Του Λεωνίδα Γ. Θεοχάρη
Οι Ντρέδες έχτισαν τα χωριά τους στο ορεινό πέταλο που κλείνει από βορρά τον Τριφυλιακό κάμπο του Δωρίου. Έμεναν σε σκηνές και καλύβες που έχτισαν «ξερολίθι», χωρίς λάσπη και ασβέστη. Οι καλύβες αυτές καλύπτονταν από πυκνά δάση, από πουρνάρια, σφεντάμια, γκορτσιές και βελανιδιές.
Η κοινωνία των Ντρέδων είχε αυστηρή πατριαρχική δομή. Αρχηγός του σπιτιού ήταν ο μεγαλύτερος στην ηλικία, τον οποίο όλοι σέβονταν και υπάκουαν.
Στην οικογένεια ο πατέρας ήταν άρχοντας του σπιτιού. Ήταν το «αγκωνάρι» που όλοι υπάκουαν χωρίς να αισθάνονται καταπίεση. Όλοι, μικροί και μεγάλοι, για το ρόλο του πατέρα έλεγαν « στο σπίτι, στην οικογένεια, ο πατέρας είναι η πρώτη πέτρα».
Μία από τις βασικές αρχές στην οικογένεια είναι ο σεβασμός προς την ηλικία. Τα παιδιά πρέπει να υπακούνε στους μεγαλύτερους και οι τελευταίοι στους γέροντες. Ο Σουλιμοχωρίτης δε σέβεται μόνο, αλλά αγαπάει τα γηρατειά. Γιος που δεν πρόσεξε τους γονείς του δεν έχει μεγάλη εκτίμηση στην κοινωνία του τόπου.
Οι Ντρέδες προτιμούσαν γυναίκες από την ράτσα τους για να μη νοθευτεί η «καθαρότητα» της φάρας. Όταν όμως ήσαν αναγκασμένοι από τα πράγματα να πάρουν γυναίκα από τα άλλα χωριά, το στοιχείο που κυρίως βάραινε στην επιλογή ήταν το σόι της μελλόνυμφης. Χαρακτηριστική ήταν η φράση που λέγανε «πάρε γυναίκα από σόι και σκυλί από μαντρί».
Ο γάμος κανονιζόταν από τους γονείς, οι οποίοι φρόντιζαν να αρραβωνιάζουν και να παντρεύουν τα παιδιά σε μικρή ηλικία. Γι’ αυτό ακούμε συχνά και σήμερα να γίνονται ερωτήσεις προς τους γονείς: «τι κάνατε, τα παντρέψατε τα παιδιά σας;» κλπ. Παιδιά αποκαλούσαν μόνο τα αγόρια, ενώ τα κορίτσια τα έλεγαν «τσούπρες».
Οι γυναίκες των Ντρέδων ήταν όμορφες και λυγερόκορμες. Οι περισσότερες ήταν μελαχρινές, ροδομάγουλες, με καστανόμαυρα μάτια, λιανή μέση και πολλά μακριά μαλλιά, που τα έριχναν πλεξούδες στην πλάτη τους ή τα έπλεκαν στεφάνι γύρω από το κεφάλι. Είχαν ασκηθεί στη σκοποβολή από μικρά κορίτσια και οπλοφορούσαν πάντοτε. Όταν γινόταν κάποια μάχη κοντά στο χωριό τους έτρεχαν οπλισμένες και πολεμούσαν δίπλα στους άντρες τους.
Η συμπαράσταση στις χαρές και τις λύπες ήταν ουσιαστική και καθολική η συμμετοχή τους στις ομαδικές κοινωνικές εκδηλώσεις. Γνώριζαν πολύ καλά πως όλα κατακτώνται με την επαρκή φιλοπονία και πως η ακάματη και μεθοδική εργατικότητα είναι η μητέρα της καλής τύχης.
Οι Ντρέδες ήταν σωστοί γλεντζέδες Γι’ αυτό μέχρι σήμερα έχει μείνει γνωστή η φράση «di e kendon» που σημαίνει «ξέρει και τραγουδάει». Τραγουδούσαν και δούλευαν ή σωστότερα δούλευαν τραγουδώντας.
Τα τραγούδια των Ντρέδων ήσαν φωνές που έβγαιναν από τη ψυχή του λαού και καλύπτανε ολόκληρο τον ιστορικό και κοινωνικό βίο με βαθιές κοινωνικές προεκτάσεις. Μερικά από αυτά τραγουδήθηκαν από πολλές γενιές. Το επικρατέστερο το οποίο συνηθίζουν να τραγουδούν και να χορεύουν μέχρι σήμερα είναι η Σουλιμιώτισσα.
Όπως στις χαρές, έτσι ήσαν εκδηλωτικοί και στις λύπες, στις οποίες συμμετείχαν όλοι ανεξαιρέτως. Τα σπαρακτικά μοιρολόγια των γυναικών θύμιζαν χορό αρχαίας τραγωδίας.
Στα Σουλιμοχώρια η θέση του άνδρα και της γυναίκας ήταν διαφορετική και άνιση. Αναγνωριζόταν η υπεροχή του άνδρα παντού και πάντοτε και ήταν γενικά αποδεκτή η υποδεέστερη θέση της γυναίκας απέναντι στον άνδρα.
Ο άνδρας θεωρείτο ο κύριος, ο ανεξέλεγκτος με δύναμη στον λόγο και γνώμη. Έτσι τον ένοιωθαν οι γυναίκες. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα, από τα οποία εξάγονται αυτά τα συμπεράσματα. Τα σημειώνουμε εδώ ένα-ένα όπως λέγονται και ακούγονται.
Στο σχολείο έστελναν να μάθουν γράμματα μόνο τα αγόρια. Τα κορίτσια τα κρατούσαν σπίτι να απασχολούνται με το νοικοκυριό (ζύμωμα, μαγείρεμα, πλύσιμο, σκούπισμα, πλέξιμο, κέντημα, καθαριότητα κλπ) ή τα έστελναν υπηρεσία στα σπίτια στην Αθήνα.
Τις κοπέλες τις πάντρευε από μόνος του ο πατέρας ή αν δεν είχε πατέρα ο μεγαλύτερος αδερφός. Δεν είχαν αποφασιστικό λόγο επ’ αυτού τα κορίτσια, παρ’ ό,τι ήταν σε ηλικία γάμου.
Στο δρόμο για το χωράφι όπου πήγαιναν για όργωμα, για σπαρτό ή για θέρο, ο άνδρας πήγαινε καβάλα στο μουλάρι και η γυναίκα ακολουθούσε με τα πόδια, έχοντας πολλές φορές στο ένα χέρι την τέσσα με το φαΐ.
Στο τραπέζι του σπιτιού, στο γεύμα ή στο δείπνο, η νοικοκυρά έβαζε πιο πολύ φαγητό και τις καλύτερες μερίδες στους άνδρες σε σχέση με τις γυναίκες. Έλεγαν «άνδρας είναι και πρέπει να φάει καλά».
Οι διαφορές αυτές, αλλά και πολλές άλλες, οφείλονταν, κατά ένα μέρος τουλάχιστον, στην προτίμηση που έδειχναν στο αρσενικό φύλο. Όταν γεννιόνταν στο σπίτι αγόρι, όλοι είχαν μεγάλη χαρά, ενώ όταν γεννιόνταν κορίτσι επικρατούσε στενοχώρια.
Οι κάτοικοι των Σουλιμοχωρίων ήταν θρήσκοι μέχρι δεισιδαιμονίας και, όπως προκύπτει από την απογραφή που έγινε το 1689, είχαν στις περιοχές τους πολλές εκκλησίες από τις οποίες μερικές σώζονται μέχρι σήμερα.
Πίστευαν ότι η αμάθεια και η φτώχεια ήσαν μοναδικές αιτίες που δημιούργησαν και το μεταξύ τους ηθικό ξεπεσμό. Από τα μέσα του 19ου αιώνα είχε αρχίσει να τους βασανίζει πολύ η αγωνία για τις καλύτερες μέρες και πνευματική αφύπνιση. Πίστευαν ότι ένας επιστήμονας στην οικογένεια θα ανέβαζε το επίπεδό της και εν συνεχεία το πνευματικό επίπεδο του χωριού. Οι γονείς τρώγανε από της σάρκα τους για να υπερνικήσουν την ισχύουσα τότε δυσκολία επιπέδου στο ανώτερο πνευματικό ίδρυμα της χώρας. Οι οικονομικοί φραγμοί τους κρατούσαν κλειστές τις πόρτες. Η παιδεία ήταν περιορισμένη μόνο σε εκείνους που διάθεταν τα υλικά μέσα, ενώ απέκλειε σχεδόν εκείνους που ήταν πλασμένοι να τα κατακτήσουν.
Η εκπαίδευση ήταν δύσκολη, η φοίτηση στο Γυμνάσιο της Κυπαρισσίας προϋπόθετε θυσίες από ολόκληρη την οικογένεια και σκληρό αγώνα του μαθητή που νηστικός και βρεγμένος έπρεπε να παρακολουθήσει τα μαθήματα και να διακριθεί στις επιδόσεις του. Ο μαθητής εκείνος πρέπει σήμερα να νοιώθει υπερήφανος γιατί κατάφερε να ξεπεράσει όλα τα εμπόδια και να προκόψει. Γιατί αυτά τα παιδιά έμαθαν γράμματα έχοντας σύντροφο μοναδικό την πείνα, την ξιπολησιά και το κρύο. Οι μαθητές εκείνοι δε θα ξεχάσουν, όσα χρόνια και αν περάσουν το ταψί με το ψωμί για όλη την εβδομάδα, τη μπομπότα, το τρύπιο παντελόνι, τα παπούτσια με τη χαλασμένη σόλα και τη λάμπα πετρελαίου πάνω από το κεφάλι τους, που με το αμυδρό φως της διάβαζαν σκεπασμένοι με τη «μπατανία» για να ζεσταθούν τα παγωμένα βράδια.
Στη μακρόχρονη ζωή τους οι Σουλιμοχωρίτες ασχολούνταν με την κτηνοτροφία, κυρίως αιγοπροβάτων, την γεωργία και το κυνήγι.
Ξεχέρσωναν δασωμένα μέρη και έχτιζαν «πεζούλια» για να συγκρατήσουν το χώμα στις πλαγιές των βουνών, έσπερναν λίγα σιτηρά και λίγα ξερικά και ποτιστικά αραποσίτια (κούκλες).
Σκοπός της κάθε οικογένειας ήταν να εξασφαλίζουν το σιτάρι και το λάδι της χρονιάς. Η εξασφάλιση των δύο αυτών ειδών έδινε τη μεγαλύτερη σιγουριά στην οικογένεια. Νοικοκύρης ήταν εκείνος που είχε πολλά χωράφια για το σιτάρι της χρονιάς, λάδι, ίσως κρέας και άλλα φαγώσιμα.
Γενικά η τροφή ήταν πολύ φτωχή. Μερικές μέρες έλειπε και το ψωμί. Το «παστό» ήταν το κυριότερο φαγητό. Κάθε φορά που ερχόταν στο σπίτι «μουσαφίρης» η νοικοκυρά έβγαζε μεζέ από το κιούπι. Την πρώτη θέση κατείχε ο καγιανάς (ζεστό παστό με τηγανισμένα αυγά, άφθονη ντομάτα και τριμμένα τυριά). Γενικά η εκτίμηση στο ψωμάκι του Θεού ήταν μεγάλη. Γι’ αυτό κι όχι μόνο φιλούσαν με ευλάβεια το κομμάτι που έπεφτε χάμω κάνοντας το σταυρό τους συγχρόνως αλλά και ποτέ δεν άρχιζαν να τρώνε χωρίς να κάνουν πρώτα τον σταυρό τους.
Η κατοικία ήταν χωρίς τις στοιχειώδεις ανέσεις. Το φως του λυχναριού και οι λούζες φώτιζαν το σπίτι. Το τζάκι με τα κούτσουρα ζέσταινε την οικογένεια. Το κρύο όμως που έμπαινε από τις τρύπες και τα χαλασμένα παράθυρα πάγωναν την πλάτη. Οι χωρικοί μας τότε έλεγαν «από μπροστά πύρα και από πίσω κλαδευτήρα».
Η έλλειψη του ηλεκτρισμού και η σκληρή δουλειά τους είχε υποχρεώσει να προσαρμόζουν όλες τις δραστηριότητές τους με το φως της μέρας. Πριν ο ήλιος δύσει, η οικογένεια είχε συγκεντρωθεί γύρω από το «σοφρά», το στρογγυλό χαμηλό τραπέζι, και έτρωγαν καθισμένοι στα σκαμνιά.
Με τα προϊόντα τους κάλυπταν τις ανάγκες της λιτής ζωής τους. Με τα μαλλιά των προβάτων τους έφτιαχναν τα ρούχα του ύπνου και της ενδυμασίας τους. Τα ύφαιναν οι γυναίκες στους αργαλειούς που είχε κάθε οικογένεια στο σπίτι. Από τα μαλλιά των ζώων έφτιαχναν τις «κάπες» για τους άνδρες και τα «γιουρντιά» για τις γυναίκες. Για υποδήματα χρησιμοποιούσαν «τσαρούχια» που τα έφτιαχναν οι ίδιοι από το δέρμα των χοίρων.
Όταν οι κάτοικοι είχαν μεταξύ τους ορισμένες διαφορές σχετικές με περιουσιακά και κληρονομικά, με αυτοδικίες κλπ, κατέφευγαν στη διαιτησία άλλων χωρικών, ιδίως γερόντων, οι οποίοι διακρίνονταν για το ήθος, την ευθυκρισία και αμεροληψία τους και ζητούσαν από αυτούς να κρίνουν και να δώσουν λύση στο ζήτημα, προτείνοντας ένα δίκαιο συμβιβασμό. Η απόφασή τους ήταν σεβαστή και παραδεκτή και από τα δύο αντίθετα μέρη.
Η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη ήταν ανύπαρκτη. Τα βότανα και τα γιατροσόφια κατείχαν την πρώτη θέση. Πολλές γυναίκες έκαναν τη γιάτρισσα, τη μαμή, τη νοσοκόμα και προσέφεραν υπηρεσίες ανυπολόγιστες σε καιρούς δύσκολους.
Οι Σουλιμοχωρίτες αγωνίστηκαν σκληρά για να επιβιώσουν, έγραψαν την ιστορία τους, έφτιαξαν και διατήρησαν τα όμορφα έθιμά τους, που πιστά ακολουθούν ακόμα οι λίγοι γέροντες προσπαθώντας να διατηρήσουν στη ζωή έναν τόπο που οι άνθρωποί του εγκατέλειψαν λόγω της φτώχειας και δυστυχώς τον αντάλλαξαν με το καθημερινό άγχος και το καυσαέριο των μεγαλουπόλεων που εγκαταστάθηκαν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου