Ένας απέραντος καταπράσινος κάμπος από αμπέλια και σταφίδες ήταν η πεδιάδα του Αγίου Γεωργίου μέχρι το 1965. Σήμερα έχουν απομείνει λίγα αμπέλια στην Τουρναγιά και στη Γρηγόραινα.
Από τα μέσα του Αυγούστου άρχιζε το τρελό πανηγύρι του τρύγου και κρατούσε μέχρι το τέλος Σεπτέμβρη. Γινόταν μια σειρά για κάθε αμπέλι και διαδοχικά κατά μαχαλάδες. Στον τρύγο βοηθούσαν όλοι, γυναίκες, άνδρες, γέροι και παιδιά και έτσι η εργασία αυτή η κουραστική, γινόταν πιο εύκολη, πιο ευχάριστη και με την κοσμοπλημμύρα και τις εκδηλώσεις, έπαιρνε γιορταστικό χαρακτήρα. Θέρος, τρύγος, πόλεμος λέει η λαϊκή μούσα.
Το ξεκίνημα γινόταν από τους νοικοκυραίους. Οι άνδρες φορούσαν στο κεφάλι τους ψάθινο καπέλο ή τραγιάσκα και οι γυναίκες μαντίλι μαύρο ή άσπρο, ανάλογα με την ηλικία τους.
Για τον τρύγο χρησιμοποιούσαν κοφτερά μαχαίρια που έκοβαν τα σταφύλια και μικρές κόφες που γέμιζαν με αυτά. Τις κόφες μετέφεραν στους ώμους τους και τις άδειαζαν σε μεγάλες (πούργες) που τις γέμιζαν με αυτά, τις φόρτωναν στα ζώα και τις πήγαιναν στο ληνό. Οι κόφες μικρές ή μεγάλες ήταν φτιαγμένες από καλάμια και βέργες λυγιάς.
Το πρώτο τσαμπί το έκοβε ο νοικοκύρης ή ο πρωτότοκος γιος της οικογένειας και το συνόδευαν οι χαρούμενες ευχές όλων, που ταυτόχρονα τραγουδούσαν το γνωστό σε όλη την Ελλάδα τραγούδι του τρύγου:
''Μπαίνω μεσ’ τ’ αμπέλι σαν νοικοκυρά.
Να κι ο νοικοκύρης έρχεται κοντά.
Έλα νοικοκύρη να τρυγήσουμε.
Κόκκινα σταφύλια να πατήσουμε''.
Ήταν χαρά θεού ν΄αντικρύζει κανείς το πολύχρωμο αυτό ζωντανό δυναμικό να πηγαινοέρχεται ανάμεσα από φυλλωσιές κλημάτων, να διέρχεται το ψήσιμο του Αυγουστιάτικου ήλιου ηδονικά και το ανάλαφρο δροσερό αεράκι να δροσίζει τα ιδρωμένα τίμια μέτωπα. Και όλη η έκταση γύρω να δέχεται τα τραγούδια, τα γέλια και τα ξεφωνητά των τρυγητών σαν θεία και ουράνια προσευχή.
Ο Κάθε εργάτης λοιπόν, με ένα κοφινάκι έπαιρνε την δική του τράτα. Όταν γέμιζε το καλάθι από σταφύλια πήγαινε να τα αδειάσει σε μία από τις δύο κόφες, οι οποίες ήταν δεμένες στο σαμάρι του γαϊδουριού, αλλιώς τα άδειαζε στα κοντινά κοφίνια του δρόμου που τα είχε αφήσει άδεια και που θα έπαιρνε γεμάτα με άλογα για να τα πάει στο ληνό.
Η μεταφορά των σταφυλιών στο ληνό του χωριού γινόταν με ζώα (άλογα, γαϊδούρια, μουλάρια) που είχε συγκεντρώσει ο νοικοκύρης που τρύγαγε την ημέρα εκείνη.
Ο μεταφορέας ξεφόρτωνε τα γεμάτα με σταφύλια κοφίνια βγάζοντας στο κεφάλι του ένα τσουβάλι φτιαγμένο σαν κατσούλα, ώστε το ελεύθερο μέρος να πέφτει στις πλάτες του. Αιτία γι' αυτό ήταν να μη "φαγωθούν" οι ώμοι του από την τραχιά επιφάνεια του κοφινιού.
Απόθετε ένα ένα τα κοφίνια το ένα πλάι στο άλλο και τα έπαιρνε και έριχνε τα σταφύλια το ληνό με τάξη. Ο ληνός ήταν κτισμένος με πέτρες και από την μέσα πλευρά στρωμένος με τσιμέντο. Είχε μικρή κλίση για να κυλάει ο μούστος. Έξω από το ληνό είχαν μεγάλη γούβα που έβαζαν το λεβέτι για να πιάνουν το μούστο.
Τα σταφύλια που συγκέντρωναν στους ληνούς τα πάταγε κάποιος, αφού προηγουμένως έπλενε καλά τα πόδια του. Για να είναι ο μούστος καθαρός, απαλλαγμένος δηλαδή από ρώγες, τσαμπιά και τσίπουρα, τοποθετούσαν στο έξω στόμιο εκροής το δίχτυ.
Όταν γέμιζε το λεβέτι μετέφεραν το μούστο σε μικρά ξύλινα βαρέλια, στο βαγένι. Γέμιζαν τα βαρέλια με ένα μεγάλο χωνί. Τα βαγένια ήταν φτιαγμένα από σανίδες δέντρου, που τα έφτιαχναν ειδικοί μαστόροι οι ονομαζόμενοι βαγενάδες. Τέτοιοι μαστόροι στο χωριό μας ήταν ο Γεώργιος Δεδεμάδης (Μπουλιούκης) και ο Παναγιώτης Παπαδόπουλος (Πανογιάννης).
Τα βαγένια πριν ρίξουν το κρασί, τα έπλεναν καλά με ζεστό νερό και θρούμπι. Στο μούστο πολλές φορές έριχναν πετιμέζι ή σταφίδα, όταν ήταν αδύνατο. Επίσης, έριχναν και λίγο ρετσίνι.
Το στόμιο του βαγενιού το άφηναν ανοιχτό όσο καιρό έβραζε. Ύστερα, το έκλειναν με ένα καπάκι επάνω στο οποίο έλιωναν ρετσίνι για να μην παίρνει αέρα κα το άνοιγαν για να πιούν μετά από σαράντα ημέρες.
Τα τσίπουρα τα έστυβαν καλύτερα με τις τσιφιλιές που είχε φτιάξει ο μπάρμπα-Γιώργος Δημόπουλος (Γιωργολιάκος). Φύλαγαν τα τσίπουρα σε μεγάλες ζάρες ή άλλα δοχεία και μετά από ένα-δύο μήνες έβγαζαν το τσίπουρο στο Δριμή και στην Καρασιάφκα.
Η παραγωγή του κρασιού στα χωριά μας είχε ανεβεί σε υψηλά επίπεδα. Η Γρηγόραινα, το Πολυγένι και ο κάμπος έβγαζαν εξαίρετο κρασί και από τα τσίπουρα μπόλικο τσίπουρο. Ένα εισόδημα θετικό. Οι χωρικοί μας έπιναν πολύ κρασί. Ήταν τόπος πλούσιας παραγωγής αλλά και αλόγιστης κατανάλωσης.
Σημ: Ευχαριστώ το Λεωνίδα Γ. Θεοχάρη για την προσφορά του θέματος και τον Κώστα Δημ. Θεοχάρη για τις φωτογραφίες.
Σημ: Ευχαριστώ το Λεωνίδα Γ. Θεοχάρη για την προσφορά του θέματος και τον Κώστα Δημ. Θεοχάρη για τις φωτογραφίες.
Νομίζω οτι ο φίλτατος και πολυγραφότατος Λεωνίδας θα μπορούσε να προσφέρει πολλά και στο σύλλογο. Ειναι κριμα που δεν συμμετέχει.
ΑπάντησηΔιαγραφή