Η μάχη στο Λάπι (22 Απριλίου 1827)
Τον Απρίλιο του 1827 ο Ιμπραήμ επιχειρεί εισβολή στην ορεινή Τριφυλία. Οι δυνάμεις που είχε ο Ιμπραήμ ήταν πεζοί, ιππείς και πυροβολικό. Προσπαθεί να διαλύσει τη δύναμη των Ντρέδων, γιατί ήταν απειλή στα πλευρά του και διότι άρπαζαν άλογα, βόδια, καμήλες και αιγοπρόβατα που έβοσκαν γύρω από τα στρατόπεδά του. Στο Λάπι είχαν συγκεντρωθεί όλες οι δυνάμεις Τριφυλίας και Ολυμπίας. Παρόντες και οι Ντρέδες με στρατηγό τον Δημήτριο Παπατσώρη.
Ο Αθανάσιος Γρηγοριάδης με υπαρχηγό τον Παπατσώρη και με 2.000 στρατό οχύρωσαν τα σπίτια στο Λάπι, προτού έρθει ο εχθρός. Ο αδελφός του Γεώργιος και ο Αδάμ Παπατσώρης διατάχτηκαν να καταλάβουν με 500 στρατιώτες τους λόφους δεξιά του χωριού, ενώ ο θείος του Παπαθεοδώρου και ο Αναγνώστης Παπατσώρης με 300 στρατιώτες οχυρώθηκαν αριστερά του χωριού. 'Aλλοι οπλαρχηγοί με 700 στρατιώτες φυλούσαν τα μετόπισθεν. Η συνολική δύναμη του στρατού εκείνου ανερχόταν σε 3.000 άντρες.
Ο Αθανάσιος Γρηγοριάδης με υπαρχηγό τον Παπατσώρη και με 2.000 στρατό οχύρωσαν τα σπίτια στο Λάπι, προτού έρθει ο εχθρός. Ο αδελφός του Γεώργιος και ο Αδάμ Παπατσώρης διατάχτηκαν να καταλάβουν με 500 στρατιώτες τους λόφους δεξιά του χωριού, ενώ ο θείος του Παπαθεοδώρου και ο Αναγνώστης Παπατσώρης με 300 στρατιώτες οχυρώθηκαν αριστερά του χωριού. 'Aλλοι οπλαρχηγοί με 700 στρατιώτες φυλούσαν τα μετόπισθεν. Η συνολική δύναμη του στρατού εκείνου ανερχόταν σε 3.000 άντρες.
Στις 22 Απριλίου ήρθε ο Ιμπραήμ με 15.000 πεζούς Αιγυπτίους, 2.000 Αλβανούς, 150 Μαμελούκους και 25 πυροβόλα.
Πριν ξεκινήσει η μάχη, είχε στείλει μια πολύ κολακευτική επιστολή με υποσχέσεις για στρατιωτικούς βαθμούς και χρηματική βοήθεια αν υποταχτούν. Την επιστολή αυτή είχαν φέρει στον Αθανάσιο Γρηγοριάδη στις 16-4-1827 τρεις διάσημοι Αλβανοί αρχιστράτηγοι, ο Γαλίπ Μπέης, ο Μουσταφά Μπέης και ο Ασλάν Μπέης με συνοδεία μόνο 100 Αλβανών στρατιωτών και κρατώντας λευκή σημαία. Αφού φιλοξενήθηκαν, έλαβαν την απάντηση των Ντρέδων και επέστρεψαν στο στρατόπεδό τους.
Η απαντητική επιστολή των Σουλιμοχωριτών ήταν η ακόλουθη:
Η απαντητική επιστολή των Σουλιμοχωριτών ήταν η ακόλουθη:
''Αρχιστράτηγε Ιμβραήμ Πασά,
Ελάβομεν την επιστολήν σου και σου αποκρινόμεθα ότι περιφρονούμεν τας περί υποταγής προτάσεις σου, διότι κι εγώ και οι λοιποί συμπατριώται μου έχομεν απόφασιν ορκισθέντες να ελευθερώσωμεν την κινδυνεύουσαν πατρίδα μας δια πάσης θυσίας. Λοιπόν θα κάμης καλά να αποσυρθής από τον Μωριά, επειδή ματαίως κοπιάζεις. 'Aκουσον όλα αυτά που σου γράφομεν σήμερον και μη επιμένης διότι και ημείς όλοι θα επιμείνωμεν περισσότερον, και η ζημία θα είναι εναντίον σου. Λοιπόν σε περιμένομεν προθύμως δια να πολεμήσωμεν και να μάθης και πάλιν τι είναι Αρκαδίων τουφέκι.
Από του εν τη κώμη Λάπι γενικού στρατοπεδαρχείου των Αρκαδίων''.
Ελάβομεν την επιστολήν σου και σου αποκρινόμεθα ότι περιφρονούμεν τας περί υποταγής προτάσεις σου, διότι κι εγώ και οι λοιποί συμπατριώται μου έχομεν απόφασιν ορκισθέντες να ελευθερώσωμεν την κινδυνεύουσαν πατρίδα μας δια πάσης θυσίας. Λοιπόν θα κάμης καλά να αποσυρθής από τον Μωριά, επειδή ματαίως κοπιάζεις. 'Aκουσον όλα αυτά που σου γράφομεν σήμερον και μη επιμένης διότι και ημείς όλοι θα επιμείνωμεν περισσότερον, και η ζημία θα είναι εναντίον σου. Λοιπόν σε περιμένομεν προθύμως δια να πολεμήσωμεν και να μάθης και πάλιν τι είναι Αρκαδίων τουφέκι.
Από του εν τη κώμη Λάπι γενικού στρατοπεδαρχείου των Αρκαδίων''.
Ο γενικός στρατιωτικός Αρχηγός
Αθανάσιος Γρηγοριάδης
Οι υπαρχηγοί
Δ. Παπατσώρης
Δ. Παπαθεοδώρου
Γεώργ. Γρηγοριάδης
Αδάμ Παπατσώρης
Αναγν. Παπατσώρης
Γεώργιος Συρράκος και
Γεώργιος Γκότζης
Όταν ο Ιμπραήμ έφτασε απέναντι από το χωριό, είχε στα δεξιά του το Αλβανικό και αριστερά του το Αιγυπτιακό πεζικό με τα πυροβόλα. Ο ίδιος με το ιππικό έμεινε πίσω έτοιμος να καταδιώξει τους Έλληνες που ήταν βέβαιος ότι θα υποχωρήσουν. Η μάχη κράτησε επτά ώρες και αποκρούστηκαν εννέα έφοδοι των Αιγυπτίων. 700 Αιγύπτιοι στρατιώτες σκοτώθηκαν και 360 τραυματίστηκαν. Οι απώλειες των Αρκαδίων ήταν 52 νεκροί και 24 πληγωμένοι.
Με τη δύση του ήλιου ο Ιμπραήμ υποχώρησε και στρατοπέδευσε σε μια πεδιάδα, σε απόσταση μιάμισης ώρας από τα Σουλιμοχώρια. Οι Αρκάδιοι με γενικό αρχηγό το Γρηγοριάδη στρατοπέδευσαν στο χωριό Ψάρι.
Εκεί δόθηκε η επόμενη μάχη στις 24 Απριλίου 1827
Η μάχη στο Ψάρι (24 Απριλίου 1827)
Δύο μέρες μετά τη μάχη στο Λάπι, ο Ιμπραήμ έστειλε τον αντιστράτηγό του Ασλάν Μπέη με 6.000 πεζούς, 500 ιππείς και 10 κανόνια εναντίον του στρατού των Αρκαδίων που είχε στρατοπεδεύσει στο Ψάρι. Ο ίδιος με τον υπόλοιπο στρατό του κατευθύνθηκε στο Σιδηρόκαστρο όπου επίσης συνάντησε γενναία αντίσταση.
Όταν ο Ασλάν Μπέης έφτασε στο Ψάρι, συγκρούστηκε με τους Αρκαδίους σε μια σφοδρή μάχη που κράτησε τέσσερις ώρες. Οχυρωμένοι οι Ντρέδες, με συνεχείς πυροβολισμούς απέκρουσαν τους εχθρούς που τέσσερις φορές εισέβαλαν στο χωριό. Έκαναν μάλιστα και αυτοί εφόδους - αντεπιθέσεις με τα σπαθιά τους και κυρίευσαν 4 σημαίες, 23 άλογα και 1 κανόνι των εχθρών.
Στη μάχη αυτή πολέμησαν όλες οι γυναίκες του χωριού και άλλες από τα γύρω χωριά μοιράζοντας μπαρουτόβολα στους πολεμιστές ή ρίχνοντας με τα καρυοφίλια τους και τις πιστόλες τους. Σκοτώθηκαν 7 γυναίκες και ανάμεσά τους μια ανιψιά του Αντώνη Ντάρα, η Γιαννούλα.
Οι εχθρικές απώλειες ήταν 250 στρατιώτες και 11 αξιωματικοί νεκροί και 80 τραυματίες, ενώ οι Αρκάδιοι έχασαν 31 άντρες και είχαν 9 πληγωμένους. Μετά τη μάχη ο Ασλάν Μπέης αποσύρθηκε προς την Αρκαδιά προκειμένου να συναντήσει τον Ιμπραήμ.
Η επόμενη μάχη που έδωσαν οι Ντρέδες ήταν στις 29 Απριλίου στον Αετό.
Η μάχη στον Αετό (29 Απριλίου 1827)
Μετά τις μάχες στο Λάπι και το Ψάρι ένα τμήμα του στρατού του Ιμπραήμ με 2.000 Αιγυπτίους πεζούς, 1.600 Αλβανούς, Μαμελούκους ιππείς, 5 κανόνια και αρχηγό τον Ομέρ Χουσεΐν Μπέη επιτέθηκε στον Αετό και χτύπησε τους εκεί οχυρωμένους 800 Αρκαδίους που είχαν για αρχηγό τους τον Γεώργιο Γκότση.
Γύρω στις 1.30 το μεσημέρι οι Αλβανοί πρώτοι όρμησαν με αλαλαγμούς και κυρίευσαν δύο ταμπούρια αναγκάζοντας τους υπερασπιστές τους να υποχωρήσουν μέσα στο χωριό. Στη συνέχεια οι Αλβανοί και οι Αιγύπτιοι προχώρησαν πολεμώντας στη μέση του Αετού και παρά τις απώλειές τους, περικύκλωσαν τους υπερασπιστές του που είχαν οχυρωθεί μέσα στα σπίτια.
Ενώ η μάχη κρατούσε, έφτασαν σε βοήθεια από το Ψάρι ο Δημήτριος Παπατσώρης με τους γιους του Αδάμ και Αναγνώστη, και οι Γιαννάκης Γκρίτζαλης, Κ. Μέλιος, Γ. Συρράκος, Αντώνης Ντάρας με 1.300 άντρες. Αυτοί χτύπησαν τους εχθρούς από τα νώτα και τους έτρεψαν σε φυγή. Τελικά έφτασαν στο χωριό Βιδίσοβα όπου κατασκήνωσαν, ενώ οι Ντρέδες γύρισαν στον Αετό.
Την επομένη ημέρα, 30 Απριλίου, καθώς οι εχθροί προχωρούσαν προς την Κυπαρισσία και κοντά στο χωριό Λυκουδέσι συναντήθηκαν ξανά με τους Ντρέδες και δόθηκε δεύτερη σφοδρή μάχη. Με το ξίφος στα χέρια οι Ντρέδες επιτέθηκαν στους Αιγυπτίους και τους καταδίωξαν σκοτώνοντας 70 απ' αυτούς και συλλαμβάνοντας αιχμαλώτους. Απελευθέρωσαν επίσης περίπου 700 γυναικόπαιδα που είχαν αιχμαλωτισθεί σε προηγούμενες επιδρομές.
Η μάχη στα Γουβαλάρια (20 Μαΐου 1828)
Μετά τη ναυμαχία του Ναβαρίνου ήταν βέβαιο ότι αργά ή γρήγορα ο Ιμπραήμ θα ήταν αναγκασμένος να εγκαταλείψει την Πελοπόννησο. Πριν όμως φύγει, θέλησε να πατήσει και να καταστρέψει το Σουλιμά. Στρατοπέδευσε στον κάμπο του Δωρίου με 25.000 πεζούς και ιππείς, 35 κανόνια και 4.000 Αλβανούς μισθοφόρους. Οι Ντρέδες γνωρίζοντας το σκοπό του είχαν φτιάξει ταμπούρια και περίμεναν την επίθεση των Αιγυπτίων.
Όλοι οι γνωστοί οπλαρχηγοί ήταν εκεί: Οι αρχηγοί Αθανάσιος Γρηγοριάδης και Δημήτρης Παπατσώρης, αλλά και τα παιδιά του Παπατσώρη Αδάμης και Αναγνώστης και οι υπόλοιποι καπεταναίοι Γιαννάκης Γκρίτζαλης, Δημ. Μέλιος, Γ. Συρράκος, Αντ. Συρράκος, Αντώνης Ντάρας, Γ. Μεγάλης, Αναγνώστης Σιαμπρής, Γεώργιος Γκότσης, Διον. Παπαθεοδώρου κ.α.
Ξαφνικά τους ήρθε βοήθεια εκεί που δεν το περίμεναν. Οι 4.000 Αλβανοί μισθοφόροι ήταν δυσαρεστημένοι με τον Ιμπραήμ που τους χρωστούσε μισθούς τριών μηνών και επιπλέον ήταν ανήσυχοι για την επικείμενη αναχώρηση του για την Αίγυπτο. Έτσι ήρθαν σε μυστική επαφή με τους ομόγλωσσούς τους Ντρέδες και συμφώνησαν να εγκαταλείψουν το στρατόπεδο του Ιμπραήμ και αυτοί ως αντάλλαγμα θα τους βοηθούσαν να γυρίσουν στην πατρίδα τους.
Η μάχη έγινε στην τοποθεσία Γουβαλάρια. Το κέντρο των ελληνικών προμαχώνων κατέλαβαν οι αρχηγοί Γρηγοριάδης και Παπατσώρης με 3.000 άντρες, δεξιά τους οι υπόλοιποι καπετάνιοι με 2.000 άντρες και αριστερά παρατάχτηκαν οι Αλβανοί με τους αρχηγούς τους Αχμέτ Μπέη, Αλή Οσμάν Μπέη, Γαλίπ Μπέη και Μουσταφά Μπέη. Η πρώτη επίθεση του Ιμπραήμ έγινε στις 6 το πρωί και ακολούθησαν άλλες πέντε έφοδοι μέχρι τις 5 το απόγευμα. Όλες οι επιθέσεις αποκρούστηκαν με απόλυτη επιτυχία και με μεγάλες απώλειες για τον Ιμπραήμ. Περισσότεροι από 1.800 Αιγυπτίους σκοτώθηκαν και 600 τραυματίστηκαν. Από τους Αρκαδίους σκοτώθηκαν 62 και 23 πληγώθηκαν, ενώ οι Αλβανοί είχαν 173 νεκρούς και 44 τραυματίες.
Μετά τη μάχη ο Ιμπραήμ απογοητευμένος αναχώρησε για την Κυπαρισσία. Οι Ντρέδες φιλοξένησαν τους Αλβανούς για είκοσι μέρες και ύστερα τους συνόδευσαν μέχρι το Αίγιο. Από εκεί πέρασαν μόνοι τους στο Μεσολόγγι και γύρισαν στην πατρίδα τους.
Στα Γουβαλάρια στις 20 Μαΐου 1828 γράφτηκε το τέλος της βάρβαρης επιδρομής του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, που προξένησε αμέτρητες καταστροφές, λεηλασίες, αιχμαλωσίες και πολλές φορές έφερε την Επανάσταση σε αδιέξοδο με κίνδυνο να καταρρεύσει.
Πηγή: Ιστολόγιο Γυμνασίου Δωρίου
είναι Γεώργιος Γκότσης κι όχι Γκότζης στους Υπαρχηγούς!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ ωραίο άρθρο! ευχαριστούμε!
Υπάρχει εκδοχή πως ο Συράκος έχει φύγει γύρω στα 1680 από την Μάνη...( Αλικα )εξού και το δημοτικό
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπ’ το Συρράκον οι φερτοί Γιωργακο-Συρρακαίοι,
τ’ ογδονταπέντε πούρθανε, γενήκανε Νταραίοι,»
εγκαταστάθηκαν και στο χωριό Ψάρι της Τριφυλίας.