες μεγαλώνει και ανδρώνεται ο ατίθασος και ανυπότακτος νέος του ποιμενικού χωριού Σουλιμά έχουν τα χαρακτηριστικά του πρωτόγονου και του φυσικού, με τα μέσα και τα εφόδια που διέθετε και διαμόρφωνε από τη φύση της η ανήσυχη δραστήρια και ατίθαση τοπική κοινωνία των ορεσίβιων βοσκών και κυνηγών κατοίκων της. Ασχολούμενοι αποκλειστικά με την κτηνοτροφία, τη γεωργία και το κυνήγι ατσάλωναν καθημερινά και δια βίου την ψυχή και το σώμα τους με ψυχική και σωματική αντοχή, με τόλμη, καρτερία και παλληκαριά και εξασκούνταν στην πολεμική ορμή και αλκή.
Πόθος και επιδίωξη τους να ζουν ελεύθεροι, να γίνουν ξακουστοί και να γεύονται τις ομορφιές της ζωής. Χαρές τους τα κομψά όπλα, τα καλά άλογα και οι όμορφες γυναίκες. Τα παιδιά, σαν τους αρχαίους Αρκάδες, μάθαιναν να χορεύουν και να τραγουδούν, να γυμνάζονται, να κυνηγάνε και να πολεμούν.
Με αυτές τις αρχές και τις συνήθειες, οι αλβανόφωνοι χριστιανοί Έλληνες του Σουλιμά και των λοιπών χωριών της Τριφυλίας ζούσαν ανεξάρτητοι, με τους δικούς τους νόμους κι έθιμα, αυτοδιοικούμενοι, με ένα είδος στρατιωτικής ομοσπονδίας.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες γαλουχήθηκε και ανδρώθηκε το γιγαντόσωμο και ανυπόταχτο βοσκόπουλο Κόλιας-Νικόλας, ο γιος του Σουλιμιώτη Γιωργάκη Πλαπούτα και όντας 17-18 ετών "δεν δεχόταν ούτε μύγα να περάσει από το σπαθί του". (στη 2η φωτ. ο χώρος που βρισκόταν το πατρικό του σπίτι στο Σουλιμά).
Η παρουσία του στο χωριό, με το λεβέντικο και ανυπότακτο χαρακτήρα του, την αγριωπή και πρωτόγονη μορφή του, την ηράκλεια ρώμη του και το φιλελεύθερο πνεύμα του, είχε προβληματίσει και ενέπνεε φόβο και ανησυχία στους Τούρκους σπαήδες που επισκέπτονταν το χωριό για τους φόρους και τον είχαν βάλει στο μάτι, ώσπου μια μέρα, κατά την παράδοση, σε μια συμπλοκή ο Κόλιας, με μια μαχαιριά, άφησε στον τόπο έναν Τούρκο σπαή, που αλύπητα έδερνε έναν Σουλιμιώτη.
Αμέσως μετά το φονικό επεισόδιο κατατρομαγμένος ο άλλος σπαής, έτρεξε στο Σουλιμά, το είπε στον αγά, εβγήκαν τ’ αποσπάσματα κι έζωσαν τον τόπο για να βρουν τον Κόλια τον φονιά. Δεν χωρούσε πια στο Σουλιμά. Έτρεξε στο γρέκι, άρπαξε τα όπλα του, παράτησε το κοπάδι, χαιρέτησε τον πατέρα του, αγκάλιασε τη μάνα του Γεωργάκαινα Πλαπούταινα, πέρασε στην Άνω Φιγαλεία κι έφτασε στο Δραγώϊ, στου Καπετάν Θανάση Τζαβέλα τα λημέρια.
Εδώ ο Κόλιας έμεινε κοντά στον γέρο-καπόμπαση Καπετάν Θανάση Τζαβέλα δύο περίπου χρόνια, γνώρισε τους κλέφτες της περιοχής κα μυήθηκε στην κλεφτουριά.
Ένα άλλο όμως ανάλογο επεισοδιακό περιστατικό με θύμα τον αγά της περιοχής και πρωταγωνιστές τους Τζαβελαίους και τον Κόλια, ανάγκασε τον νεαρό κλέφτη Κόλια και τους άλλους Τζαβελαίους κλέφτες να πάρουν τους πέντε δρόμους. Άλλοι κατευθύνθηκαν προς τη Μάνη, άλλοι στο Σούλι και τα νησιά και ο Κόλιας πέρασε τον Αλφειό και βγήκε στη Γορτυνία. Αφού περιπλανήθηκε για κάμποσο διάστημα στα αλβανόφωνα ποιμενικά χωριά της περιοχής (Σαρακήνι, Ψάρι, Ράφτη, Σέρβου, Αετοράχη, Μπέτσι, Τσούκα) από γρέκι σε γρέκι, λημέρι σε λημέρι, κατέληξε στο χωριό Παλούμπα, όπου και έμελλε να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στο κλεφτοαρματολίκι της περιοχής, κατά την προεπαναστατική περίοδο, και με τη δράση του, τους αγώνες του κατά του κατακτητή και το υψηλό πατριωτικό του φρόνημα να αναδειχτεί, να αναγνωριστεί και να καθιερωθεί ο αναμφισβήτητος γενάρχης της τοπικής κλεφτουριάς.
Κατ' ευτυχή συγκυρία για τον Κόλια το Παλούμπα ήταν ένας μικρός συνοικισμός εποίκων από την ίδια φάρα των Αλβανών των Σουλιμοχωρίων της Τριφυλίας. Έτσι ο νεαρός Σουλιμιώτης κλέφτης βρίσκεται σε γνώριμο περιβάλλον. Οι ολιγάριθμοι τότε Παλουμπιώτες έμεναν σε φορητές καλύβες και ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και το κυνήγι. Ήσαν πάντα μονιασμένοι, ανυπόταχτοι, γενναίοι και πάντα ένοπλοι.
Ο Κόλιας κατ’ αρχήν βρήκε προστασία πλησίον του Παλουμπιώτη προεστού και οπλαρχηγού Μαυροειδή Πιτσούνη, τον οποίο και υπηρέτησε στο κονάκι του μέχρι που σιγά-σιγά απόκτησε και μικρή περιουσία και μεγαλύτερη επιρροή.
Το άστρο του Κόλια έχει καλά-καλά ανατείλει και αρχίζει να μεσουρανεί. Πολύ γρήγορα ξεχωρίζει από τους άλλους καπεταναίους της περιοχής και αναγνωρίζεται και εκτιμάται για τα προσόντα του και την περίεργη φυσιογνωμία του.
Λόγω της διαφήμισης του ονόματος του πολύ σύντομα απόχτησε τη φιλία των διασημότερων κλεφτών με τους οποίους συνεργάστηκε και μαζί τους έλαβε μέρος και στην επανάσταση του Ορλώφ και κατόπιν στην καταστροφή των Αλβανών.
Ο Κόλιας ουδέποτε υποτάχτηκε στην Τουρκική εξουσία παρότι δεχόταν κατά καιρούς πιστοποιητικό υποταγής. Οι προεστώτες της Γορτυνίας με πρώτον τον παντοδύναμο Δεληγιάννη - Μωρογιάννη της Πελοποννήσου, για να έχουν την εύνοιά του και τη στήριξή του στις δύσκολες περιστάσεις, τον διόρισαν κάπον (φύλακα των Ζωοκλοπών) και κατόπιν καπόμπαση. Ιδιαίτερα, ο έξυπνος, τολμηρός, εύστροφος, γραμματισμένος και διακατεχόμενος από υψηλά πατριωτικά και ανθρωπιστικά αισθήματα, πανίσχυρος Ντελή-Γιάννης, εκτίμησε και αγάπησε τον Κόλια, αξιοποίησε τη σπιρτάδα, τη ρώμη και την παλληκαριά του διορίζοντάς τον Καπετάνιο της Λιοδώρας.
Και όχι μόνον αυτό, αλλά ετύγχανε και της προστασίας του παντοδύναμου Μωρόγιαννη οσάκις διέτρεχε κίνδυνο από τους Τούρκους, οι οποίοι οχτώ φορές έκαναν στάχτη τον πύργο του και προσπάθησαν άπειρες φορές ανεπιτυχώς να τον συλλάβουν. Ο Κόλιας αναγνώριζε αυτή την προστασία που του παρείχε η οικογένεια των Δεληγιανναίων και πολλές φορές έσωσε και αυτός τα Δεληγιαννόπουλα εξασφαλίζοντας τη φύλαξή τους στο Παλούμπα. Τον ίδιο δε το Μωρόγιαννη τον συνόδευε με ένοπλη φρουρά στις εκδρομές και εξόδους του ως πιστός υφιστάμενος του.
Ο Κόλιας ήταν πάντοτε δύσπιστος και ένιωθε ανασφάλεια στον πύργο του στο Παλούμπα και για το λόγο αυτό διατηρούσε και άλλα καταλύματα στα οποία πολλές φορές έμενε χωρίς να υπάρχει σοβαρός λόγος. Έτσι διατηρούσε στη θέση "Λυσάκι" κοντά στην Αράχωβα ιδιόχειρη καλύβα, στη δε ωραία κοιλάδα "Λακαμάδα" κοιμόταν χειμώνα-καλοκαίρι έξω στην ύπαιθρο.
Ο Κόλιας παντρεύτηκε στο Παλούμπα την κόρη του Γεωργίου Τζώρτζη, την ονομαζόμενη Κυράτσω, με την οποία απόκτησε δύο αγόρια, το Γιωργάκη και το Δημήτρη και τρεις θυγατέρες.
Κατά την περίοδο των πολεμικών του συγκρούσεων με τους Αλβανούς είχε αιχμαλωτίσει την ωραιοτάτη Αρβανιτοπούλα Λιόσια, την οποία και διατήρησε ως μη νόμιμη σύζυγο του μέχρι το θάνατο του και απέχτησε μαζί της τέσσερα παιδιά. Η πανέξυπνη, ζωηρή και ωραία Λιόσια στάθηκε πιστή και πονετική στον ερωτιάρη Κόλια και είχε επιβληθεί μέσα στον πύργο. Αυτό ενοχλούσε ιδιαίτερα το Δημητράκη, που λάτρευε τη μάνα του, την Κυράτσω.
Κατά τον Τάκη Κανδηλώρο η Λιόσια θανατώθηκε από το μεγαλύτερο νόμιμο γιό του Κόλια, τον Γεωργάκη. Η πληροφορία όμως αυτή έρχεται σε αντίθεση με τη συνταχθείσα κατά το 1823 διαθήκη του Κόλια με την οποία κληροδοτεί ένα χωράφι και στη Λιόσια, πράγμα που σημαίνει ότι η Λιόσια ζούσε το 1823, ενώ ο Γεωργάκης, που κατά τον Κανδηλώρο σκότωσε τη Λιόσια, είχε πεθάνει από το 1821.
Πολλά είναι τα ανδραγαθήματα με πρωταγωνιστή τον Κόλια, κατά την περίοδο της ακμής των κλεφτών και της αδιάκοπης διώξεώς τους από τους εκάστοτε κατακτητές και ιδιαίτερα τους Τούρκους.
Το ανδραγάθημα του Κόλια που προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση σ’ όλο το Μοριά ήταν η "περιποίηση" που επιφύλαξε στον ανδρείο και σκληρό Τουρκαλβανό Χάτζιο, όταν εκείνος απειλούσε τον Κόλια ότι θα τον συλλάβει, θα τον ξυρίσει και στη συνέχεια θα τον σουβλίσει ζωντανό. Συγκεκριμένα, ο Κόλιας κατά τη συμπλοκή του με τον έφιππο και γενναίως ανθιστάμενο Χάτζιο κατάφερε να τον ανατρέψει από το άλογο και αφού τον έδεσε ανάποδα πάνω στο άλογο τον οδήγησε στη Ζάτουνα και τον εσούβλισε. Αυτά αναφέρει ο Γορτύνιος ιστορικός Τάκης Κανδηλώρος. Ο Αγησ. Τσέλαλης όμως υποστηρίζει στο έργο του "ΠΛΑΠΟΥΤΑΣ" ότι τελικά δεν τον εσούβλισε τον Χάτζιο, αλλά του χάρισε τη ζωή "... γιατί δεν ήθελε να ταράξει το πανηγύρι και να βάψει τα χέρια του με αίματα ανήμερα της Παναγίας, τη Λαμπρή του Δεκαπενταύγουστου. Κι ας τον έλεγαν σκληρόψυχο και αιμοβόρο. Τέτοιος ήταν ο Πλαπούτας ...".
Εκείνο όμως που κυρίως εδόξασε τον παράδοξο εκείνον κλέφτη είναι, ο από τα νεανικά του χρόνια διαρκής πόλεμος προς τους ισχυρότερους Τουρκαλβανούς της Πελοποννήσου, τους κατοίκους του περίφημου Λάλα της Ηλείας. Οι όμοροι αυτοί, εισέβαλλαν στη Γορτυνία και την λεηλατούσαν κατά διαστήματα, παραδίδοντάς την στις θηριωδίες τους, χωρίς υπεράσπιση από κανένα. Αλλά όταν εμφανίστηκε ο Κόλιας άλλαξαν τα πράγματα, γιατί μόνος αυτός, κατόρθωσε να τους περιορίσει οριστικά στο Λάλα.
Η βιαιότητα του χαρακτήρα του Κόλια εκδηλώθηκε πολλές φορές και κατά ορισμένων Ελλήνων τους οποίους για διάφορους αμφιλεγόμενους λόγους μισούσε.
Ένας αμείλικτος εχθρός του Κόλια ήταν ο Θανασάς, ο γνωστός κλεφταρματωλός, ο οποίος μάλιστα και έκαψε κάποτε τον πύργο του Κόλια παρ’ ότι ήταν ανηψιός του. Η έχθρα που υπήρχε ανάμεσα στο θείο και τον ανηψιό οφειλόταν στο γεγονός ότι ο Θανασάς είχε συμπράξει με τους άσπονδους παλαιούς εχθρούς του Κόλια, Χάντζιο και Κουταχμέτη, πράγμα που δεν του το συγχωρούσε ο Κόλιας. Έτσι ο Κόλιας με τη συνδρομή και του Βοεβόδα της Καρύταινας τον πολιόρκησε στο κονάκι του αγά στη Ζάτουνα και τον συνέλαβε ζωντανό ύστερα από σπάσιμο του ποδιού του στο θραυσμένο ξύλινο δάπεδο. Στη συνέχεια τον σούβλισε έξω από το κονάκι του αγά.
Ο Κόλιας κατά την έναρξη της επανάστασης βρισκόταν σε βαθύ γήρας. Αφού ευλόγησε τα παιδιά του έσπευσε με προθυμία, επάνω σε φορείο (ξυλοκρέβατο) στην πολιορκούμενη Τριπολιτσά και έδωσε τη γνώμη του στον Κολοκοτρώνη και τους άλλους πολιορκητές για την ταχύτερη εκπόρθηση - άλωση της πόλης.
Τέλος ο Κόλιας άφησε την τελευταία του πνοή στη Μονή του Προδρόμου κοντά στη Δημητσάνα το 1827, ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη η επιδρομή και η καταστροφή της Γορτυνίας από τον Ιμπραήμ.
Σημ: Το κείμενο έγραψε ο φιλόλογος Σωκράτης Παν. Μάσσιας από την Τριποταμιά Γορτυνίας, τον Μάρτιο του 2001, σε αφιέρωμα του Δήμου Ηραίας. Ευχαριστώ τον Λεωνίδα Γ. Θεοχάρη για την προσφορά του.
με κατεπληξε η αναλυση της βιογραφιαςτου πλαπουτα καθως δεν ηξερα οτι ειναι αρβανιτης και εγω οι ριζες μου ειναι αρβανιτικεςχωρις να παραβλεπωτον αγωνα τηςελευθεριας της πατριδος μας
ΑπάντησηΔιαγραφή