«Ήθελα να ‘μουν τσέλιγκας, να ‘μουν κι ένας σκουτάρης
να πάω να ζήσω στο μαντρί, στην ερημιά, στα δάση,
κι ένα σωρό μαντρόσκυλα, να ‘χω και βοσκοτόπια
Το καλοκαίρι στα βουνά και το χειμώνα στους κάμπους…» Κ. Κρυστάλλης.
Πολλά από τα δημοτικά μας τραγούδια, αναφέρονται στην ποιμενική ζωή και ιδιαίτερα εκφράζουν με μία περίτεχνη και γλυκόχυμη γλωσσική σύνθεση, τους καημούς, τα βάσανα, τα όνειρα και τις μικρές χαρές μιας περήφανης διαλεχτής και πολύπαθης ράτσας, που στέριωσε κι απλώθηκε με το πέρασμα του χρόνου σ’ όλους τους χώρους της ελληνικής γης. Πάλεψε σ’ όλο το διάβα της ζωής της, αντρώθηκε και μάλωσε μ’ αμέτρητες κακοτυχίες, μ’ αγριοκαίρια, με καταχτητές και πάμπολλους κατατρεγμούς.
Από την αρχαιότατη εποχή ο πρωτόγονος άνθρωπος αισθάνθηκε την ανάγκη να εξημερώσει τα αιγοπρόβατα, το άλογο, τα βόδια και τα άλλα ζώα που είναι ωφέλιμα για την ζωή του.
Για τη χώρα μας η «ζώσα γεωργία», όπως ονομάζει ο Αριστοτέλης την κτηνοτροφία, ήταν το κυριότερο στοιχείο πλούτου του Έλληνα. Γιατί εξασφάλιζε βασικές τροφές (κρέας, γάλα, τυρί, βούτυρο κλπ) και αύξανε τις οικονομίες του σπιτιού με την πώληση των προϊόντων.
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, στην περιοχή των Σουλιμοχωρίων αναπτύχθηκε σε μεγάλο βαθμό η κτηνοτροφία. Από τον καιρό της επανάστασης και για την αντιμετώπιση των αναγκών της, η Πελοποννησιακή γερουσία του 1821 είχε επιβάλλει φόρο επί των πάσης φύσεως προϊόντων. Από τον καιρό της ανεξαρτησίας για την αντιμετώπιση των αναγκών του νεοσύστατου κράτους επιβλήθηκε φόρος επί των ποιμνίων και των γεωργικών προϊόντων. Ο ποιμενικός φόρος ήταν χρηματικός και ήταν ανάλογος με τον αριθμό των ζώων που διέτρεφε ο κάθε κτηνοτρόφος. Γι αυτό ήταν αναγκαία η καταμέτρηση των ζώων.
Στο Σουλιμά η κτηνοτροφία βρισκόταν σε μεγάλη ακμή μέχρι το 1970, γιατί αργότερα οι νέοι εγκατέλειψαν το χωριό και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις, για να βρουν καλύτερη τύχη. Σήμερα έχει περιοριστεί η κτηνοτροφία στο ελάχιστο, 1000 γιδοπρόβατα. Όσο για βόδια ούτε για δείγμα.
Όλοι οι τσοπάνηδες είχαν μεγάλα κονάκια έξω από το χωριό σε διάφορες τοποθεσίες. Ποτέ δεν έκλειναν τα ζώα στο μαντρί να έρθουν στο χωριό. Κάποιος έμενε εκεί.
Τους ανοιξιάτικους και καλοκαιρινούς μήνες δονείτο ο τόπος από τα κουδουνίσματα και τα βελάσματα. Οι τσοπάνηδες κρεμούσαν στα κεσέμια και στα γερά και εύσωμα πρόβατα και γίδια διάφορα κουδούνια και τροκάνια, για την καλύτερη εμφάνιση της στάνης και για να τα ακούν στις βοσκές.
Τους μήνες μετά τον θερισμό των σιτηρών, που ο τόπος ήταν ελεύθερος για βοσκή και ο τσοπάνος τα βράδια είχε κάποια άνεση, έπαιζε την φλογέρα του, η οποία μαζί με την συναυλία των τρυγονιών και την μονότονη φωνή του γκιώνη καθώς και τις φωνές των άλλων υμνητών της νύχτας συνέθεταν την μουσική της ήσυχης και φεγγαρόφωτης βραδιάς και χάριζαν στους υπαιθρίους ακροατές, κάτω από την απεραντοσύνη του ενάστρου ουρανού, το μαγευτικό και ευχάριστο νανούρισμα για ένα αναπαυτικό και γλυκό ύπνο.
Σήμερα βλέπεις μόνο δύο- τρεις στάνες.
Σε ερείπια μεταβλήθηκαν τα «γρέκια», τα «μαντριά» και οι «στρούγκες». Βουβάθηκε η φλογέρα του βοσκού που έπαιζε χαρούμενους σκοπούς και έκοβε τη σιγαλιά της Αυγουστιάτικης φεγγαρόλουστης νύχτας.
Ερήμωσε ο τόπος μας! Αγρίεψαν τα χωράφια κι ο επισκέπτης του βουνού συναντάει στο δρόμο χαλάσματα, ερειπωμένα μαντριά και καλύβες που κάποτε προφύλαγαν στάνες πολλές, αμέτρητα γιδοπρόβατα και ανθρώπους αφοσιωμένους στη ζωή της στάνης, που σε φώναζαν να σου προσφέρουν αγνό γάλα και φρέσκια μυτζήθρα.
Ευχαριστώ: α) το Λεωνίδα Γ. Θεοχάρη για την προσφορά του θέματος και τη βοήθειά του στο γύρισμα του βίντεο στο χωριό Κούβελα. β) το Βασίλη Ν. Αναγνωστόπουλο, έναν από τους τελευταίους κτηνοτρόφους του χωριού μας και γ) τον Ευθύμιο Αλεξόπουλο από το Κούβελα, για την ευγενική του προσφορά να παίξει φλογέρα και να μας τραγουδήσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου